Η Μαρία Σούμπερτ παρουσιάζει στα "Πρόσωπα" του Θεαθήναι την Κατερίνα Δημόκα Νομίζω πως η περίπτωση της Γερμανίας το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, θα ήταν ίσως από τα καλύτερα ερευνητικά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει ο όχλος, το μαζικό συναίσθημα, σε συνδυασμό με την εθνική υποτίμηση, την φτωχοποίηση και την αποκαθήλωση μιας πρότερα κραταιάς αυτοκρατορίας.
Γιατί ο ναζισμός και η εθνική του υποστήριξη δεν γεννήθηκαν από κάποια διαστροφή στους πληθυσμούς που ζούσαν στην Γερμανία, ούτε έφταιγε κάτι στο νερό, τη διατροφή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο ναζισμός, η τυφλή υπακοή σε έναν ξεκάθαρα ψυχικά άρρωστο και σαδιστικά διαστροφικό άνθρωπο προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πορείας που έχει τις απαρχές της στον προηγούμενο ακόμα αιώνα.
0 Comments
Η Μαρία Σούμπερτ παρουσιάζει στα Πρόσωπα του Θεαθήναι την Βίβιαν-Ινώ Τσαμαδού Στο δεύτερο βιβλίο της σειράς «Οι μάγισσες δεν πιστεύουν στα δάκρυα», η Βίβιαν Ινώ Τσαμαδού και η Κατερίνα Σισκοπούλου μας ταξιδεύουν πάλι στην Καλαμάτα. Και από εκεί στο Βόρειο Πόλο. Που δεν είναι και πολύ δύσκολο, αρκεί να έχεις ιπτάμενη σκούπα. Που οι τρεις αδερφές, η Ρεγγίνα, η Ρόζα και η Νόρα, έχουν. Δεν θα τις χρησιμοποιήσουν όμως για να φτάσουν στο Βόρειο Πόλο, θα πάνε με το μαγικό αερόστατο και εκεί θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της μυστηριώδους εξαφάνισης –του μυστηριώδους ατυχήματος, τέλος πάντων- του Δημητρίου Μαγισσόπουλου, του πατέρα της Ρεγγίνας.
Ταυτόχρονα, μέσα από την περιπέτεια, την αδερφική αλληλεγγύη και γενναιότητα, οι τρεις μικρές μάγισσες θα έρθουν σε επαφή με την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και την αξία του να μπορείς να στηριχθείς στην οικογένειά σου, όταν δεν είσαι καλά. Η Μαρία Σούμπερτ παορυσιάζει στα "Πρόσωπα" την Σοφία Δάρτζαλη Η πιο έντονη ανάμνηση που έχω σε σχέση με την έννοια του χρόνου, είναι όταν αφότου πέθανε η γιαγιά μου –πλήρης ημερών- πήγαμε κάποιο καιρό αργότερα με τη μητέρα μου να αδειάσουμε το σπίτι της. Και εκεί ξαφνικά ήρθα σε επαφή με την απώλεια, όταν συνειδητοποίησα πως τα ρολόγια στο σπίτι της λειτουργούσαν ακόμα. Τότε μου είχε φανεί αδιανόητο αυτό.
Η Μαρία Σούμπερτ παρουσιάζει στα "Πρόσωπα" την Μαρία Γιαγιάνου Η Μαρία Γιαγιάννου γράφει το πρώτο της παραμύθι για τον μικρό Τρούφη, «ένα κουνέλι θαυματουργό», που ζούσε με τη μαμά του και το μπαμπά του και είχε μια μαγική δύναμη: μπορούσε να μεγαλώσει τα αφτιά του και να τα κάνει σκάλα! Έτσι και με στόχο να βοηθήσει τους γονείς τους να φυτέψουν ένα νέο δέντρο στον κήπο τους, θα περιπλανηθεί στον κόσμο και θα γνωρίσει μεγάλες προσωπικότητες που με το έργο τους σημάδεψαν στην εξέλιξη του πολιτισμού και της τεχνολογίας: τον Νεύτωνα, τη Φρίντα Κάλο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Επίκουρο, τη Μαρία Κάλας, αλλά και τα τερατάκια Τρελόσωστα, που μπορεί να μην άλλαξαν τον κόσμο, αλλά σίγουρα εμφανίζονται στις παιδικές ζωγραφιές και αλλάζουν τον δικό τους τρόπο να βλέπουν τα πράγματα.
Για αυτό της το βιβλίο μας μιλάει σήμερα στο Θεαθήναι. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πας Γυμνάσιο, έχεις μόλις φορέσει σιδεράκια, τρως λίγο και ξαφνικά κάτι ξεμένει στην σιδηροκατασκευή που γεμίζει το στόμα σου. Κοκκινίζεις, κατεβάζεις το βλέμμα, κρύβεις την αφάνα και εξαφανίζεσαι. Μάλλον σκέφτεσαι να μην επανεμφανιστείς προτού κλείσεις τα 18 και τελειώσεις το σχολείο. Γιατί εκτός όλων των άλλων, σε έχει δει ο μεγάλος σου έρωτας, που είσαι ερωτευμένη μαζί του από το νηπιαγωγείο. Ευτυχώς βέβαια που υπάρχουν και οι φίλοι, διαφορετικά δεν αντεχόταν αυτό το ρεζιλίκι.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Μία νέα περιπέτεια της παρέας των παιδιών που ανακάλυψαν τον Κώδικα της Λέρου παρουσιάζει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Στοφόρος, εστιάζοντας την προσοχή του στα Δωδεκάνησα και στην ιστορία τους, από τον μεσοπόλεμο μέχρι και τη δεκαετία του ’50.
Θα μάθουμε για τον τορπιλισμό του Fiume, και θα γνωρίσουμε τον Πρίγκιπα, τον Τάσο Χαραλάμπη, ο οποίος κλέφτηκε και παντρεύτηκε κρυφά με την Πριγκίπισσα του Ιράκ –όχι δεν έχουμε περάσει στον κόσμο των παραμυθιών, παραμένουμε στα χωράφια της Παγκόσμιας Ιστορίας και του 20ου αιώνα. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα θα πλέξει τότε μεταξύ τους ο συγγραφέας και θα εφεύρει ένα ανεκτίμητης αξίας άγαλμα, ένα ορειχάλκινο ελάφι –μια ελαφίνα- που θα γίνει το μήλο της έριδας. Ίσως σε έναν παράλληλο συμβολισμό της ομορφιάς της Πριγκίπισσας, η ελαφίνα θα προκαλέσει πάθη και θα οδηγήσει ανθρώπους στον αφανισμό. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Δεν έχανα ποτέ τα παπούτσια μου ως παιδί. Τις παντόφλες μου όμως ακόμα δύσκολα τις βρίσκω. Όχι απαραίτητα επειδή τις πετάω από εδώ και από εκεί. Συνήθως χάνω ότι συγυρίζω. Ξέρω βέβαια, πως αυτό δεν είναι δικαιολογία. Αλλά οφείλω να υπερασπιστώ τον φίλο μου τον Πολυπόδαρο που πάλι έχασε τα παπούτσια του. Εγώ τον καταλαβαίνω. Και τα παιδιά τον καταλαβαίνουν, πιστέψτε με. Ο παππούς μου πάλι στη Γερμανία –την έχω ακούσει πολλές φορές αυτή την ιστορία και γελάω κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη- όταν ο πατέρας μου και τα αδέρφια του πετούσαν τα ξύλινα τσόκαρά τους παντού μέσα στο δωμάτιο για να τρέξουν στα κρεβάτια τους, είχε βαρεθεί να τους ζητάει να τα μαζεύουν. Έτσι μια μέρα απλώς τα κάρφωσε στο ξύλινο πάτωμα. Καταλαβαίνετε τι συνέβη όταν τα μικρά πήγαν τρέχοντας να μπουν στις παντόφλες τους.
Η έννοια του συγυρισμένου είναι κάτι συχνά ακατανόητο στα παιδιά –όταν μάλιστα έχουμε ένα μικρό παιδί που τα συγυρίζει όλα στη θέση τους, αρκετά συχνά είμαστε καχύποπτοι για το τι μπορεί να συμβαίνει. Καταρχήν ένα παιδί –και μάλιστα προσχολικής ηλικίας- δύσκολα θα αντιληφθεί από μόνο του τι είναι συγυρισμένο και τι όχι. Στην ουσία θα αρχίσει σιγά σιγά να ανταποκρίνεται –ή να αντιδράει- στην εικόνα που του παρέχεται μέσα στο σπίτι. Σε ένα πολύ πιεστικά συγυρισμένο σπίτι, είτε θα προσαρμοστεί καταπιέζοντας αυτό που το ίδιο θέλει να κάνει και στην ουσία να είναι, είτε θα επαναστατεί μονίμως καλλιεργώντας τη σχέση μέσα από την σύγκρουση και την ματαίωση. Από την άλλη σε ένα χαοτικό σπίτι, θα αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο: είτε θα αφεθεί στο χάος και ότι αυτό σημαίνει για την εσωτερική του οργάνωση, είτε θα περιφρουρήσει τον προσωπικό του χώρο συγυρίζοντάς τον όσο μπορεί περισσότερο. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Οι μέλισσες είναι από τα σημαντικότερα έντομα –έμβια πλάσματα εν γένει- του οικοσυστήματός μας. Η μαγική τους ικανότητα να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των φυτών και των δέντρων –για να μην μιλήσουμε για το μέλι και τις σούπερ ιδιότητές του- τις καθιστούν πολύτιμες για τον άνθρωπο, αλλά και την επιβίωση της ίδιας της ζωής στον πλανήτη μας.
Η ανάγκη λοιπόν να μάθουν τα παιδιά για τις μέλισσες και τη σημασία τους έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε πολύ ενδιαφέρουσες εκδόσεις για το έντομο αυτό, άλλες περισσότερο πληροφοριακές-εγκυκλοπαιδικές, άλλες περισσότερο λογοτεχνικές. Αυτό που μας τραβάει το ενδιαφέρον άλλωστε στις μέλισσες δεν είναι μόνο η προσφορά τους στη συνέχιση της ζωής, αλλά και η οργάνωση της κοινωνίας τους –η οποία δείχνει μια ξεκάθαρη ιεραρχία, κάθε έντομο ξέρει το έργο που οφείλει να επιτελέσει και τον σκοπό της ύπαρξής του. Τι συμβαίνει όμως όταν έρθει ο χειμώνας και οι μέλισσες κρυφτούν στη φωλιά τους; Έχουν αρκετή τροφή για να αντέξουν το κρύο και τις σκοτεινές ημέρες μέχρι να ξανάρθει η Άνοιξη; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Η πριγκίπισσα Αθηνά μεγάλωσε. Και θέλει να αποκτήσει ένα άλογο. Εντάξει, αυτό δεν μας εκπλήσσει γιατί όλο κάτι περίεργα της συμβαίνουν και πάντα μπλέκει σε περιπέτειες με τον παπαγάλο της τον Παρρότο και τον εφευρέτη Κούριο που πάντα τη βοηθάει. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί οι γονείς της ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα είναι λίγο… αλλού. Έχουν άλλες προτεραιότητες, βασιλικές –και αν περνούσε από το χέρι τους και η ίδια η Αθηνά θα είχε τις ίδιες προτεραιότητες. Εκείνη όμως δεν μπορεί να τους κάνει το χατίρι. Έτσι αναρωτιέται καταρχήν τι οφείλει να κάνει καθημερινά ως πριγκίπισσα (βιβλίο 1ο), ενώ αργότερα αγχώνεται για την εξωτερική της εμφάνιση (βιβλίο 2ο), αρνείται να μπει στον στερεοτυπικό ρόλο της πριγκίπισσας που οφείλει να περιμένει τον πρίγκιπα (βιβλίο 3ο), αλλά και μαθαίνει να μοιράζεται (βιβλίο 4ο). Τώρα πια πρέπει να μάθει πως μπορεί να αποκτά αυτά που θέλει χωρίς την μαγική βοήθεια του ραβδιού της, αλλά με τις δικές της δυνάμεις και ικανότητες.
Ναι… Η πριγκίπισσα Αθηνά μεγάλωσε. Τώρα λοιπόν, μπορούμε να της κάνουμε κάποιες ερωτήσεις –τις οποίες φυσικά τις έχουν δει η μαμά της και ο μπαμπάς της, που μας έδωσαν την άδεια να μιλήσουμε. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ένας έρωτας πριν από περίπου 600 χρόνια. Ένας απαγορευμένος έρωτας, αφού διαπερνάει τις τάξεις, τις εθνικότητες και τις θρησκείες. Ένας έρωτας εφηβικός, που θα μπορούσε να μας θυμίσει σε ένταση τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Και που μας ταξιδεύει στο μακρινό 1453, την χρονιά που η αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη.
Πώς μπορούσες να φτάσεις πριν 600 χρόνια με ασφάλεια από τον έναν τόπο στον άλλο, πρόσφυγας, ορφανός και έχοντας χάσει ότι είχες πολυτιμότερο στη ζωή –την οικογένειά σου και τον τόπο σου; Η Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου γράφει ένα αφήγημα για εφήβους και νέους, το οποίο μας ταξιδεύει στην τελευταία σελίδα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσα από τα μάτια της δεκαοχτάχρονης Ιζαμπώς, σε ένα συνεχές πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν. Η αφήγηση συμβαίνει στο εδώ και τώρα της προσφυγιάς. Η μεταμφιεσμένη σε αγόρι Ιζαμπώ και η Ελισώ βρίσκονται στον προσφυγικό καταυλισμό της Βενετίας. Εκεί ένας νέος άντρας ψάχνει, ενώ οι μπράβοι ενός τοκογλύφου τον παρακολουθούν. Η αφήγηση έχει πολλαπλά επίπεδα: την αναδρομή στο παρελθόν, τις ημέρες της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, τον φόβο και την πείνα, την σφαγή των αγαπημένων προσώπων. Από εκεί περνάει στο εδώ και τώρα της Ιζαμπώς, η οποία ψάχνει την αδερφή του πατέρα της, ενώ παράλληλα ο Τραϊανός αναζητά εκείνην και καταδιώκεται από τον τοκογλύφο που θέλει να βρει τρόπο να τον εκμεταλλευτεί. της Μαρίας Σούμπερτ Ο Ιούνιος είναι ένας σημαντικός μήνας μνήμης για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στις 22 Ιουνίου 1941 η Γερμανία εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση, ενώ στις 28 Ιουνίου 1942 εξαπολύουν νέα επίθεση στο Στάλινγκραντ. Τρία χρόνια μετά, στις στις 6 Ιουνίου 1944 εισβάλλουν οι συμμαχικές δυνάμεις στην Νορμανδία, στις 10 Ιουνίου λαμβάνει χώρα η σφαγή του Διστόμου και στις 22 Ιουνίου οι Σοβιετικοί εισβάλλουν στην ανατολική Λευκορωσία.
Αυτόν τον Ιούνιο τώρα, κοντά ογδόντα χρόνια μετά, ο Michael Gruenbaum –επιζήσας του Ολοκαυτώματος- καταγράφει λογοτεχνικά τις αναμνήσεις του με την συνδρομή του Todd Hasak-Lowy, για να μην χαθεί η ιστορική μνήμη, για να μην επαναληφθούν όσα συνέβησαν τότε. Το βιβλίο του «Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) περιγράφει τα ανέμελα παιδικά χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, την εισβολή των Ναζί, την δολοφονία του πατέρα, αλλά και τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τεζερίν, όπου μαζί με σαράντα ακόμα αγόρια έζησε στο ίδιο δωμάτιο περιμένοντας καθημερινά την είδηση πως θα μεταφερθούν στους θαλάμους αερίου του Άουσβιτς. Και αυτόν τον Ιούνιο, που πλέον έχει γίνει ο ίδιος 90 χρονών, συνομιλήσαμε μαζί του και τον ρωτήσαμε πώς άντεξε, αλλά και πώς συνέχισε αργότερα τη ζωή του. της Μαρίας Σούμπερτ Η Χαρά δεν τα πάει καλά στο σχολείο.
Η Χαρά μπορεί να μείνει στα μαθηματικά. Η Χαρά δεν μπορεί να συγκεντρωθεί με τον δάσκαλο στο σπίτι. Η Χαρά πάει σε ψυχολόγο. Η μαμά δίπλα της με ένα βλέμμα μόνιμης απορίας, ενοχής και απολογίας. Μέχρι που η Χαρά ανακαλύπτει τη μουσική και το χορό. Και τότε όλα θα αλλάξουν. Γιατί ότι δεν μπορούσε να το κάνει καθισμένη σε μια καρέκλα, τώρα το κάνει χορεύοντας. Και περνάει και το τεστ στα μαθηματικά. Ο Ισπανός συγγραφέας, γραφίστας και εικονογράφος Luciano Lozano γράφει και εικονογραφεί την ιστορία της μικρής Χαράς και φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη κάθε παιδί να μπορεί να εκφραστεί με τον δικό του τρόπο, να ανακαλύπτει τρόπους που το βοηθούν να συγκεντρώνεται και να μαθαίνει, αλλά και τη σημασία του να υπάρχει ένα βοηθητικό και υποστηρικτικό πλαίσιο γύρω του που θα το στηρίξει σε όλη αυτή την προσπάθεια. Γιατί όπως γράφει: «Η Χαρά πίστευε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα, αλλά όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν το αντίθετο. Έτσι κι εκείνη ένιωθε μπερδεμένη και λυπημένη». της Μαρίας Σούμπερτ Σύμφωνα με τον Carl Jung (1988:131) ο γέροντας εμφανίζεται πάντα όταν ο ήρωας βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση από την οποία μπορεί να σωθεί μόνο με μια βαθιά αντίληψη του προβλήματος ή με μια τυχερή ιδέα –με άλλα λόγια με μια πνευματική λειτουργία ή κάποιον ψυχικό αυτοματισμό. Ο γέρος λοιπόν εμφανίζεται σαν βοηθός του ήρωα. Ο γέρος θα βοηθήσει τον μικρό Χάρη, τον ήρωα του Αιμίλιου Σολωμού, να ξεπεράσει το τραύμα της απώλειας και να ελπίσει ξανά –άλλωστε από αυτό πάσχει ο μικρός μας ήρωας, από έλλειψη ελπίδας.
Η απουσία επομένως μιας πατρικής μορφής, η απουσία ενός πατρικού προτύπου, θα αντικατασταθεί στο πρόσωπο του γέροντα, ο οποίος θα λειτουργήσει για τον μικρό Χάρη ευεργετικά. Και τότε ο μικρός θα είναι έτοιμος να δεχτεί και την πραγματικότητα: γιατί ενώ όλοι θα ήμασταν σίγουροι στο δικό μας δυστοπικό παρόν πως αυτός ο πατέρας δεν θα μπορούσε να επιστρέψει, στο παρόν των παιδιών τίποτα δεν μπορεί να πηγαίνει στραβά για πάντα, και έτσι ο πατέρας θα επιστρέψει. Αρκεί να υπάρχει ελπίδα. Για το βιβλίο του «Το ποτάμι» μας μιλάει και ο συγγραφέας του Αιμίλιος Σολωμού, αλλά και για το πώς ξεκίνησε να γράφει, τον αδερφό του, τον πατέρα του και τον γιο του. της Μαρίας Σούμπερτ Είναι γάτος και είναι πορτοκαλής. Κατοικοεδρεύει στο Παγκράτι και δύο φορές την εβδομάδα περίπου κοντοστέκομαι στη βιτρίνα του. Μου αρέσει η κουκλοθεατρική σκηνή που γίνεται καναπεδάκι για ανάγνωση. Μου αρέσει το χρώμα και η ατμόσφαιρα αυτού του γάτου. Κυρίως όμως μου αρέσει που αυτός ο γάτος είναι αφιερωμένος στα παιδιά. Αποκλειστικά. Για τον γάτο αυτό, το παιδικό βιβλίο δεν είναι μια προέκταση της εμπορικής δραστηριότητας, είναι τρόπος σχέσης, επικοινωνίας, μάθησης, ανάπτυξης, παιχνιδιού.
Και παρ’ ότι όπως ξέρετε σίγουρα πια οι γάτες και εγώ δεν τα πάμε καλά, ρώτησα τις «μαμάδες» του, την Γόνη, την Μιμή και τη Σοφία να μου μιλήσουν για το τι ενέπνευσε αυτό το γάτο, αλλά και τι κάνει τώρα, αυτές τις δύσκολες και περίεργες μέρες που δεν επιτρέπεται ούτε στους μεγάλους, αλλά ούτε και στα παιδιά να αγκαλιάζονται, να αγγίζονται και να χορεύουν μαζί. της Μαρίας Σούμπερτ Γνώρισα τον Δημήτρη Προύσαλη πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμα δούλευα σε μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων στο τμήμα εκδηλώσεων και εκείνος ερχόταν να πιει τον καφέ του, να οργανώσει παρουσιάσεις, αλλά και να παρουσιάσει βιβλία που ασχολούνται με τα λαϊκά παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο.
Έχω διαβάσει αρκετές φορές την συλλογή παραμυθιών του «Παραμύθια του Κάτω Κόσμου» και ορισμένα από αυτά τα έχω δουλέψει και στη δραματοθεραπεία. Θέλησα λοιπόν να μιλήσω μαζί του και πάλι, μετά από όλα αυτά τα χρόνια και να τον ρωτήσω πώς ξεκίνησε να ασχολείται με τα παραμύθια, τι τον εμπνέει, τι σχεδιάζει για το μέλλον. της Μαρίας Σούμπερτ Η πανδημία περνάει από πάνω μας σαν σύννεφο γεμάτο βροχή. Τι φέρνει και τι παίρνει μαζί της; Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να το σκεφτούμε σε συμβολικό επίπεδο. Γιατί ενώ τώρα πρέπει να θρηνήσουμε τις απώλειές μας και τις απουσίες μας, πρέπει ταυτόχρονα να να συνηθίσουμε σε έναν νέο τρόπο σκέψης και λειτουργίας, όπου καμία ίωση δεν θα είναι ξανά τόσο «αθώα» και «απλή», κανένα μπούκωμα και κανένα φτάρνισμα δεν θα περνάει απαρατήρητο, κανέναν δεν θα θελήσουμε να ακουμπάμε στο δρόμο ή στο μετρό –και όχι απλά για να μην χάσουμε το πορτοφόλι ή το κινητό μας.
Έτσι και με τη βροχή του Marco Scalcione. Έπεφτε και προκαλούσε ζημιές. Όχι επειδή έπεφτε, αλλά επειδή δεν σταματούσε. «Όμως η βροχή συνεχιζόταν κι αυτό ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα». Μέχρι που ο αφηγητής της ιστορίας ανεβαίνει στο βουνό και εκεί βρίσκει το σύννεφο που κοιμόταν. Τότε θα το ξυπνήσει και μαζί θα πάνε να ποτίσουν τις περιοχές που έχουν ξηρασία, που μαστίζονται από πυρκαγιές και πείνα, που χρειάζονται το θεραπευτικό πέρασμα του νερού. Και όταν πια επιστρέψουν, όταν χωρίσουν αφηγητής και σύννεφο, θα ανακαλύψουμε πως η πικροδάφνη που δεν μπορούσε να ανθίσει από την πολύ βροχή τώρα είναι ολάνθιστη. Και το σύννεφο; Εκείνο ταξιδεύει ακόμα. Μόνο που σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, ένα άλλο σύννεφο κοιμάται πάνω από μια μικρή πολιτεία και περιμένει εκείνον που θα το ξυπνήσει και θα το ταξιδέψει στον κόσμο. Το ποιητικό και ονειρικό παραμύθι του Marco Scalcione ταξιδεύει τον αναγνώστη μέσα από την λιτή αλλά γεμάτη του εικονογράφηση, μαζί με το σύννεφο και τη βροχή, και του γνωρίζει τον κόσμο που έχει ανάγκη, που περιμένει το νερό για να ξεδιψάσει. Και καθησυχάζει το μικρό παιδί πως κάθε καταιγίδα μπορεί να περάσει και πως οι πικροδάφνες θα ανθίσουν ξανά. Ότι χρειαζόμαστε δηλαδή τώρα… της Μαρίας Σούμπερτ Η τέχνη είναι ίσως από τα σημαντικότερα εφόδια με τα οποία μπορεί να θωρακίσει την αισθητική, την λογική και το συναίσθημά του ένα παιδί. Η μουσική, η ζωγραφική, η λογοτεχνία, ο χορός και το θέατρο –για να αναφερθώ στις κλασικές μόνο τέχνες- αποτελούν μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και έκφρασης. Και το σημαντικό δεν είναι μόνο τα παιδιά να δημιουργούν ζωγραφίζοντας, ακούγοντας παραμύθια και παίζοντας αυτοσχεδιαστικά μουσικά όργανα, αλλά και να γνωρίσουν τα μεγάλα έργα τέχνης, να τα νιώσουν οικεία και προσιτά.
Τα δύο νέα βιβλία της Νίκης Κάντζου λειτουργούν ακριβώς με αυτό το σκοπό, όταν η αφήγηση συνδυάζεται με την εικονογράφηση και μαζί συνομιλούν με κλασικούς πίνακες στο βιβλίο «Ζωγραφική... όλα ξεκινούν με μια τελεία». Η Μυρτώ, η μικρή ηρωίδα, θα ξεκινήσει εμπνευσμένη από μια τελεία να ζωγραφίζει και έτσι θα γνωρίσει σημαντικά ρεύματα που επηρέασαν την πορεία της εικαστικής τέχνης, αλλά και θα κληθεί να παρουσιάσει την δική της έκθεση ζωγραφικής. Στο βιβλίο «Στραντ... ένα βιολί για βαλς και ορχήστρα», ο μικρός ήρωας θα περάσει πάλι μέσα από μια συνομιλία όχι μόνο με πίνακες ζωγραφικής, αλλά και τους μεγάλους μουσουργούς, τους οποίους η συγγραφέας μαζί με την Φυλλιώ Νικολούδη συστήνει στο παιδικό κοινό. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα πιο εμπνευσμένο από το να φανταστείς πως παίζεις και χορεύεις το Δεύτερο Βαλς του Σοστακόβιτς. Η εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια συνομιλεί παιχνιδιάρικα με τα κλασικά έργα τέχνης, με έναν τρόπο εύθυμο και πολύχρωμο, δείχνοντας μας ίσως πως βλέπει και ένα παιδί αυτά τα έργα. Άλλωστε στο τέλος των βιβλίων προτείνονται ορισμένα διασκεδαστικά παιχνίδια γνώσης, ώστε τα παιδιά να μάθουν περισσότερα για την τέχνη των εικαστικών και της μουσικής. Περισσότερα όμως για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με την συγγραφή, αλλά και τις σκέψεις γύρω από τα νέα της βιβλία θα μας πει η ίδια η συγγραφέας τους. της Μαρίας Σούμπερτ Από τις εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφόρησε στα ελληνικά το δεύτερο βιβλίο του Κανισάλες, του Λατινοαμερικάνου συγγραφέα και εικονογράφου που γνωρίσαμε με την «Μεγάλη» στο τελευταίο τετράμηνο του 2019. Και αν η Πέτρα, η ηρωίδα της «Μεγάλης» ήταν εκείνο το μικρό πλασματάκι που κανείς δεν πίστεψε πως θα μπορέσει ποτέ να γίνει μεγάλη, ο «Παράξενος» είναι αυτός που θα κάνει τα πάντα για να φαίνεται «κανονικός» και «φυσιολογικός» -αν και αυτό φαίνεται πως δεν θα τον βοηθήσει ούτε να βρει δουλειά, ούτε να γίνει ευτυχισμένος. Γιατί κατά πώς φαίνεται, κάτω από το καπέλο του ο «Παράξενος» κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που μόλις το αποκαλύψει, θα απελευθερωθεί και θα ανακαλύψει την ευτυχία.
Ο Χάρολντ Χιμένες Κανισάλες γεννήθηκε και σπούδασε στην Κολομβία και το 1999 πήρε υποτροφία από την Ισπανική Εταιρεία Ιβηροαμερικανικής Συνεργασίας για να σπουδάσει animation στο Πανεπιστήμιο Βαλεαρίδων Νήσων. Από τότε ζει στη Μαγιόρκα, όπου γράφει και εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Με αφορμή τον «Παράξενο», αλλά και με αγάπη για την «Μεγάλη», θελήσαμε να τον γνωρίσουμε και να του κάνουμε κάποιες ερωτήσεις. της Μαρίας Σούμπερτ Τους τελευταίους μήνες η ελληνική κοινή γνώμη σοκαρίστηκε από περιστατικά απόσυρσης που είχαν παρατηρηθεί στα προσφυγικά camps. Και το «σοκαρίστηκε» το λέω αρκετά ειρωνικά, αφού θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Όταν παιδιά –και όχι μόνο τα ασυνόδευτα- έχουν βιώσει το τραύμα του πολέμου, της βίαιης μετακίνησης, του ξεριζωμού και φτάνουν εν τέλει σε έναν τόπο που αντί για ασφάλεια προσφέρει μόνο την ένταξη στη ζώνη του λυκόφωτος –μια ζωή που δεν είναι ζωή, χωρίς στόχο, χωρίς όνειρα και χωρίς ελπίδα- πώς μπορούμε να περιμένουμε πως θα αντέξουν; Και τι να αντέξουν; Να αντέξουν για ποιον;
Τώρα μάλιστα που η στασιμότητα των camps έρχεται να συνδυαστεί με τον τρόμο της πανδημίας, αλλά φυσικά και την απουσία οποιασδήποτε μέριμνας για τους ανθρώπους που ζουν στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Θεωρούμε –και πολύ καλά κάνουμε- τα παιδιά ιδιαίτερα ανθεκτικά. Και είναι. Αρκεί να υπάρχει πάντα η ελπίδα –κάτι να τρυπάει τον μαύρο ουρανό. Γιατί αν τους το πάρεις και αυτό, τότε δεν έχουν να προσμένουν σε τίποτα. Σαν τον Κιλόμπο που φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει τίποτα. Όσο κι αν προσπαθεί να τον κινητοποιήσει η αφηγήτρια της ιστορίας –η συγγραφέας;- ο Κιλόμπο δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Δεν φαίνεται να μπορεί να πάρει χαρά και ικανοποίηση, δεν φαίνεται να μπορεί να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Και έχει άδικο; Είναι ελέφαντας ανάμεσα σε ανθρώπους. Που όσο και να τον αγαπάνε, μιλάνε μια άλλη γλώσσα και δεν ξέρουν τις συνήθειες των ελεφάντων –ή θα χρειαστούν καιρό για να τις μάθουν. Ο Κιλόμπο λοιπόν θα πάρει ως οδηγία από το γιατρό να κάνει ένα άθλημα για να κινητοποιηθεί. Κι άλλο ένα «πρέπει» σε μια καθημερινότητα τόσο περίεργη και ανοίκεια. Μέχρι που θα βρεθεί στην παιδική χαρά. Ανάμεσα σε άλλα παιδιά. Και εκεί θα βρει ξανά την όρεξή του για ζωή. Γιατί ο Κιλόμπο και ο κάθε Κιλόμπο, απ’ όπου κι αν έρχεται, όποια και αν είναι η καταγωγή του και η ιστορία του, χρειάζεται πάνω απ’ όλα το Παιχνίδι για να μπορέσει να ζήσει. Και αυτό μπορούν να το προσφέρουν τα υπόλοιπα παιδιά απλόχερα. Αυτά σκεφτόμουν και αποφάσισα, με την άδεια φυσικά της «μαμάς» του, Δάφνης Βλουμίδη, να του κάνω κάποιες ερωτήσεις. της Μαρίας Σούμπερτ Ποια είναι η εικόνα των μαθησιακών δυσκολιών και από ποια ηλικία αρχίζουν τα φαινόμενα να καταδεικνύουν πως υπάρχει κάποια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί; Πώς αντιδρούν οι γονείς και πως οι εκπαιδευτικοί; Και τι σημαίνει να είσαι παιδί με μαθησιακές δυσκολίες;
Συζητώντας με εκπαιδευτικούς, ακούμε συχνά πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που συχνά αντιμετωπίζουν είναι οι γονείς που δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως το παιδί τους έχει κάποιο πρόβλημα. Συζώντας με γονείς ακούω πως οι εκπαιδευτικοί αδιαφορούν για τις ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού και θέλουν να επιβάλουν έναν μέσο όρο. Τα παιδιά δυστυχώς σπανίως τα ακούει κανείς, περιμένουμε απλώς να επιβιώσουν τα δώδεκα (τουλάχιστον) χρόνια της εκπαίδευσης μέχρι να ενηλικιωθούν. Άλλωστε, κάπως έτσι δεν αντέξαμε κι εμείς; Τα πράγματα όμως φαίνεται να αλλάζουν. Σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, σήμερα πια όλο και περισσότερα παιδιά διαγιγνώσκονται με μαθησιακές δυσκολίες –σταματούν δηλαδή, ή θα έπρεπε να σταματήσουν να φέρουν το στίγμα του τεμπέλη, αδιάφορου και απρόσεκτου μαθητή. Από την άλλη αναρωτιέμαι αν σήμερα υπάρχει ακόμα χώρος στην εκπαίδευση για τον προσωπικό χρόνο κάθε παιδιού που ωριμάζει και αφομοιώνει με διαφορετικό τρόπο πριν του παραδοθεί η ταμπέλα μιας μαθησιακής δυσκολίας. Και μέσα σε όλο αυτό τον συναισθηματικό και γνωσιακό κυκεώνα, βρίσκονται οι γονείς που δυσκολεύονται πάρα πολύ να διαχωρίσουν μέσα τους την εικόνα του ιδανικού παιδιού που έφεραν πριν καν γεννηθεί το παιδί τους, από την εικόνα που το παιδί έχει, αλλά και από την εικόνα που θα μπορούσε να αποκτήσει εάν του δινόταν η ευκαιρία, η κατάλληλη διδασκαλία και ψυχοσυναισθηματική υποστήριξη. Ο Νίκος Τομαράς, δάσκαλος και εξειδικευμένος στην Ειδική Αγωγή, γράφει στην 7η αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του «Μαθησιακές δυσκολίες ή σύμπτωμα: Από τις ισότιμες ευκαιρίες στην εκπαίδευση σε μια συμπεριληπτική κοινωνία» (εκδόσεις Πατάκη), πως οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι εκπαιδευτικοί σήμερα γνωρίζουν όχι μόνο τι είναι οι μαθησιακές δυσκολίες, αλλά και πως χρειάζονται έναν ειδικό χειρισμό ώστε να μην αποκλείσουν τους μαθητές εκείνους από την ομαδική δραστηριότητα και να τους περιθωριοποιήσουν. Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο του Νίκου Τομαρά μας προέκυψαν κάποιες ερωτήσεις, τις οποίες θέσαμε στον συγγραφέα. της Μαρίας Σούμπερτ Ένα κορίτσι μεγαλώνει στα Τρίκαλα όταν ξεσπάει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και εντάσσει την Ελλάδα στις χώρες που θα δεινοπαθήσουν από το μίσος και τον παραλογισμό του φασισμού, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες θα διχαστούν ανάμεσα σε αυτούς που θα ανέβουν στο βουνό και εκείνους που θα χαιρετίσουν φασιστικά τα ιταλικά και γερμανικά καμιόνια όπως θα περνάνε το δρόμο.
Όταν μάλιστα το κορίτσι αυτό είναι Εβραία, οι δυσκολίες είναι περισσότερες. Ίσως όχι από την αρχή. Στην πορεία όμως θα γίνουν. Θα χρειαστεί να κρυφτούν. Να τρέξουν. Θα χωριστούν από τους οικείους και αγαπημένους. Η Ρεβέκκα θα βρεθεί κρυμμένη σε έναν νερόμυλο, όταν θα έχουν πιάσει τον μικρό της αδερφό και τη μητέρα της οι Γερμανοί και θα τους έχουν φορτώσει στο αυτοκίνητο με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Μαμά, θέλω κι εγώ να έρθω εκδρομή με το αυτοκίνητο», φωνάζει ο μικρός Οβαδίας που παραλίγο να είχε σωθεί, και οι Γερμανοί τον ξαναπιάνουν. Είναι ίσως η πιο συγκλονιστική φράση του μυθιστορήματος της Μαρούλας Κλιάδα «Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα», γιατί σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται η αδυναμία του παιδιού να συλλάβει τον παραλογισμό του φασισμού. Γιατί θα έπρεπε να είναι κακή μια βόλτα με αυτοκίνητο; της Μαρίας Σούμπερτ Για όποιον θεωρεί την εφηβεία μια εύκολη και χαρούμενη περίοδο, θα πρέπει να του θυμίσω όλες εκείνες τις στιγμές που αναρωτήθηκε αν αυτά που του συμβαίνουν είναι φυσιολογικά. Όλες εκείνες οι σωματικές, ορμονικές άρα και συναισθηματικές αλλαγές που τον έκαναν να νιώθει σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων που έπρεπε να φάει κάτι και να πιει κάτι για να μικραίνει και να μεγαλώνει ταυτόχρονα.
Η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος. Τόσο δύσκολη που ενστικτωδώς ο άνθρωπος θεώρησε πως χρειάζεται μια ειδική διαδικασία για να περάσει κάποιος ομαλά από αυτήν. Ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες οι ανθρωπολόγοι και εθνολόγοι παρατήρησαν πως η εφηβεία οφείλει να συνοδευτεί από τελετές μετάβασης που θα βοηθούσαν το παιδί να βιώσει με πιο ομαλό τρόπο τις αλλαγές αυτές της περιόδου, αλλά και να ενταχθεί στην κοινωνία των ενηλίκων. Φυσικά οι τελετές μετάβασης δεν ήταν ποτέ κάτι ήπιο, όμορφο και χαλαρό, ήταν διαδικασίες επικίνδυνες, βίαιες και τραυματικές, διαδικασίες απομόνωσης, συμβολικού θανάτου και αναγέννησης, από τις οποίες κανείς δεν ήταν σίγουρος πως θα επιβιώσει. Οι διαδικασίες αυτές έχουν ξεβάψει σήμερα και υπάρχουν μόνο στις αφηγήσεις των λαϊκών παραμυθιών, αλλά και στις ασυνείδητες εκείνες ριψοκίνδυνες επιλογές που σήμερα πια τις εξηγούμε με την ανάπτυξη και λειτουργία του εγκεφάλου των εφήβων. Για αυτούς τους έφηβους γράφει η Ευαγγελία Θεοδωρίδου από την μακρινή Σουηδία και συγκεκριμένα για τη Δάφνη, μια δεκαπεντάχρονη έφηβη που ανακαλύπτει ξαφνικά πως το καλοκαίρι θα μετακομίσουν στην Σουηδία. Θα πρέπει λοιπόν να αφήσει το σχολείο της, τους φίλους της, το αγόρι της και να προσαρμοστεί σε ένα τελείως νέο περιβάλλον όπου δε γνωρίζει τη γλώσσα. Οι σκέψεις της αναπτύσσονται βροχή, οι ερωτήσεις της πολλές, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες της ακόμα περισσότερες, παρ’ ότι η ίδια η καθημερινότητά της την καθησυχάζει πως θα τα καταφέρει, αφού έχει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, έστω και στην Αθήνα. της Μαρίας Σούμπερτ Είχα γνωρίσει κάποτε έναν σκύλο και μια γάτα που συγκατοικούσαν και είχαν συνάψει συμμορία. Στόχος τους ήταν η γάτα να διευκολύνει το σκύλο –που ήταν και πολύ λιχούδης- να φάει όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούσε. Αυτό σήμαινε πως η γάτα ανέβαινε στους πάγκους και του έριχνε το φαγητό που εκείνος δεν έφτανε. Ήταν ξεκαρδιστικοί.
Όπως και ο Αρσέν και η Φαντομά. Ένα σκύλος και μια γάτα. Ένας σκύλος παγκ και μια γάτα… –για τη γάτα ζητώ τη συγνώμη σας, δεν γνωρίζω από ράτσες, παρ’ ότι η συγκεκριμένη κυρία φαίνεται να είναι από τζάκι. Μαζί έχουν ανοίξει το «Γραφείο Ιδιωτικότατων Ερευνών» και ερευνούν μυστήρια που συμβαίνουν στη γειτονιά. Να, όπως η εμφάνιση ενός αδέσποτου σκύλου, τον οποίο η Φαντομά βρίσκει κούκλο και ο οποίος μαζί με άλλα αδέσποτα έχει συστήσει μια ροκ μπάντα και παίζουν στον σταθμό των τρένων. Εκεί τους την πέφτει η αντίπαλη μπάντα –περισσότερο της ραπ και τραπ κουλτούρας- και τα πράγματα θα είχαν γίνει πολύ δύσκολα, αν δεν τους έβγαζε όλους από τη δύσκολη θέση ο Αρσέν. Γιατί εκτός από σούπερ ντετέκτιβ, είναι και εξαιρετικός ράπερ. Ο Κυριάκος Αθανασιάδης και η Κίκα Τσιλιγγερίδου γράφουν το τρίτο βιβλίο των απίθανων ηρώων Αρσέν και Φαντομά, όπου το παράλογο προχωράει μαζί με το χιουμοριστικό και το αξιαγάπητο. Χτίζοντας μια κοινωνία πολύ ανθρώπινη παρ’ ότι αποτελείται από ζώα και μάλιστα ζώα της πόλης –κατοικίδια και μη- οι δύο συγγραφείς προσεγγίζουν τους πρωταγωνιστές τους, αλλά και όλους όσους συναντούν μέσα στην μέρα τους με μια διάθεση ανθρωποκεντρική. ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ &…ΠΡΟΣΩΠΑΚΙΑ! Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΠΕΡΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΈΜΗ ΣΙΝΗ & ΆΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ28/1/2020
της Μαρίας Σούμπερτ Πρέπει να ήμασταν δέκα χρονών περίπου, όταν με τη αδερφή μου και την φίλη μας, είχαμε φύγει ένα απόγευμα από το σπίτι για να παίξουμε στις αλάνες. Ήταν η δεκαετία του ’80 που πηγαινοερχόμασταν με τα πόδια στο σχολείο, που αν απομακρυνόμασταν ένα οικοδομικό τετράγωνο δε χαλούσε και ο κόσμος. Όσο για απαγωγή, ούτε λόγος.
Σήμερα, βέβαια, στην ίδια περιοχή, αν δεν έχεις κλείσει τα δεκαπέντε δεν κυκλοφορείς πια άνετα στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα τριπλασιάστηκαν και τρέχουν σαν τρελοί οι οδηγοί τους, ενώ κανείς δεν κάνει καλοπροαίρετες σκέψεις πια για εκείνο τον άγνωστο που βλέπει στην γωνία του δρόμου. Ίσως ούτε τότε, στα δικά μας παιδικά χρόνια, να έκανε κανείς καλοπροαίρετες σκέψεις, και απλώς να μην μας ένοιαζε εμάς ως παιδιά. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω με άλλο τρόπο το ότι ένα απόγευμα φτάσαμε μέχρι την εγκαταλειμμένη βίλα του Καμπά, πηδήξαμε το φράχτη –αφού η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη- της πάνω από εκατό χρόνια βίλας και μπήκαμε μέσα. Στο μεταξύ ένας γείτονας που μας είδε στο μπαλκόνι μας απείλησε με μια καραμπίνα να φύγουμε αλλιώς… Κάποια χρόνια μετά στις αποθήκες που βρίσκονται δίπλα στη βίλα ανακαλύφθηκε η δράση των σατανιστών της Κάντζας. Διαβάζοντας λοιπόν τη νέα περιπέτεια του μικρού Κοπέρνικου και της παρέας του στον Πύργο με τα Μυστικά, αυτόματα η σκέψη μου πήγε στα δικά μου παιδικά χρόνια και τις δικές μου εμπειρίες. Προσπάθησα να φανταστώ την χιονισμένη βίλα απομακρυσμένη από τον οικισμό, τα παιδιά να μπαίνουν μέσα για να εμποδίσουν τη συμμορία των Πιλάφηδων να αποκτήσει τον τυχερό καθρέφτη και εντελώς από τύχη όχι απλώς να βρίσκουν τον καθρέφτη, αλλά και να τη γλιτώνουν από τις κακοτοπιές. Ο Άγγελος Αγγέλου και η Έμη Σίνη γράφουν ένα βιβλίο για όλα τα παράτολμα που κάποτε κάναμε ως παιδιά, και που σήμερα τα περισσότερα παιδιά καλούνται να ζήσουν μέσα από τις ιστορίες, τις ταινίες, τα βιβλία και –δυστυχώς- τα βιντεοπαιχνίδια. Δεν θα σας πω αν καλώς κάναμε όταν ήμασταν μικρές αυτή την εξερεύνηση. Θα σας πω όμως πως επιβιώσαμε και πως έχουμε να το θυμόμαστε και να το αφηγούμαστε. Ίσως να ήταν προτιμότερο να το έχουμε διαβάσει. Σίγουρα όμως καλύτερα που το ζήσαμε μια φορά παρά να το παίζαμε σε βιντεοπαιχνίδι με τις ώρες. Γιατί στο βιντεοπαιχνίδι αγνοείς τον κίνδυνο πολύ περισσότερο, απ’ ότι στην πραγματική ζωή. Η απορία του τι πραγματικά σκεφτόμασταν τότε, με οδήγησε να ψάξω τον Κοπέρνικο και την παρέα του και να τους κάνω μερικές ερωτήσεις. της Μαρίας Σούμπερτ Ο J.C. Cooper (2007:136) γράφει πως «Τα ζώα βοηθοί προσφέρουν […] την ενστικτώδη γνώση, και αντίδραση που είναι τόσο αποτελεσματική σε στιγμές κρίσης, όταν η λογική δε φέρνει κανένα αποτέλεσμα ΄και η αντίδραση στα γεγονότα πρέπει να είναι άμεση». Και επεξηγώντας την ενστικτώδη γνώση γράφει πως αφορά μια «[…] άμεση ανταπόκριση στις δυνάμεις της φύσης, μια καλύτερη αυθόρμητη κατανόηση όσων ο άνθρωπος έχασε ή άφησε να ατροφήσουν, αλλά μπορούν να ξανακερδηθούν απ’ οποιονδήποτε είναι ικανός να αποκαταστήσει μια στενή σχέση με ένα ζώο ή πουλί».
Στο παραμύθι της Άννας Βερροιοπούλου, η σχέση ήρωα –ζώου αναπαρίσταται από τη σχέση της Λίλυ και της Λούσυ. Η Λίλυ είναι κορίτσι που περιγράφεται μοναχικό. Ζει στο πιο απομακρυσμένο σπίτι του πιο απομακρυσμένου χωριού. Στη μια πλευρά έχει τη θάλασσα και στην άλλη το «λιβαδάκι», την πλαγιά που κατρακυλάει ευτυχισμένη η Λίλυ μέσα στα λουλούδια. Μια άλλη Χάιντι ζωντανεύει στις σελίδες του βιβλίου της Άννας Βερροιοπούλου με την στιβαρή και παιχνιδιάρικη εικονογράφηση της Mariana Villanueva Segovia. Ενός κοριτσιού που μεγαλώνει χωρίς φίλους, που εύχεται να είχε έστω και έναν φίλο. Στην ευχή της απαντάει ένα γάβγισμα και η Λίλυ γνωρίζει τη Λούσυ, ένα λαγωνικό της οικογενείας των Weimaraner, των σκύλων της αυλής της Βαϊμάρης ήδη από το 17ο αιώνα. Οι δυο τους θα γίνουν γρήγορα αχώριστοι και μάλιστα θα σώσουν το μικρό τους χωριό όταν αυτό κινδυνεύσει να πλημμυρίσει. |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
November 2023
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος