γράφει η Μαρία Σούμπερτ Είναι καλό να έχουν τα παιδιά μυστικά; Και από ποιους; Από τους γονείς; Από τους φίλους; Από τα αδέρφια; Από τους παππούδες; Και είναι όλα τα μυστικά ίδια; Και –σταματώ εδώ με τις ρητορικές ερωτήσεις- πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη βαρύτητα ενός μυστικού από ένα άλλο;
Η Αργυρώ Μουντάκη γράφει ένα βιβλίο για παιδιά από έξι χρονών και πάνω, το οποίο πραγματεύεται με τρόπο παιγνιώδη τα δύσκολα και συχνά άβολα αυτά ερωτήματα. Σε μια εποχή που τα παιδιά «απειλούνται» από παντού –από το διαδίκτυο, από τους αγνώστους στις παιδικές χαρές, από άλλα παιδιά που ενδεχομένως τα εκφοβίζουν, ακόμα και από την πανδημία, πόσο ασφαλές είναι να κρατήσει ένα παιδί ένα μυστικό;
0 Comments
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ο Γιόχαν Χουιζίνγκα έγραφε (1938, 1989) πως η παιγνιώδης διάθεση, άρα και το Παιχνίδι, προϋπάρχει του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού το συναντάμε στα άγρια ζώα –τα οποία φυσικά δεν περίμεναν εμάς να αναπτύξουμε πολιτισμό, για να παίξουν. Τι είναι όμως η παιγνιώδης διάθεση; Είναι η ανάγκη εκείνη με την οποία επεξεργαζόμαστε όσα μας συμβαίνουν, όσα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, όσα δίνουν νόημα στις σχέσεις μας. Είναι η διάθεση εκείνη που προσθέτει την φαντασία, το χιούμορ, την περιέργεια και την επιθυμία μας να μαθαίνουμε, αλλά και εκείνη που θα μας δώσει την απαραίτητη απόσταση ώστε να διαπραγματευτούμε ζητήματα που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι είναι το STEAM (Science, Technology, Engineering, Arts, Mathematics); Και γιατί πρέπει να μαθαίνουμε για αυτό εκτός σχολείου; Γιατί δεν μπορεί να βρεθεί ο τρόπος να συνδυαστεί η εκπαίδευση με την επιστήμη, την τεχνολογία, τη μηχανική, την τέχνη και τα μαθηματικά; Ή γιατί τέλος πάντων πρέπει οι όποιες προσπάθειες να γίνονται τόσο… άνυδρα; Ή τέλος πάντων τόσο εγκεφαλικά; Και γιατί πρέπει να επαφίεται κανείς στην καλή θέληση, τη δημιουργικότητα και το προσωπικό ενδιαφέρον του δασκάλου και καθηγητή –και όχι σε ένα σύστημα που θα έχει ενσωματώσει τον πειραματισμό, την κριτική σκέψη, το σύστημα προσπάθεια-αποτυχία-επανάληψη στην καθημερινότητά του;
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Το σύγχρονο ελληνικό –αλλά και ευρωπαϊκό- σχολείο επικεντρώνεται πλέον αποκλειστικά στη γνώση και τη γνωσιακή διαδικασία. Όλα περιστρέφονται πλέον γύρω από τις ενότητες που απαντώνται στο STEM (Science, Techonology, Engineering, Mathematics) και μόνο πρόσφατα προστέθηκε και η Τέχνη (Arts) μετονομάζοντάς το σε STEAM –παρ’ ότι ακόμα δεν έχει γίνει αποδεκτή η αλλαγή αυτή.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Αν το Σύμπαν μιλάει τη δική του γλώσσα, εγώ δεν την καταλαβαίνω. Λυπάμαι. Ως παιδί έμαθα γερμανικά και αγγλικά, ως μετέφηβη αποπειράθηκα να μάθω ισπανικά. Τη γλώσσα του Σύμπαντος δεν την έμαθα ποτέ. Και αυτό δεν είναι περίεργο, αφού για να την μάθω θα έπρεπε να καταλαβαίνω τα μαθηματικά. Αυτά τα καταραμένα νούμερα που έπρεπε να προσθέτω σε περίπλοκες εξισώσεις και να αφαιρώ, να διαιρώ πράξεις δύο και τριών σειρών ή να καταλαβαίνω τη λειτουργία των σχημάτων, των παραβολών και ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Όχι. Τη γλώσσα των Μαθηματικών δεν μπορώ να την μάθω, γιατί μάλλον δεν λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση ο εγκέφαλός μου. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ο Κανισάλες είναι φαινόμενο. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τα βιβλία του ξέφυγαν από τα όρια της ισπανικής γλώσσας και κυκλοφορούν πια σε πολλές χώρες. Τι τα κάνει όμως τόσο ξεχωριστά; Μετά τη Μεγάλη και τον Παράξενο, ο Κολομβιανός δημιουργός που ζει στη Μαγιόρκα, συνεχίζει τον δικό του δρόμο για την αποδοχή της διαφορετικότητας.
Αντίθετα όμως από τη Μεγάλη που υποτιμάται για το μέγεθός της ή τον Παράξενο που πρέπει να κρύψει αυτό που εκείνος πιστεύει πως τον διαφοροποιεί, η Όμορφη καταρχάς δεν έχει κανένα πρόβλημα η ίδια με την εμφάνισή της. Άλλωστε είναι Μάγισσα. Άρα είναι έτσι όπως πρέπει να είναι οι μάγισσες. Με τεράστια μύτη και κρεατοελιά, μυτερό πηγούνι, γουρλωτά μάτια, μαλλιά σαν βούρτσα. Όταν λοιπόν το Τέρας την καλέσει σε ραντεβού, εκείνη θα ενθουσιαστεί. Στο δρόμο όμως, όλοι όσοι συναντάει την προτρέπουν να κάνει και μια αλλαγή με το μαγικό της ραβδί για να γίνει πιο όμορφη. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πώς γεννιέται ένα κλασικό βιβλίο; Ποια δύναμη μέσα στο συγγραφέα μπορεί να γεννήσει αυτό το δημιούργημα που θα ανταποκριθεί όχι μόνο στις ανάγκες της εποχής του, αλλά και στις ανάγκες των επόμενων γενεών; Πόση ανάγκη έχει ένας άνθρωπος την ώρα που ζει τη φρίκη του πολέμου να «δραπετεύει» με τη φαντασία του και να προστατεύει με αυτό τον τρόπο και τους παραλήπτες της αλληλογραφίας του; Και πόσο τρυφερή αυτή η κίνηση, όταν η αλληλογραφία απευθύνεται στα παιδιά του;
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι διαχωρίζει την καταθλιπτική διάθεση του πένθους από την κατάθλιψη και πώς σχετίζονται οι δύο αυτές έννοιες με το πένθος;
Ο Νίκος Σιδέρης και ο Αιμιλιανός Σιδέρης γράφουν ένα δοκίμιο για το πένθος, την απώλεια και την κατάθλιψη διερευνώντας καταρχήν τις διαφορές ανάμεσα στο πένθος και την κατάθλιψη, διαφορές που αφορούν καταρχήν την θέση μας –με τον πενθούντα να στέκεται αγέρωχος μέσα στη θλίψη του, ενώ ο καταθλιπτικός αδυνατεί να πιστέψει στον εαυτό του και την αξία του-, αλλά και την ίδια την διαδικασία που μερικές φορές ξεστρατίζει· φαίνεται η κατάθλιψη να προέχεται αρκετά συχνά –όταν δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι ψυχική υγείας- από πένθη που δεν τους έχει επιτραπεί να εξυφανθούν, να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν, να μας οδηγήσουν μέσα από τη θλίψη και τον πόνο στον αποχαιρετισμό. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Μην με κοιτάτε περίεργα, σοβαρά το λέω. Όταν μεγαλώσω θα γίνω σαν αυτό το μικρό κορίτσι, που κάνει συνέχεια στροφές γύρω από τον εαυτό του και κατακόρυφους, που μοιάζει στη συμπεριφορά λιγάκι με την Πίπη τη Φακιδομύτη –ίσως είμαι επηρεασμένη από τα λοξά κοτσίδια στο εξώφυλλο του βιβλίου-, που την λέει στον χρυσοπληρωμένο ποδοσφαιριστή της Μπουντεσλίγκα. Που αποφασίζει να κάνει είκοσι διαδρομές στην πισίνα –και τα καταφέρνει.
Δεν θα μου είναι πολύ εύκολο. Τότε ίσως γίνω ο Ρόμπι, ο μικρός της αδερφός που δεν μιλάει καθόλου, αλλά παρατηρεί τα πάντα, μιλάει όποτε θέλει και τους εκπλήσσει όλους κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του και λέει κάτι όμορφα, περίεργα, ποιητικά και τόσο μα τόσο σωστά πράγματα. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Μία νέα σειρά βιβλίων εγκαινιάζουν οι εκδόσεις Διάπλαση για παιδιά τριών έως έξι ετών, με μαλακό εξώφυλλο και μικρό σχήμα. Προσαρμόζοντας το βιβλίο στο μέγεθος του παιδιού, η σειρά «Πολύχρωμα Μπαλόνια» θα φέρει δώσει στα παιδιά την δυνατότητα να ξεφυλλίσουν τα βιβλία τους, να τα μεταφέρουν πολύ πιο εύκολα, αλλά και να τα επιλέξουν –αφού τα μικρό τους μέγεθος έχει ελάχιστο βάρος. Αυτό τουλάχιστον σκέφτομαι εγώ, κρατώντας στα χέρια μου τους δύο πρώτους τίτλους της σειράς «Ο κύριος Τακατούκας» της Χρυσάνθης Πετρωτού και «Η πολιτεία των παιδιών» της Ευαγγελίας Γκέλη.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που συναντά κανείς δουλεύοντας ψυχοθεραπευτικά με ενήλικες είναι η δυσκολία τους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους –καταρχάς είναι η δυσκολία να συνδέσουν το συναίσθημα που ονοματίζουν με αυτό που πραγματικά νιώθουν εκείνη την ώρα, αλλά και την αντίδρασή τους σε αυτό. Συχνά επομένως συναντάμε ενήλικες που δηλώνουν θυμωμένοι όταν είναι φοβισμένοι, χαρούμενοι ενώ βρίσκονται σε βαθιά κατάθλιψη, φοβισμένοι όταν νιώθουν ευτυχισμένοι. Αυτό φυσικά ξεκινάει ήδη από τα παιδικά χρόνια, από τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν το συναίσθημα στην πατρική τους οικογένεια, από το κατά πόσο το συναίσθημα κυκλοφορούσε ή «κολλούσε» σε κάποια σχέση, από το αν επιτρεπόταν να νιώσει κανείς ένα συγκεκριμένο συναίσθημα.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τον αγαπώ. Αυτό τον πιτσιρικά τον αγαπώ. Για το ζωγραφισμένο μουστάκι του. Για τις ιδέες του. Μην με παρεξηγείτε. Αν ήμουν η μαμά του, μάλλον θα κατέληγα με λεξοτανίλ και νοσηλεία. Αλλά από απόσταση τον αγαπώ. Αν και για να είμαστε ειλικρινείς…Ποια απόσταση; Η δική της ντουλάπα είναι ζωγραφισμένη, κάτω από τον πίνακα στο σαλόνι αχνοφέγγει ακόμα η κηρομπογιά στον τοίχο, το στιλό από το διάδρομο δεν έφυγε ποτέ, ούτε το παιδικό μανό από τα σεντόνια και τις κουρτίνες. Εντάξει, τους αγαπώ και τους δύο. Και σχεδόν λυπάμαι που η φάση αυτή θα περάσει, που οι καταστροφές θα μειωθούν, που η δημιουργικότητα θα περιοριστεί σε γνωσιακού τύπου επιλογές. Που δεν θα είναι τόσο ενδιαφέρον να χύσει ένα μπιτόνι σαπούνι στη μοκέτα της για να καθαρίσει ένα ψιχουλάκι και να με βοηθήσει –τρεις μέρες έκανα να συνέλθω!
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ένα μωρό επιβιώνει από ένα ναυάγιο επιπλέοντας μέσα σε μία θήκη τσέλο. Ένας Άγγλος κύριος που δεν ξεχνάει ποτέ την ομπρέλα του –αν μη τι άλλο έχει εξαίρετους τρόπους- αναλαμβάνει να το μεγαλώσει, παρ’ ότι η κυρία από την Υπηρεσία Προστασίας Παιδιών δεν φαίνεται καθόλου ευχαριστημένη με αυτή την εξέλιξη. Το μικρό κορίτσι λοιπόν θα μεγαλώσει, θα φοράει παντελόνια, δεν θα ξεχωρίζει τα αγορίστικα από τα κοριτσίστικα πουκάμισα (γιατί όπως όλοι ξέρουμε διαφέρουν στο πώς και από πού κουμπώνουν), θα είναι ατημέλητο (αλλά με τα πιο λαμπερά μάτια και τα πιο αστραφτερά παπούτσια) και θα χρειαστεί να πάει στο ορφανοτροφείο. Γιατί;
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Μεγάλο πράγμα η ελευθερία. Και ακόμα μεγαλύτερη η επιθυμία για να την αποκτήσουμε. Και παρ’ ότι έχει αποτελέσει θέμα μεγάλων φιλοσοφικών αναζητήσεων, σε μια προσπάθεια να οριστεί και να οριοθετηθεί –άραγε οριοθετείται η ελευθερία;- κανείς ακόμα δεν μπορεί να πει αν υπάρχει η απόλυτη ελευθερία.
Σε μια κοινωνία που μας δεσμεύει με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά και μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις που επιβάλλουν τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις προκειμένου να αντέξουν και να εξελιχθούν, φαίνεται σαν το μεγάλο δίπολο να είναι Ελευθερία vs Σχέσεων. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι ορίζει ένα σούπερ κορίτσι;
Είναι το ότι είναι απλώς κορίτσι; (ναι) Είναι το ότι της αρέσουν πράγματα που γυαλίζουν και λάμπουν; (επίσης, αλλά αυτό αρέσει και στα αγόρια κι ας μην το λένε). Είναι το ότι με τις φίλες της θα έχουν την πιο σούπερ καταπληκτική παρέα; (και αυτό το μοιράζονται με τα αγόρια). Τι είναι τότε; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πρώτη ήταν η Ρόζα που δεν ταίριαζε εκεί που βρισκόταν και κίνησε να βρει τον δικό της τόπο. Ακολούθησε το κίτρινο πουλάκι με τις εφευρέσεις και τα πειράματά του για να κάνει τα όνειρά του και των φίλων του πραγματικότητα. Τώρα, ήρθε η σειρά του Βάτραχου Τρίκλωπα που βάζει σα στόχο να φροντίσει το περιβάλλον.
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όχι την αρχή, αρχή, αλλά από την αρχή του Βάτραχου Τρίκλωπα. Το παραμύθι ξεκινάει με μια παραδοχή: η σωματική διαφορετικότητα του Τρίκλωπα δεν μας απασχολεί. Δεν θα γίνει καμία αναφορά σε αυτήν –άλλωστε αυτό είναι και το κριτήριο για να δούμε αν κάτι το διαφορετικό έχει ενταχθεί στο σύνολο: το να μην το περιγράφουμε σαν κάτι διαφορετικό, αλλά να το αποδεχόμαστε ως έχει. Και ο Τρίκλωπας απλώς έχει τρία μάτια. Και τι μ’ αυτό; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι να πω για αυτό το βιβλίο. Τι να πω και τι να σκεφτώ. Πέραν του ότι πραγματικά ανυπομονώ να το διαβάσω στην κόρη μου. Γιατί αν αντιδράσει όπως εγώ, τότε θα γελάμε πολλές ώρες. Σίγουρα δεν θα αποκοιμηθεί γρήγορα, αλλά θα γελάσει πολύ. Και θα ψάξει κι εκείνη πολλές εναλλακτικές να προτείνει αν ποτέ της ζητηθεί να πάει στο σχολείο ένα κατοικίδιο ζωάκι.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πριν κάποια χρόνια είχα δει την ταινία. Λάτρης των γκοθ παραμυθιών, με είχε συνεπάρει. Παρ’ όλ’ αυτά η ίδια η ζωή και η καθημερινότητα δεν με άφησαν ποτέ να διαβάσω τα βιβλία. Τώρα όμως το είχα πάρει απόφαση, πράγμα που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει «θα διάβαζα Λέμονι Σνίκετ, ο κόσμος να χαλάσει, όση δουλειά και πίεση αν είχα». Γιατί όταν διαβάζεις Λέμονι Σνίκετ, οι αντιλήψεις σου για την ζωή αλλάζουν, σα να σε έχουν βάλει σε ένα διαστημικό μίξερ και να σε ανακατεύουν με πάγο, γουασάμπι και μάραθο και παραδόξως να σου αρέσει.
Τι είναι όμως αυτά που σας λέω; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τα σχολεία ξεκίνησαν –λέμε τώρα- και τα παιδιά επιστρέφουν με χαρά –ξαναλέμε τώρα- πίσω από τα θρανία. Πολλά παιδιά πάνε για πρώτη φορά, άλλα πάνε και μετά δεν ξαναπάνε για κάποιο καιρό –κορονοϊός γαρ-, άλλα αλλάζουν εκπαιδευτική βαθμίδα. Αν όμως κάτι είναι σταθερό και αναλλοίωτο –από τα χρόνια που πήγαινα εγώ ακόμα σχολείο- είναι οι σχέσεις ανάμεσα στους μαθητές. Σχέσεις που αν μη τι άλλο αποτελούν τον μικρόκοσμο της δικής μας κοινωνίας. Έχουμε λοιπόν τα άτακτα παιδιά, τα πιο νευρικά, τα καλά παιδιά, τα αθλητικά, τα παιδικά που «κόβει» το μυαλό τους, τα παιδιά που τρομάζουν τα άλλα παιδιά. Και αυτά τα τελευταία μάλιστα φαίνεται πως αποτελούν μια κατηγορία από μόνα τους: περιπτώσεις παιδιών που φοβίζουν, τραυματίζουν, τρομάζουν, ενώ είναι και τα ίδια φοβισμένα, τραυματισμένα και τρομαγμένα.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ «Οι παραδόσεις είναι το δοκίμιο του λαού μας, ενώ τα παραμύθια –ο πεζός του προφορικός λόγος- αποτελούν την προσπάθειά του να αυτοπεριγραφεί και να αυτοψυχαναλυθεί» γράφει ο Κώστας Καφαντάρης (2005:17-20). Τι είναι όμως αυτό που κάνει το παραμύθι τόσο δυνατό; Είναι άραγε ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει μέσα του την ανάγκη ενηλικίωσης του πολιτισμού, των κοινωνιών, των ίδιων των ατόμων -όπου δεν αναφερόμαστε μόνο στην φυσική ενηλικίωση των 18 χρόνων, αλλά και στην συναισθηματική; Είναι ο τρόπος που περιγράφει τους ήρωές του –τόσο ανοιχτός και τόσο ουδέτερος που θα μπορούσαν όλοι να ταυτιστούν μαζί τους; Είναι ο τόπος που θυμίζει τα χωριά των γονιών μας και τους τόπους των παππούδων μας; Είναι οι ιστορίες που ζουν οι ήρωες –τόσο παράλογες, αλλά και τόσο αυτονόητες;
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι έχουν να πουν τα αγάλματα στις πλατείες; Εκείνα που στέκουν βουβά και παρατηρούν τον κόσμο να περνάει. Έναν κόσμο που πια δεν γνωρίζουν, έναν κόσμο διαφορετικό, ξένο και αφιλόξενο. Έναν κόσμο που δε διστάζει να πετάξει επάνω τους μπογιά και τα σκαρφαλώσει για να τα χτυπήσει με σφυριά και βαριοπούλες. Τι έχουν να πουν τα αγάλματα στις πλατείες της Αθήνας;
Γιατί για τα αγάλματα στις πλατείες μας μίλησε και ο Όσκαρ Ουάιλντ στον «Ευτυχισμένο πρίγκιπα», ένα ίσως από τα πιο θλιμμένα παραμύθια του σύγχρονου κόσμου –το οποίο το διαδίκτυο μας ενημερώνει πως το εξέδωσε μαζί με άλλα παραμύθια το 1888 εμπνευσμένος από τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής των παιδιών του Λονδίνου. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Θεωρούμε σχεδόν δεδομένο πως ότι γράψει κανείς –μυθοπλαστικά εννοούμε- είναι γεμάτο από ψήγματα προσωπικής εμπειρίας, τα οποία μεταμορφώνει η φαντασία σε κάτι νέο. Κάτι νέο, αλλά και κάτι οικείο. Κάτι που καλύπτει την προσωπική εμπειρία, αλλά με κάποιο τρόπο αποκαλύπτει στοιχεία του ασυνειδήτου και των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα.
Αυτό φαίνεται να πιστεύει και η Ελένη Κατσαμά, η οποία μετά την ζωή του Καρόλου Ντίκενς, στο βιβλίο της «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Ντίκενς» (εκδόσεις Πατάκη), συνεχίζει την σειρά «Οι μεγάλοι όταν ήταν μικροί», με ένα βιβλίο για τα παιδικά χρόνια του Miguel de Cervantes Saavedra, του «πατέρα» της μυθιστοριογραφίας και ξακουστού Ισπανού συγγραφέα του 16ου αιώνα. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τα σχολεία άνοιξαν, τα παιδιά επέστρεψαν στις τάξεις. Κάποια ίσως λίγο πιο απότομα από άλλα. Γιατί για κάποια παιδιά η νέα χρονιά σημαίνει την αλλαγή εκπαιδευτικής βαθμίδας (από τον παιδικό σταθμό στο νηπιαγωγείο και από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό –και επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ στις μάσκες, που τόσο πρακτικά καλύπτουν οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα προκύπτει. Μόνο που φέτος –με την καραντίνα και το περίεργο σχολικό πρόγραμμα που δεν επέτρεψε σε πολλά παιδιά να επιστρέψουν στις τάξεις- τα παιδιά αυτά δεν έχουν μπορέσει να επεξεργαστούν μέσα στην τάξη την μετάβαση που θα επέλθει, να προετοιμαστούν για το νέο περιβάλλον, τις νέες δασκάλες και τους νέους δασκάλους, τους νέους συμμαθητές και τις νέες συμμαθήτριες.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ο Ούγκο είναι ο φύλακας του πάρκου και της γειτονιάς. Ταΐζει τα πουλάκια, ενθαρρύνει τον μεσιέ Πετί να βγει για βόλτα και την μαντάμ Γκραντ όταν κάνει ηλιοθεραπεία. Συζητάει τα νέα με τους ανθρώπους που διαβάζουν εφημερίδα στα παγκάκια, μαζεύει τα σκουπιδάκια που αφήνουν πίσω τους τα παιδιά, αλλά και τα κακάκια των σκύλων, παίζει με τα παιδιά για να ξεκουραστούν οι μαμάδες τους, και το χειμώνα τους επισκέπτεται όλους για να τους δώσει κουράγιο να περιμένουν πάλι την άνοιξη.
Ο Ούγκο είναι πράγματι ο φύλακας της γειτονιάς και του πάρκου. Είναι το πουλί που αρκετοί ενήλικες κυνηγούν να διώξουν –στην πραγματική ζωή τώρα, όχι στην αφήγηση- καθώς το θεωρούν φορέα ασθενειών και ενοχλητικών κουτσουλιών στα μπαλκόνια. Είναι το πουλί που τρώει ότι σαβούρα βρει, αλλά που εντελώς μεταξύ μας είναι πολύ αγαπητό στα παιδιά. Αν περάσω εγώ ανάμεσα από περιστέρια η μοναδική μου σκέψη είναι πως θα με κουτσουλήσουν. Αν περάσει ένα παιδί, θα αρχίσει να γελάει χαρούμενο με το σύννεφο που θα σηκώσουν πετώντας μακριά. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πώς επηρεάζει η κρίση τα παιδιά και τους εφήβους; Πώς βιώνουν τις αλλαγές μέσα στην οικογένεια, όταν οι γονείς μένουν άνεργοι, η πλασματική ευμάρεια χάνεται και από τα πολλά και πλούσια ξαφνικά βρίσκονται χωρίς ρεύμα; Πώς βλέπουν πια τον πατέρα και τη μητέρα που από προστάτες γίνονται προστατευόμενοί τους; Ή που αποκαθηλώνονται νωρίτερα του δέοντος από τον παντοδύναμο γονεϊκό τους ρόλο;
Ο ήρωας της Ελένης Πριόβολου, ο Ντίνος, βιώνει όλη αυτή την κατάρρευση. Ο πατέρας από επιτυχημένος επαγγελματίας ψάχνει ότι δουλειά να ‘ναι. Η μητέρα εκεί που το μόνο που ήξερε ήταν να σπαταλάει τα λεφτά της, τώρα δεν έχει ούτε δεκάρα τσακιστή για χαρτζιλίκι. Ο Ντίνος είναι αρκετές μέρες νηστικός, γιατί το φαγητό από το συσσίτιο δεν φτάνει. Ελπίζει μόνο να μην τον καταλάβει κανείς στο σχολείο. Κυρίως οι φίλοι του, γιατί δεν θέλει να δει τον οίκτο στο βλέμμα τους. |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος