γράφει ο Μιχάλης Λαγάνης Πέρασαν περίπου δύο δεκαετίες από την πρώτη animation κινηματογραφική εκδοχή της Mulan, από την Disney.
Η παραδοσιακή -κινεζικού μύθου- ιστορία του μικρού κοριτσιού, που με τη βοήθεια του πνεύματος του αρχαίου «Χρυσού Φοίνικα» μεταμφιέζεται κρυφά από τους γονείς του σε αγόρι και αντικαθιστά τον ηλικιωμένο πατέρα της στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος μάχεται ενάντια στους μοχθηρούς, αιμοσταγείς Ροτάρους και την αμφιλεγόμενη μάγισσα Ζιανιάνγκ, είναι ο βασικός δραματουργικός καμβάς της ταινίας, διανθισμένος με πιο σύγχρονες αφηγηματικές πινελιές. Το Mulan σε αυτήν τη μοντέρνα εκδοχή του, είναι ότι πρέπει για θερινό σινεμά, ικανοποιώντας επαρκώς το νεανικό κοινό, αλλά και όσους αγαπούν τις ταινίες με πολεμικές τέχνες, απολαμβάνοντας μιάμιση ώρα εξωτικής περιπέτειας συνοδεία ζεστού ποπ κορν.
0 Comments
του Παναγιώτη Παπαϊωάννου Στην 7η τέχνη, όταν υπάρχει ξεκάθαρη αντίληψη για τις δυνατότητες του μέσου – της ταινίας – γνώση του θέματος και επάρκεια κεφαλαίων, η σύζευξη δημιουργικών επαγγελματιών φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα.
Κι αν αυτό ακούγεται σαν προσπελάσιμη ακαδημαϊκή γενικότητα, εν τούτοις παραμένει ένας κανόνας. Στην εποχή μας, μια εποχή στην οποία στην τέχνη μεγεθύνεται (ή και αποθεώνεται) η εξαίρεση, εξαίρεται ως δικαιωματικός θρίαμβος η αποτύπωση κάθε προσωπικής αφασίας και υποτιμάται – αν δεν χλευάζεται- το να διαθέτει ένα έργο τέχνης ηθικοκοινωνικό εκτόπισμα, ή ο δημιουργός του σαφείς καλλιτεχνικές απαρχές και μήνυμα να υποστηρίξει, η «Ευτυχία» του Άγγελου Φρατζή (βλ. «Ακίνητο Ποτάμι», «Σύμπτωμα», «Μέσα στο Δάσος», «Το Όνειρο του Σκύλου», «Polaroid») αποτελεί μια εμφατική επιβεβαίωση αυτού του κανόνα. Εν προκειμένω, τον σκηνοθέτη Άγγελο Φρατζή πλαισιώνει μια υψηλών προδιαγραφών και βαρέως παλμαρέ ομάδα, που καταφέρνει να συναρμοσθεί δημιουργικά, αποδίδοντας ένα πανάξιο κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Σενάριο Κατερίνας Μπέη βασισμένο στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη, εγγονής της στιχουργού. Παραγωγή Διονύσης Σαμιώτης («Πολίτικη Κουζίνα»), Γιώργος Κυριάκος και Κώστας Λαμπρόπουλος («Νύφες», «Το βλέμμα του Οδυσσέα»). Είναι απολαυστικό και συγχρόνως λυτρωτικό να παρακολουθείς μια ελληνική ταινία να πατά τόσο γερά στις κινηματογραφικές αξίες που ισχύουν διεθνώς, μια ταινία με κλάση στη σκηνοθεσία, τους διαλόγους, τη δραματουργική επεξεργασία, τη φωτογραφία, την καλλιτεχνική διεύθυνση και φυσικά στις ερμηνείες. Η «Ευτυχία», μια ματιά στη ζωή της θρυλικής στιχουργού του λαϊκού μας τραγουδιού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου διαθέτει πεντακάθαρη φιλμική ματιά, προσεγμένη στις ρετρό λεπτομέρειες και στοχεύει να σκιαγραφήσει, την πορεία μιας ισχυρής, μονογενούς προσωπικότητας μέσα από τα σκοτεινά, δύστοκα, ανισόρροπα, περιπετειώδη, γενναία και τραγικά μονοπάτια της ιστορίας της χώρας μας, στην καρδιά του 20ου αιώνα. Μιας γυναίκας που έκανε τόσες αδιανόητες για την εποχή της ρήξεις, ακριβώς γιατί εμφορείτο από την ιερή κατάρα να ακολουθήσει τη θεία δύναμη του ταλέντου της. του Παναγιώτη Παπαϊωάννου ΜΕ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
«Δυστυχώς Απουσιάζατε», του Κεν Λόουτς Ο γεννημένος το 1936 Άγγλος σκηνοθέτης είναι από τις περιπτώσεις που δεν κάθεται καθόλου καλά απέναντι στο κρατούν σινεματικό σύστημα των επίπεδων υπερηρώων και των ρηχών μπλοκμπάστερ. Και δεν κάθεται, διότι επί περισσότερο από μισόν αιώνα και με 27 ταινίες, με τις δικές του δυνάμεις και υπηρετώντας το σαφές κοινωνικο-πολιτικό στίγμα, έχει επιβιώσει, βραβευθεί και εξακολουθεί να δημιουργεί με κρυστάλλινη ματιά πάνω στα σύγχρονα προβλήματα. Κανείς στην δύσκολη ηλικία του δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί αν έδειχνε εφησυχασμένος στο όποιο δημιουργικό του παρελθόν. Σχεδόν κανείς 83χρονος δεν θα είχε την αντοχή και την καθαρότητα πνεύματος να γυρίζει προσωπικές ταινίες. Πολλώ μάλλον κανείς πολυβραβευμένος 83χρονος. Όμως, για τον Κεν Λόουτς, ο οποίος έχει κερδίσει δύο φορές το Βραβείο Ευρωπαίκού Κινηματογράφου – το ’91 με το «Ριφ – Ραφ» και το ’95 με το «Γη και Ελευθερία» και άλλες δύο τον Χρυσό Φοίνικα, το 2006 για το «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» και δέκα χρόνια αεργότερα για το συγκλονιστικό «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέϊκ» - η φιλμική ματιά στην ωμή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και των πολλαπλών αξιακών μεταλλαγών που αυτή έχει επιφέρει, κυρίως στις δυτικές κοινωνίες, δεν είναι «δουλειά», είναι αποστολή εκφραζόμενη με την απλότητα μιας εσώτερης ανάγκης και την μαεστρία μιας βαθιά ανθρωποκεντρικής τέχνης. ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΟ «JOKER» ΤΟΥ ΤΟΝΤ ΦΙΛΙΠΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΟΑΚΙΝ ΦΟΙΝΙΞ ΣΤΟΝ ΟΜΩΝΥΜΟ ΡΟΛΟ13/11/2019
του Μιχάλη Λαγάνη Σάββατο βράδυ μέσα σε μια κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα. Έχουν περάσει περίπου 45 ημέρες από την έναρξη της προβολής της ταινίας « JOKER», αλλά εξακολουθεί να «σπάει ταμεία». Λίγο η ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ, λίγο ο «πόλεμος των κριτικών» για το αν πρόκειται για αριστούργημα ή αποτυχία και φυσικά ο ντόρος που προκλήθηκε σε όλον τον πλανήτη σχετικά με την καταλληλότητα της και το νόημα που θέλει να περάσει στο κοινό, ήταν αναμενόμενο να γίνει όχι μόνο η πιο πετυχημένη ταινία της χρονιάς, αλλά και αντικείμενο συζήτησης για κριτικούς και μη. Φυσικά εξαίρεση δε θα μπορούσε να αποτελέσει η χώρα μας και η παγκόσμια πρωτοτυπία που καταγράψαμε, με την κατάληξη μιας παρέας ανήλικων πιτσιρικάδων στο αστυνομικό τμήμα μαζί με τους γονείς τους, επειδή έκαναν το «λάθος» να δουν την ταινία στον κινηματογράφο. Λοιπόν, άξιζε τον κόπο τόση ταλαιπωρία;
του Παναγιώτη Παπαϊωάννου Η 9η ταινία του Quentin Tarantino προσεδαφίστηκε πλέον και στη χώρα μας, σε μια σειρά από πρώτες προβολές που άρχισαν από την Παρασκευή 16 Αυγούστου και μετά, σε επιλεγμένα σινεμά, μία εβδομάδα πριν την κανονική της πρεμιέρα στις αίθουσες της. Σ’ ένα από τα ωραιότερα θερινά της Αθήνας, το «ΣΙΝΕ-ΠΑΡΙ», στην δεύτερη από τις προβολές αυτές, Σάββατο 17 Αυγούστου, γινόταν το αδιαχώρητο, με τα εισιτήρια να έχουν εξαντληθεί από την προηγουμένη.
Εξηγήσιμο, αν αναλογιστεί κανείς την εμβέλεια του ονόματος Tarantino και ενδεικτικό του ότι και στην Ελλάδα καταγράφεται αυτό που δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν σε όλες τις προηγμένες κινηματογραφικές αγορές : το κοινό θεωρεί την υπογραφή του Tarantino εγγύηση ορισμένων χαρακτηριστικών σινεματικής εμπειρίας, που για πολλούς πιθανόν και ετερόκλητους λόγους γνωρίζει ότι θα το συγκινήσουν. Με άλλα λόγια πάνε να δουν κάθε καινούρια ταινία του, επειδή είναι δική του. Αυτή, πέρα από μια διάσταση hype που υπήρχε και θα υπάρχει, είναι μια υγιής συνθήκη μεταξύ δημιουργού και κοινού. Το πρόβλημα με όσους μέσα στα χρόνια δεν πιάνουν τον Ταραντίνο, ή τον χαρακτηρίζουν φλύαρο, δευτερατζή και εμμονικό με τη λεπτομέρεια, έχει περίπου ως εξής: ενώ αυτοί βλέπουν, λ.χ. στην εισαγωγική σεκάνς της “Jackie Brown”, μια σιτεμένη «μαύρη» αεροσυνοδό να περπατάει «χωρίς να μας λέει πού πηγαίνει», ενώ ακούγεται ένα τραγούδι «που, δε θυμάμαι αν ξέρω ποιοι το λένε;», εκείνοι που τον απολαμβάνουν, στην ίδια σεκάνς βλέπουν τη μιγάδα πρώην σταρ των blaxploitation φιλμ του ’70, Pam Grier, να φοράει μεσάτη nineties βαθυγάλαζη στολή αεροσυνοδού και καθώς περνάει μπροστά από έναν ταιριαστό κάδρο (γαλάζιο, τυρκουάζ και ανοιχτό πορτοκαλί τοίχο διαδρόμου αεροδρομίου) – απαρατήρητη, όπως η πλοκή θα μας αποκαλύψει–ακούγεται σχεδόν ολόκληρη η soul/funk επιτυχία “Across 110th Street” του Bobby Womack, που πρωτακούστηκε στην ομώνυμη αστυνομική ταινία του ’72, με Antony Quinn και Yaphet Kotto. |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
September 2023
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος