γράφει η Μαρία Σούμπερτ Όταν ήμασταν μικρές, παίζαμε με τις αδερφές μου τις φτωχούλες. Το κόνσεπτ ήταν απλό: οι γονείς μας είχαν πεθάνει, έκανε κρύο, πεινούσαμε και ζούσαμε σε ένα τροχόσπιτο το οποίο δημιουργούνταν από τα παπλώματα που κρεμούσαμε από το πάνω κρεβάτι της κουκέτας. Με την δίδυμη αδερφή μου όλα πήγαιναν καλά. Η κατά έξι χρόνια μικρότερη αδερφή μας δεν το βίωνε και πολύ καλά. Το βίωνε ίσως και τραυματικά, καθώς δεν ήταν ακόμα σε ηλικία για να παίξει ρόλους «σαν να», δεν έμπαινε ακόμα στο ρόλο και ότι συνέβαινε –ακόμα και μέσα στο παιχνίδι- το πίστευε σαν να ήταν αληθινό. Φυσικά δεν ήμασταν αδέρφια τέρατα, αφού το παιχνίδι της εγκατάλειψης, αλλά και της βαθιάς θλίψης που προκαλεί, το παίζουν πολλά παιδιά –ίσως για να ζήσουν μετά την ανακούφιση και τη χαρά της επανένωσης, ίσως πάλι προσπαθώντας να ανακαλύψουν τον εαυτό τους ως κάτι ξεχωριστό από τους γονείς.
Πόσο σημαντικό είναι όμως να φαντασιώνονται τα παιδιά πως είναι «μόνα» και «εγκαταλελειμμένα»; Φαίνεται να είναι αρκετά σημαντικό, καταρχήν επειδή τους διακινεί έντονα συναισθήματα, τα οποία μαθαίνουν κάπως να τα αντέχουν και να τα διαχειρίζονται. Είναι επίσης σημαντικό, γιατί τους δίνει την εικόνα του πώς μπορούν να ξεχωρίσουν από τους γονείς, πώς μπορούν να είναι από μόνα τους κάτι ξεχωριστό.
0 Comments
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σαφής στροφή στο παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο, με στόχο να ανταποκρίνεται όχι μόνο στην ανάπτυξη της φαντασίας του, αλλά και στην διαχείριση των συναισθημάτων του. Το ζήτημα της ψυχοσωματικής ανάπτυξης του παιδιού έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας, με γονείς να αναζητούν βιβλία ώστε να απευθυνθούν μέσω αυτών σε κάθε αναπτυξιακό ή συναισθηματικό ζήτημα του παιδιού. Είτε λοιπόν μιλάμε για βιβλία είτε για ταινίες –όπως τα «Μυαλά που κουβαλάς»- τα παιδιά έχουν αρχίσει να μπαίνουν στην διαδικασία να ονοματίζουν τα συναισθήματά τους και να τα ξεχωρίζουν από άλλα.
Στο πλαίσιο της γενικότερης αυτής τάσης εντάσσονται και τα δύο βιβλία της Anna Llenas, της Ισπανής εικονογράφου, συγγραφέα και art therapist –στο βιογραφικό της αναφέρεται ως ειδικευμένη στην τέχνη ως μέσο θεραπευτικής αγωγής- «Το τερατάκι των χρωμάτων» και «Σ’ αγαπάω (σχεδόν πάντα)». γράφει η Μαρία Σούμπερτ Οι απρόσμενοι φίλοι του Βασίλη Παπαθεοδώρου πλήθυναν και στην παρέα τους καλοδέχτηκαν μία σκυλίτσα και μια γάτα. Η σκυλίτσα είναι η Μπάμπου, η γάτα η Σκάρλετ. Αν κάτι τις ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους φίλους της παρέας είναι πως και τα δύο είναι φορείς μια τραυματικής ιστορίας, μιας ιστορίας που επηρέασε και τους ανθρώπους γύρω τους. Παρ’ ότι και οι άλλες αφηγήσεις –όπως της Σερ Αμί ή του Λόμπο- επίσης είναι τραυματικές, ενώ του Κουίμπι και της Υβόννης εξίσου σύγχρονες, αυτές οι δύο ιστορίες έχουν κάτι –άραγε τι;- πολύ πιο έντονο συναισθηματικά. Το πρόσεξα πως την ώρα που τις διάβαζα στην κόρη μου, έβαζα την αγωνία και το σασπένς στη φωνή, έπαιζα έναν ρόλο σαν της περιέγραφα κάτι που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.
Τι είναι λοιπόν αυτό που τους δίνει την έντονη συναισθηματική φόρτιση; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Την τέταρτη περιπέτεια των 4 Ξεχωριστών Ντετέκτιβ μας παραδίδει ο Δημήτρης Μαμαλούκας και το σκηνικό αυτή τη φορά είναι κατασκηνωτικό. Και με πήγε προσωπικά στις δικές μου κατασκηνωτικές εμπειρίες που καθόλου δεν έμοιαζαν με κατασκηνωτικές κι ας τις ονομάζαμε έτσι. Θυμάμαι όμως, πως η εμπειρία αυτή είχε αποβεί θετική για τους εξής βασικούς λόγους: δεν ήμουν μόνη μου –ήταν μαζί η αδερφή μου και μια χρονιά και η καλύτερή μου φίλη, ενώ εκεί είχαμε γνωρίσει και δύο άλλα κορίτσια με τα οποία είχαμε ταιριάξει πολύ καλά.
Ένας άλλος λόγος θετικής ανάμνησης ήταν οι περιπέτειες: αναλογικά πάντα με τα βιώματα ενός παιδιού που ζει σε πόλη, ήταν περιπέτεια το να μαζεύουμε τις καρπουζόφλουδες και να ταΐζουμε τα άλογα στο πίσω χωράφι, ή να ψήνουμε πατάτες στην άμμο της παραλίας. Και φυσικά υπήρχαν πάντα οι καλοκαιρινοί παιδικοί μας έρωτες. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ο μπαμπάς της Όλιβ δεν χαμογελάει. Ο μπαμπάς της Όλιβ δεν φαίνεται να ακούει. Ο μπαμπάς της Όλιβ δεν χαίρεται. Ο μπαμπάς της Όλιβ δεν μιλάει παρά μόνο όταν πρέπει. Ο μπαμπάς της Όλιβ έχει πάντα δίπλα του έναν τεράστιο γκρίζο ελέφαντα με ένα μικροσκοπικό καπέλο στο κεφάλι του. Αν ο ελέφαντας αυτός δεν πλάκωνε τον μπαμπά της Όλιβ τόσο πολύ, αυτό θα μπορούσε να είναι και αστείο. Ο μπαμπάς της Όλιβ όμως δεν βλέπει τίποτα το αστείο. Ευτυχώς δηλαδή που η Όλιβ έχει τον παππού, το γκρίζο σκυλάκι της τον Φρέντι και τον Άρθουρ, τον καλύτερό της φίλο. Και μέσα σε όλα και μια σχολική έκθεση στην οποία θέλει να πάει το παλιό ποδήλατο της μαμάς.
Αλήθεια, που είναι η μαμά; Η αφήγηση μας βρίσκει αρκετά χρόνια μετά το θάνατο της μαμάς και μας αφήνει να καταλάβουμε πως αυτή η απώλεια έχει φέρει τον ελέφαντα μέσα στο σπίτι. Όταν όμως κινδυνεύσει και η Όλιβ πέφτοντας από το δέντρο, τότε και ο παππούς θα αποκτήσει το δικό του γκρίζο ζώο, μια τεράστια χελώνα. Η Όλιβ όμως θα καταφέρει να τη διώξει, όπως θα καταφέρει να διώξει και τον ελέφαντα του μπαμπά. Το γκρίζο σκυλάκι της όμως; Αυτό θα το κρατήσει; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Μεγαλώνοντας τα παιδιά αρχίζουν σιγά σιγά να χτίζουν τον δικό τους κόσμο. Έναν κόσμο που δεν έχει χώρο για τους γονείς –που δεν επιτρέπεται να ελέγχεται από τους γονείς, που τους ετοιμάζει σιγά σιγά για την πρώτη προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της πρώιμης εφηβείας. Η περίοδος εκείνη, γεμάτη μυστικά, έρωτες, αντιπαλότητες και αντιζηλίες, άγχη, φόβους και κρυφές επιθυμίες συχνά καταγράφεται στα παιδικά και εφηβικά ημερολόγια, όταν δεν υπάρχει κανείς αρκετά καλός για να ακούσει αυτά που θέλει να πει ο μικρός συγγραφέας, ούτε μπορεί και να τα κρατήσει μέσα του/της. Μετά από ένα συχνά μοναχικό καλοκαίρι, αλλά και με την επικείμενη έναρξη του σχολείου, παιδιά και έφηβοι θα αναζητήσουν και πάλι ένα μικρό δικό τους σύμπαν όπου θα μπορούν να εκφράζονται και να εκτονώνονται.
γράφει η Μαρία Σούμπερτ «Καμιά φορά, έτσι απλά, πες πες, ξεκινάει μια φιλία.
Αν μοιραστείς μια ιστορία. Και όσο πιο πολλές ιστορίες μοιράζεσαι, τόσο μεγαλώνει η φιλία». Αυτό γράφει η Μαρία Παπαγιάννη και αφηγείται η ηρωίδα της στο τελευταίο της παραμύθι «Πες-πες Μία ιστορία», που κυκλοφορεί σε εικονογράφηση Ίριδας Σαμαρτζή από τις εκδόσεις Πατάκη. Μια ιστορία που ξεκινάει με μια ευχή και κλείνει με μια φιλία. Δύο οι ήρωες: ένα κορίτσι και μια πασχαλίτσα. Στην αριστερή σελίδα το κορίτσι, στην δεξιά η πασχαλίτσα. Δύο ευχές: να γίνουν πριγκίπισσες; Πειρατές; Να ζήσουν περιπέτειες; Να βρουν μια φίλη. Κι έτσι θα συναντηθούν γιατί η ευχή θα βγει αληθινή. Το κορίτσι το λένε Μία και την πασχαλίτσα Πες πες. Και μαζί θα φτιάξουν την δική τους ιστορία: όχι από αυτές που τρώει η πασχαλίτσα, αλλά την ολόδική τους. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Το παραμύθι μοιάζει με το όνειρο, γιατί το υλικό του ενός ενυπάρχει στο άλλο μέσα από το συμβολισμό, την αφαιρετικότητα αλλά και τα στοιχεία του συλλογικού ασυνειδήτου, όπως υποστηρίζει η Marie Louise von Franz (2012). Αυτό μου έφερε στο νου το παραμύθι της Ειρήνης Αγγέλη «Το γεράκι στην καμινάδα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Συνεισφέρει στην αίσθηση αυτή και η εικονογράφηση της Πέρσας Ζαχαριά, η οποία παίζει με πιο μουντούς τόνους, με χρώματα που προμηνύουν βροχή.
Η ηρωίδα που αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο, ανακαλύπτει στην καμινάδα του σπιτιού τους την φωλιά μιας γερακίνας. Μέσα στη φωλιά έχει δύο αυγά. Τώρα για το μικρό παιδί ξεκινάει ο ενθουσιασμός. Η παρατήρηση της ζωής όπως αυτή γεννιέται και εξελίσσεται. Το παιδί θα περιμένει. Θα παρατηρεί. Σε πόσο καιρό θα εκκολαφθούν τα αυγά της γερακίνας; Το παιδί έχει βάλει τις δικές του προτεραιότητες. Ο πατέρας όμως βάζει τις δικές του. Θα ανάψει το τζάκι. Το παιδί ζητάει να περιμένουν. Από τα αυγά βγαίνουν δύο πουλάκια. Ίσα ίσα που θα προλάβουν να φύγουν πριν ανάψει ο πατέρας το τζάκι. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Την ξέρουμε όλοι. Ή θα έπρεπε να την ξέρουμε όλοι.
Διόρθωση: να ξέρουμε εκείνην ή τη φωνή της; Ποια είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια; Η Κατερίνα Λαγού γράφει την ιστορία της Μαρίας Κάλλας, της διάσημης τραγουδίστριας της όπερας που ξεχώρισε σε όλο τον κόσμο. Δεν μας αφηγείται όμως κανένα παραμύθι. Μας μιλάει για την έντονη επιθυμία της μητέρας της οι κόρες της να ξεχωρίσουν –αλλά και την πίεση που τους ασκούσε προς αυτό. Μας μιλάει για τον χωρισμό των γονιών της. Μας μιλάει για την δυσκολία να γίνει αποδεκτό το ψηλό και παχύ κορίτσι που είχε κάνει δική του την επιθυμία της μητέρας: να ξεχωρίσει στην όπερα. Μας μιλάει για το ταξίδι από την Αμερική στην Ελλάδα, την Κατοχή, την πείνα, τον πόλεμο και τους σκοτωμούς. Μας μιλάει για την ευκολία που σταμάτησε το σχολείο –έπειτα από προτροπή της μητέρας, προκειμένου να προετοιμαστεί για τη Λυρική. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πώς ήταν η ζωή για τα παιδιά στην αρχαιότητα;
Έκαναν ότι κάνουν και τα παιδιά σήμερα; Προφανώς όχι. Αλλά και ναι. Τα παιδιά πάντα έπαιζαν και πάντα θα παίζουν. Τα παιδιά πάντα θα θέλουν να ζήσουν περιπέτειες, να μάθουν νέα πράγματα και να μεγαλώσουν. Βέβαια δεν είχαν πάντα τα ίδια δικαιώματα. Κι ας μην χρειαστεί να επιστρέψουμε στα αρχαία χρόνια –ακόμα και τώρα σε πολλές κουλτούρες τα κορίτσια απαγορεύεται να μορφώνονται και να βγαίνουν από το σπίτι. Πριν κάποιες δεκαετίες το ίδιο ίσχυε και στην ελληνική επικράτεια. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν πως ένας στερεότυπος τρόπος αντιμετώπισης των δύο φύλων στην παιδική ηλικία έχει την καταγωγή του ήδη στην αρχαιότητα. Εκεί πρέπει να ταξιδέψουμε για να γνωρίσουμε τη Μυρρίνη, την μικρή Αθηναία, που ζει τον διαχωρισμό από τους αδερφούς της. Εκείνοι μπορούν να βγουν από το σπίτι και να παίξουν με φίλους. Εκείνοι μπορεί να μάθουν πράγματα δίπλα στο δάσκαλό τους. Να πάνε στην Αγορά και να γίνουν μάρτυρες των πολιτικών διαδικασιών των Αθηναίων. Να μάθουν όλα τα κουτσομπολιά στους κουρείς –για όσους το θεωρούν γυναικείο στερεοτυπικό κουσούρι! Ακόμα και οι δούλοι και οι δούλες είναι πιο ελεύθεροι και ελεύθερες από τη Μυρρίνη που πρέπει να μένει όλη μέρα στο σπίτι με τη μητέρα της και να μαθαίνει από εκείνην πώς θα αναλάβει τα του οίκου. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Αλήθεια, τι τρέχει στο Χρυσό Κοράλλι και τι είναι επιτέλους αυτό το Χρυσό Κοράλλι;
Η Ελένη Γεωργοστάθη μας ενημερώνει πως το Χρυσό Κοράλλι είναι ένα ξενοδοχείο, στο οποίο σύντομα θα φιλοξενηθεί ένα μεγάλο συνέδριο για την προστασία του περιβάλλοντος. Μπορεί λοιπόν να κρύβεται εκεί μέσα κάτι όχι και τόσο φιλικό προς το περιβάλλον; Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Ήρωες του βιβλίου της Ελένης Γεωργοστάθη, οι οποίοι μας έχουν συστηθεί από την προηγούμενη περιπέτειά τους είναι η Ζωή, η Μάγδα και ο Μάνος, τρία παιδιά που κατά πώς φαίνεται έχουν ταλέντο στο να λύνουν μυστήρια. Ή στο να ανακατεύονται με τα μυστήρια και να συμμετέχουν στην επίλυσή τους. Τέλος πάντων, είναι παιδιά ντετέκτιβ, κι ας μην έχουν αναλάβει ακόμα επίσημα αυτό το ρόλο. Όσο αφορά το οικογενειακό τους πλαίσιο, η οικογένειά τους –είναι ξαδέρφια- ετοιμάζεται για το γάμο του θείου Θέμου με την Ίνγκριντ, την Ολλανδή αρραβωνιαστικιά του. Σε επίπεδο ζευγαριού, ο θείος Θέμος και η Ίνγκριντ πρέπει να περιμένουν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή για να οργανώσουν το γάμο τους, γιατί οι κουμπάροι, ο Στιβ και η Λίντα είναι διάσημοι ορνιθολόγοι με πολύ περιορισμένο χρόνο. Τόσο περιορισμένο που παρ’ ότι θα έρθουν στο συνέδριο στην μικρή τους πόλη, δεν θα έχουν την δυνατότητα να μείνουν περισσότερες μέρες. Άρα ο γάμος πρέπει να οργανωθεί στο περιθώριο του συνεδρίου. Κατά προτίμηση μέσα στο ίδιο ξενοδοχείο. Τι άλλο συμβαίνει όμως με φόντο το συνέδριο και τον γάμο; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Με αφορμή την πανδημία ξεκίνησε –διαδικτυακά τουλάχιστον- μια συζήτηση πάνω στα στερεότυπα και πως αυτά επηρεάζουν τα παιδιά. Με αφορμή τότε τα ενημερωτικά σποτ της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας ειπώθηκαν πολλά για το bodyshaming, την σεξιστική συμπεριφορά, την υπεροψία στις διαπροσωπικές σχέσεις, την επιθετικότητα. Ειπώθηκαν πολλά για τις στερεοτυπικές ασχολίες ανδρών και γυναικών, αλλά και τους στερεοτυπικούς ρόλους μέσα στις σχέσεις, με την μεγαλύτερη δυσκολία να έγκειται στο πώς να εξηγήσει κανείς σε ένα παιδί που ρωτάει γιατί συμπεριφέρεται ο ηθοποιός εκείνη την στιγμή έτσι, αν η γυναίκα του είναι χαζή, αν οι φίλοι της άλλης κυρίας είναι και αυτοί χαζοί.
Και ενώ υπάρχουν πολλά παιδιά που ίσως αναρωτηθούν πάνω στα παραπάνω ζητήματα, υπάρχουν και άλλα για τα οποία απλώς θα επιβεβαιωθεί το σενάριο που ζουν στο σπίτι τους. Με τον πατέρα να υποτιμά τη μητέρα και τις γυναίκες εν γένει, την μητέρα να κάνει τις κλασικές δουλειές του σπιτιού ως υποχρέωσή της και να δικαιολογείται για το βάρος της. Για τον παππού που είναι όλη την ημέρα στο καφενείο, αλλά εντάξει, ο ιός τον έκλεισε τώρα στο σπίτι. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι είναι το σχολείο;
Μην είναι τα μαθήματα; Οι ώρες οι ατελείωτες των αρχαίων και των λατινικών; Μην είναι τα διαλείμματα; Μην είν’ οι φάρσες που μόνο αυτές θα θυμόμαστε στην υπόλοιπη ζωή μας; Όλα είναι το σχολείο μας. Κι εκείνα, και τούτα. Αυτά. Πάμε από την αρχή. Τι θυμάστε από το σχολείο; Εγώ σχεδόν τίποτα. Δεν θυμάμαι πρόσωπα, ονόματα, εκδρομές. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Εκτός από τις φάρσες. Αυτές τις θυμάμαι όλες. Όχι πως τις είχα οργανώσει εγώ, ήμουν πολύ φοβιτσιάρα για κάτι τέτοιο. Τις απολάμβανα όμως –όταν δεν είχαν στο στόχαστρό τους την ταπείνωση κάποιου. Θυμάμαι λοιπόν τον συμμαθητή μας τον Σ. που έκανε θορύβους στην τάξη και είχε βγάλει τον καθηγητή έξω από τα ρούχα του. Που είχε δέσει με την αλυσίδα από τη ζώνη του την καρέκλα και κουβαλώντας την ζήτησε να πάει τουαλέτα. Ναι, αυτός έκανε τις περισσότερες φάρσες στην τάξη μας. Θυμάμαι που αλλάξαμε τάξεις και που αποφασίσαμε μια άλλη φορά να φύγουμε την τελευταία ώρα που είχαμε αντικατάσταση –κατέληξε σε αποβολή αυτό, αλλά τι να κάνουμε… Αυτά θυμάμαι κι άλλα τόσα. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Έχουν περάσει ήδη κάποιοι μήνες. Φοβόμαστε πως σε δύο τρεις μήνες θα το ξαναπεράσουμε. Η απειλή του δεν απομακρύνθηκε ποτέ και τα κρούσματα μέσα στο καλοκαίρι έχουν πάλι αυξηθεί. Δεν χρειάζεται να ονομάσουμε το ‘ποιο’. Όλοι ξέρουμε. Και αυτό που εμείς οι ενήλικες γνωρίζουμε λογικά, τα παιδιά το λαμβάνουν με τη συναισθηματική τους νοημοσύνη. Αυτή που τα προστάτευσε και προσπάθησε να τα προσαρμόσει τους τελευταίους μήνες στις μεγάλες αλλαγές, στο σχολείο που κόπηκε απότομα –σκεφτείτε τα παιδιά που μια μέρα πήγαν στο Νηπιαγωγείο και την επομένη που πήγαν σχολείο, χωρίς καμία προετοιμασία, ήταν ήδη στην πρώτη Δημοτικού, με όλες τις αλλαγές που συνεπάγεται αυτό. Γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε: ο τελευταίος μήνας με τις μέρα παρά μέρα παρουσίες στο σχολείο δεν προετοίμασε τα παιδιά για την συνέχεια. Τα παιδιά όμως αποδεικνύονται ανθεκτικά. Ανθεκτικά και μπερδεμένα, παλινδρομημένα.
Οι κοινωνικές επαφές διακόπηκαν περίπου για δύο μήνες ολοκληρωτικά, μετά άρχισαν να βγαίνουν σιγά σιγά να βλέπουν τους φίλους τους. Οι αγκαλιές ακόμα δεν επιτρέπονται, η είσοδος στο σπίτι της φίλης και του φίλου δεν κρινόταν πάντα ασφαλείς. Μία δύσκολη περίοδος που σίγουρα θα την θυμούνται. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Όταν έγραψε ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ το Βιβλίο της Ζούγκλας (το 1894 κυκλοφόρησε η πρώτο βιβλίο και το 1895 το δεύτερο) είχε ανοίξει πια ο δρόμος της διηγηματογραφίας. Γιατί ο Βρετανός συγγραφέας που μεγάλωσε στην Ινδία έγραψε την ιστορία του Μόγλη σε διηγήματα, τα οποία βρίσκονταν ανάμεσα σε άλλα διηγήματα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον κόσμο του Μόγλη –αρκετά ούτε καν με την ινδική ζούγκλα. Όλα όμως ήταν τοποθετημένα στον κόσμο των ζώων, είτε αφορούσαν τις φώκιες στους πάγους, είτε στα φίδια που απειλούσαν τους ανθρώπους.
Η ιστορία του Μόγλη λοιπόν αφορούσε το νήπιο που κατάφερε να γλιτώσει από τον Σιρ Χαν –τι να συνέβη άραγε στους γονείς του;- και το οποίο πήραν υπό την προστασία τους οι λύκοι της αγέλης του Σιονί. Με προστάτες τον Μπαλού και τον Μπαγκίρα και θετούς γονείς τον πατέρα Λύκο και την Λύκαινα Ράξα, με θετά αδέρφια τα τέσσερα λυκόπουλα που θα γίνουν αχώριστοι, ο Μόγλης θα μεγαλώσει μεν σαν λύκος, αλλά και σαν το κάτι διαφορετικό. Πάντα θα διαφέρει, θα είναι το ανθρώπινο κουτάβι, ποτέ δεν θα γίνει λύκος. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου και η Ίρις Σαμαρτζή διασκευάζουν και εικονογραφούν το πρώτο μέρος της ιστορίας του Μόγλη, τα παιδικά του χρόνια, τα μαθήματά του κοντά στον Μπαλού, τον αγώνα του να γίνει αποδεκτός από την Αγέλη του Σιονί, αλλά και την αρπαγή του από τους Μπάντερλογκς, τους πιθήκους που δεν ακολουθούν το Νόμο της Ζούγκλας και κάνουν του κεφαλιού τους. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τα παιδιά τρέχουν. Τα παιδιά πηδούν. Τα παιδιά αγαπούν να κολυμπούν –ή έστω να τσαλαβουτούν. Τα παιδιά αγαπούν τα ομαδικά παιχνίδια. Την ταχύτητα (στα μέτρα τους). Να παίζουν μάχη και πόλεμο. Να χορεύουν. Τα παιδιά είτε το ξέρουν είτε όχι, αγαπούν τον αθλητισμό, γιατί η ίδια η φύση τους –στην πλειοψηφία των παιδιών, δεν γενικεύουμε- ενέχει την ασταμάτητη κίνηση και συχνά τον ανταγωνισμό. Ο συναγωνισμός θα έρθει αργότερα –αν καλλιεργηθεί στην οικογένεια, το σχολείο, την αθλητική ομάδα.
Ο αθλητισμός άλλωστε θεωρείται μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των παιδιών σίγουρα στο δημοτικό και τις περισσότερες φορές μέχρι και πριν τις Πανελλήνιες. Εκεί σταματάνε όλα. Και στον αθλητισμό τα παιδιά μαθαίνουν την πειθαρχία, την συνεργασία, τον συναγωνισμό αντί για τον ανταγωνισμό, τον συντονισμό, εξασκούν και δυναμώνουν το σώμα τους. Άλλωστε οι μεγαλύτεροι "ήρωες" της παιδικής ηλικίας, μετά τους ήρωες των παραμυθιών είναι οι αθλητές –μαζί με τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι γέννησε τα τέρατα στις μυθολογίες; Ήταν η αναπτυξιακή φάση του ανθρώπινου πολιτισμού; Ήταν η ανάγκη των πρωτόγονων ανθρώπων να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα που τους ξεπερνούσαν και αδυνατούσαν να τα ελέγξουν;
Το γεγονός είναι πως κάθε μυθολογία έχει τα τέρατά της, τα οποία τις περισσότερες φορές αναπαριστώνται είτε με ζώα –και μάλιστα με επικίνδυνα ζώα, όπως τα φίδια, τα λιοντάρια, οι λύκοι- είτε με συμμείξεις ανθρώπων με ζώα, όπως ο Μινώταυρος. Οι μυθικές μορφές που περιέχουν βέβαια στοιχεία ανθρώπων και ζώων είναι συχνά και ένας τρόπος να αναπαριστώνται και οι θεοί των πρωτόγονων και αρχαίων λαών, όπως στην Αιγυπτιακή και στην Ινδική Μυθολογία. Το σίγουρο πάντως είναι πως τα τέρατα κάνουν θραύση στο ανήλικο κοινό. Ίσως επειδή εικονογραφούν τους εσωτερικούς τους φόβους, τα περισσότερα παιδιά θέλουν να δουν το «τέρας» εικονογραφημένο. Θέλουν –όσο κι αν τα τρομάζει- να παίξουν με το «τέρας», αν μη τι άλλο με ένα «τέρας» προερχόμενο από τα πιο γνωστά κλασικά παραμύθια όπως η «Πεντάμορφη και το Τέρας» που γράφτηκε το 1740. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Πριν λίγο καιρό φωτογράφησα την πανσέληνο με το ψηφιακό ζουμ της φωτογραφικής μηχανής και έδειξα την εικόνα στην κόρη μου. Εκείνη με ρώτησε πρώτον αν τρώγεται, και δεύτερον –όταν της εξήγησα πως είναι το φεγγάρι- αν και πότε μπορούμε να πάμε.
Θα ήθελα πολύ να της απαντήσω πως θα πάμε τον επόμενο μήνα, αλλά εδώ δεν είμαστε στη γη ασφαλείς, θα είμαστε στο φεγγάρι; Αυτό ευτυχώς όμως δεν απασχολεί τον Γκαγκαρού, τον νέο ήρωα της Λήδας Βαρβαρούση, ο οποίος με τον φίλο του τον Απόλλο αποφασίζουν να φτιάξουν έναν πύραυλο και να πετάξουν μαζί του στο φεγγάρι. Οι απόπειρες θα είναι πολλές. Και η επιλογή των απολύτως απαραίτητων για το ταξίδι δύσκολη. Διαφορετικά γιατί να βρεθούν με μια μπανιέρα κρεμασμένη έξω από τον πύραυλο; Τότε έρχεται η στιγμή της εκτόξευσης. Θα τα καταφέρουν; Δεν θα σας πω. Θα σας πω μόνο αυτό που έλεγε ο Μπέκετ, έστω και παραφρασμένο από μνήμης. Προσπάθησε, απότυχε, προσπάθησε ξανά, απότυχε καλύτερα. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι προσέφερε η θεωρία και η έρευνα του Κάρολου Δαρβίνου στη σημερινή γνώση για την εξέλιξη των ειδών; Μας έμαθε καταρχήν πως «όλοι οι έμβιοι οργανισμοί γεννιούνται με μικρές παραλλαγές και διαφορές», πως «ορισμένες διαφορές βοηθούν στην επιβίωση και την αναπαραγωγή, γι’ αυτό και μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές», πως «ορισμένα είδη γεννούν πολλά μικρά, ορισμένα από τα οποία δεν επιβιώνουν», ενώ «εκείνα που επιβιώνουν είναι τα καλύτερα προσαρμοσμένα για να ζήσουν και να αναπαραχθούν στο συγκεκριμένο περιβάλλον», καθώς και πως «χρήσιμα γνωρίσματα που μπορούν να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές διαδίδονται ολοένα και περισσότερο στον πληθυσμό, ενισχύοντας έτσι την εξέλιξη».
Με αυτές τις πέντε προτάσεις συνοψίζει η βιολόγος, γραφίστρια και εικονογράφος Sabina Radeva το βιβλίο του Κάρολου Δαρβίνου «Περί της Καταγωγής των Ειδών», το οποίο διασκεύασε και εικονογράφησε για μικρά παιδιά, εξηγώντας όχι μόνο την θεωρία του, αλλά και πώς έφτασε μέχρι εκεί. Ξεκινώντας λοιπόν από την ρηξικέλευθη σκέψη πως δεν εμφανίστηκαν όλα τα πλάσματα στη σημερινή τους μορφή ταυτόχρονα στον κόσμο –μια σκέψη που ερχόταν σε μεγάλη ρήξη με την Εκκλησία εκείνη την εποχή-, σε έναν χρόνο έτοιμο για νέους προβληματισμούς, αφού παράλληλα με εκείνον και ο Ζορζ Λουί Λεκλέρκ ντε Μπιφόν, αλλά και ο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ άρχισαν να σκέφτονται πάνω στην εξέλιξη των ειδών, ενώ έπειτα από έρευνα είκοσι περίπου χρόνων, ο Κάρολος Δαρβίνος εξέδωσε το βιβλίο του «Περί της Καταγωγής των Ειδών». Τι προσφέρει όμως αυτό το βιβλίο στα σημερινά παιδιά στην εικονογραφημένη και διασκευασμένη του έκδοση; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Είναι ίσα τα αγόρια με τα κορίτσια;
Έχουν τα ίδια δικαιώματα; Μπορούν να κάνουν τα ίδια πράγματα; Είναι ποτέ δυνατόν να συζητάμε ακόμα αυτά τα πράγματα, τον 21ο αιώνα; Είναι. Γιατί ένας τρόπος ζωής και σκέψης που αναπτύχθηκε με το πέρασμα πολλών αιώνων είναι δύσκολο να αλλάξει μέσα σε κάποιες δεκαετίες. Και φυσικά δεν μιλάμε για τις σχέσεις όπως αναπτύσσονται, και τις δυναμικές μέσα στην οικογένεια –οι οποίες βασίζονται εκτός από τις στερεοτυπικές αντιδράσεις των ατόμων, και στο «συμβόλαιο» που έχει άτυπα συνάψει το γονεϊκό ζευγάρι. Μιλάμε για ακόμα πιο απλές σκέψεις όπως: δικαιούται μια έφηβη να σπουδάσει όταν στο σπίτι υπάρχει ένα μωρό που δεν μπορεί να το φροντίσει κανείς; Είναι η σύζυγος μια παιδομηχανή που όταν αποδειχθεί ελαττωματική ο ιδιοκτήτης άντρας οφείλει να την αντικαταστήσει; Είναι η ξένη γυναίκα, η μετανάστρια –και δη από χώρες που οι Έλληνες παραδοσιακά θεωρούν κατώτερή τους- ικανή για οτιδήποτε άλλο παρά τον αγοραίο έρωτα; Και για να ανταποκριθούμε και στην επικαιρότητα: είναι κατακριτέα μια γυναίκα που προβάλει την σεξουαλικότητά της, η οποία μάλιστα έχει μάθει πως αυτό μόνο πουλάει; Αν ναι, γιατί δεν γίνεται τόσος ντόρος και για τους άντρες που κάνουν το ίδιο; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Ποιον/α αγαπάμε; Αγαπάμε τον άνθρωπο; Αγαπάμε το αντίθετο ή το ίδιο φύλο; Αγαπάμε τα χαρακτηριστικά του/της άλλου/ης; Αγαπάμε το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια του/της; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την αγάπη στα παιδιά χωρίς να την εντάξουμε στα στερεότυπα;
Μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει τον τελευταίο καιρό αφορά αφενός την ανάγκη της αποδοχής της διαφορετικότητας, αλλά και τον τρόπο αυτή να μην μπερδεύει τους εφήβους ξαμολώντας τους σε μια ασύδοτη σεξουαλική ελευθεριότητα που περισσότερο τους δημιουργεί απορίες για τον εαυτό τους, το φύλο τους και την ταυτότητά τους, παρά τους ανοίγουν στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Από την άλλη δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει το δικαίωμα καθενός σε αυτό που νιώθει πως είναι, πως θέλει και επιθυμεί, ανεξαρτήτου φύλου και προσανατολισμού. Πώς γίνεται λοιπόν αυτό; γράφει η Μαρία Σούμπερτ Τι αντιπροσωπεύει μια κούκλα;
Είναι ένα μεταβατικό αντικείμενο; Είναι μια μεταμφίεση; Είναι ένα φυλαχτό; Είναι μήπως μια παρέα, ένα σύμβολο της παιδικής ηλικίας ή συνοδεύει το κορίτσι –γιατί από τα βάθη της ιστορίας οι κούκλες συνδέονται με τα κορίτσια, κι ας προσπαθούν οι τελευταίες δεκαετίες να το αλλάξουν αυτό- και στο γάμο του; Η Γλυκερία Γκρέκου γράφει ένα παιδικό βιβλίο με θέμα αλλά και πρωταγωνιστές τις κούκλες ενός Μουσείου. Ενός Μουσείου Κούκλας, στο οποίο τα εκθέματα κάθε βράδυ ζωντανεύουν και επικοινωνούν μεταξύ τους. Στα σκαλάκια του μουσείου αυτού θα βρει καταφύγιο μια οικογένεια –προσφύγων;- με τα παιδιά της. Η μικρή τους κόρη αγκαλιά με την δική της κούκλα θα ακούσουν μια Φωνή που θα τα καλέσει στο μουσείο. Μόλις μπουν κάθε κούκλα θα συστηθεί σε μια σπονδυλωτή αφήγηση, ξεκινώντας από την αρχαία πλαγγόνα, τα βυζαντινά νιννία, τις κουτσούνες της Τουρκοκρατίας, τις πουπέ της Σμύρνης και τις κούκλες του κουκλοθεάτρου της Κατοχής. της Μαρίας Σούμπερτ Ο Πλοίαρχος Νέμο υπήρξε ίσως από τις πιο μυστηριώδεις μορφές που δημιούργησε ο Ιούλιος Βερν. Με δύο και μόνο εμφανίσεις («20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» το 1870 και «Η μυστηριώδης νήσος» το 1874) κατάφερε να δημιουργήσει μια τέτοια ατμόσφαιρα γύρω από το πρόσωπό του που έγινε πολύ πιο αναγνωρίσιμος από τους άλλους ήρωες του Ιουλίου Βερν. Όλοι ξέρουμε και έχουμε ακούσει για το Ναυτίλο, το καταπληκτικό του υποβρύχιο –πολύ πιο εξελιγμένο από τις κατασκευές που ήδη είχαν γίνει για ένα άτομο από τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η αίγλη αυτή και το μυστήριο που καλύπτουν το πρόσωπο του Πλοιάρχου Νέμο στάθηκαν αφορμή να γίνει ήρωας στη σειρά βιβλίων του Ντάβιντε Μοροζινότο. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς «Το αγόρι χωρίς όνομα», ο Ντανιέλε, ο έφηβος βαλές του Κολεγίου Πεμπέφ, αφηγείται την γνωριμία του με το περίεργο εκείνο μελαμψό αγόρι, που κυκλοφορούσε με το όνομα Νέμο (λατινικά για «Κανένας»). Ο Ντανιέλε περιμένει στο λιμάνι της Χάβρης να παραλάβει με την άμαξα τους δύο νέους μαθητές του Κολεγίου. Το περίεργο αγόρι και την ευγενικής καταγωγής Αμερικανίδα Άσλιν Γούντσγουορθ. Η συνάντηση αυτή θα σταθεί μοιραία, αφού θα σφραγίσει το μέλλον των τριών εφήβων. Και του τεράστιου μαστίφ που συνοδεύει το περίεργο αγόρι, πάντα και παντού, και ακούει στο όνομα Ναυτίλος. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Που πάνε όλα τα παιχνίδια των παιδιών που εξαφανίζονται μέσα στο σπίτι; Οι πιπίλες τους; Τα κουκλάκια; Και επαναλαμβάνω με μεγάλη ηρεμία: Οι πιπίλες; Που χάνονται όταν τις χρειάζεσαι περισσότερο παρά ποτέ;
Αυτό μοιάζει να αναρωτιούνται και ο Drew Daywalt με τον Oliver Jeffers και αφήνουν την φαντασία τους να οργιάσει. Οι ήρωες άλλωστε μας είναι γνωστοί: τα κραγιόνια –ή άλλοι φίλοι τους- που κάποτε παραπονούνταν στον Ντάνκαν για τον τρόπο που τα μεταχειριζόταν. Σε εκείνο το βιβλίο («Η μέρα που τα κραγιόνια τα παράτησαν», εκδόσεις Ίκαρος) τα κραγιόνια ζητούσαν από τον Ντάνκαν να κάνει κάποιες αλλαγές. Και ο Ντάνκαν τα άκουσε; Τώρα όμως; Τώρα του γράφουν γράμματα – του στέλνουν βασικά καρτ ποστάλ- υπενθυμίζοντάς του την παρουσία τους και τις δικές τους ανάγκες. Σαν το ανοιχτό πράσινο που βαρέθηκε να ζωγραφίζει τον αρακά και αποφάσισε να εξερευνήσει τον κόσμο. Ή το βυσσινί που κάθισε ο μπαμπάς επάνω του, το έσπασε στη μέση και το έκανε να χαθεί στον καναπέ μέσα. Ή σαν το κόκκινο ηλεκτρίκ που ταξιδεύει ανά τον κόσμο –κι ας μην ξέρει στα σίγουρα κάθε φορά που βρίσκεται. Άλλα κραγιόνια έχουν ενωθεί και θέλουν επιτέλους να γυρίσουν στο σπίτι μακριά από τον καυτό ήλιο, άλλα έχουν ξεχαστεί στο σκοτάδι και φοβούνται, άλλα δεν θα τα καταφέρουν χωρίς τη βοήθειά του να επιβιώσουν από τον μικρότερο αδερφό του Ντάνκαν. γράφει η Μαρία Σούμπερτ Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, ένας δράκος έχει σουβλερά δόντια και στόμα σαν πύλη. Είναι κακός, γρουσούζης, τα μάτια του είναι κόκκινα και φτύνει σπίθες. Σε κάνει κάρβουνο, σε τηγανίζει, σε τρώει και μετά τρίβει το στομάχι του.
Αυτόν τον δράκο καλείται να βρει και ο Γιάννης, στο παραμύθι της Βάσιας Παρασκευοπούλου που ακολουθεί την κλασική δομή του Ταξιδιού του Ήρωα. Ο Γιάννης, που λέτε, για να μπορέσει να είναι φίλος με τη Μυρσίνη, την κόρη του Βασιλιά, πρέπει να βρει αυτό το δράκο και να τον σκοτώσει. Αυτό του λέει τουλάχιστον ο Βασιλιάς που θέλει να βρει τρόπο να τον απομακρύνει από την κόρη του. Έλα μου όμως που κανείς δεν ξέρει που είναι ο δράκος και όλοι του λένε όσα έχουν ακούσει για αυτόν. Φήμες λοιπόν και ένα μονοπάτι στο οποίο τον οδηγεί η ίδια η φύση, η γη, ο αέρας, το νερό και η φωτιά που είναι τα εμπόδια και οι βοηθοί του αντίστοιχα. Τι θα συμβεί όμως όταν βρει το δράκο; Όταν μάλιστα ανακαλύψει πως σε όλα του είναι...λάθος; |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος