του Παναγιώτη Παπαϊωάννου Η 9η ταινία του Quentin Tarantino προσεδαφίστηκε πλέον και στη χώρα μας, σε μια σειρά από πρώτες προβολές που άρχισαν από την Παρασκευή 16 Αυγούστου και μετά, σε επιλεγμένα σινεμά, μία εβδομάδα πριν την κανονική της πρεμιέρα στις αίθουσες της. Σ’ ένα από τα ωραιότερα θερινά της Αθήνας, το «ΣΙΝΕ-ΠΑΡΙ», στην δεύτερη από τις προβολές αυτές, Σάββατο 17 Αυγούστου, γινόταν το αδιαχώρητο, με τα εισιτήρια να έχουν εξαντληθεί από την προηγουμένη. Εξηγήσιμο, αν αναλογιστεί κανείς την εμβέλεια του ονόματος Tarantino και ενδεικτικό του ότι και στην Ελλάδα καταγράφεται αυτό που δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν σε όλες τις προηγμένες κινηματογραφικές αγορές : το κοινό θεωρεί την υπογραφή του Tarantino εγγύηση ορισμένων χαρακτηριστικών σινεματικής εμπειρίας, που για πολλούς πιθανόν και ετερόκλητους λόγους γνωρίζει ότι θα το συγκινήσουν. Με άλλα λόγια πάνε να δουν κάθε καινούρια ταινία του, επειδή είναι δική του. Αυτή, πέρα από μια διάσταση hype που υπήρχε και θα υπάρχει, είναι μια υγιής συνθήκη μεταξύ δημιουργού και κοινού. Το πρόβλημα με όσους μέσα στα χρόνια δεν πιάνουν τον Ταραντίνο, ή τον χαρακτηρίζουν φλύαρο, δευτερατζή και εμμονικό με τη λεπτομέρεια, έχει περίπου ως εξής: ενώ αυτοί βλέπουν, λ.χ. στην εισαγωγική σεκάνς της “Jackie Brown”, μια σιτεμένη «μαύρη» αεροσυνοδό να περπατάει «χωρίς να μας λέει πού πηγαίνει», ενώ ακούγεται ένα τραγούδι «που, δε θυμάμαι αν ξέρω ποιοι το λένε;», εκείνοι που τον απολαμβάνουν, στην ίδια σεκάνς βλέπουν τη μιγάδα πρώην σταρ των blaxploitation φιλμ του ’70, Pam Grier, να φοράει μεσάτη nineties βαθυγάλαζη στολή αεροσυνοδού και καθώς περνάει μπροστά από έναν ταιριαστό κάδρο (γαλάζιο, τυρκουάζ και ανοιχτό πορτοκαλί τοίχο διαδρόμου αεροδρομίου) – απαρατήρητη, όπως η πλοκή θα μας αποκαλύψει–ακούγεται σχεδόν ολόκληρη η soul/funk επιτυχία “Across 110th Street” του Bobby Womack, που πρωτακούστηκε στην ομώνυμη αστυνομική ταινία του ’72, με Antony Quinn και Yaphet Kotto. Υπάρχει δηλαδή μια μόνιμη διαφορά φάσης, ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν διαβάσει το μάθημα και σ’ αυτούς που είτε έχουν λιγότερες προσλαμβάνουσες, είτε δεν μπορούν να αφεθούν, ώστε ν’ αποκτήσουν. Ο ίδιος κίνδυνος, αυτή η διαφορά φάσης, ελλοχεύει και σ’ αυτή την ταινία, για όσους εξακολουθούν να μην έχουν πιάσει την ιδιοσυγκρασία του Tarantino. Εκεί που μερίδα του κοινού θα βλέπει τον Brad Pitt «απλώς να οδηγεί», όσοι είναι συντονισμένοι με το σύμπαν του Tarantino, βλέπουν τον τύπο που επί δέκα και πλέον χρόνια αντιμετωπιζόταν ως «μοντέλο», μέχρι να παίξει στα 30 του στο cult movie “Kalifornia” και να τους αφήσει όλους με ανοιχτό το στόμα, να υποδύεται έναν ψημένο stunt man, απ’ αυτούς που βλέπαμε στις επικίνδυνες σκηνές από όλες τις αστυνομικές σειρές και ταινίες να ντουμπλάρει τον πρωταγωνιστή χωρίς να το γνωρίζουμε, ο οποίος ντυμένος με Wrangler τζην, γυαλί Rayban και ινδιάνικο καστόρινο πασούμι ν’ ανεβοκατεβαίνει τους όλο στροφές δρόμους των λόφων του Hollywood μ’ ένα VW Karmann Ghia cabrio, ενώ από το ραδιόφωνο ακούγονται δελτία ειδήσεων για τον πόλεμο που μαίνεται στο Βιετνάμ. Naι, ο Tarantino κάνει ταινίες πρωτίστως για όσους έχουν δει σινεμά και για όσους αγαπούν να βλέπουν. Όχι με τον αφ’ υψηλού, αλαζονικό τρόπο του παγωμένου μονοπλάνου, της ελλειπτικής drone υπόκρουσης και των ξερών σιωπών του ενός δεκαλέπτου, που συχνά έρχεται να συναντήσει και να αιτιολογήσει το συναισθηματικό κενό και εν πολλοίς την πνευματική αφλογιστία κάποιου σκηνοθέτη. Αλλά λειτουγώντας, πέρα από τον μύθο που με κάθε ταινία του εισφέρει, σαν ένα ανοικτό κινηματογραφικό φροντιστήριο για τις νεώτερες γενιές θεατών, ένα περιφερειακό σεμινάριο κουμπωμένο πάνω στο μύθο, που προσφέρει τις αφορμές να ψάξει κανείς τις αναφορές στην ιστορία του σινεμά, όπως κάθε αξιόπιστο επιστημονικό πόνημα έχει επιμελημένα τοποθετημένες και ακριβείς τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία του. Προχωρώντας πέρα από αυτή την υπαρκτή μεταξύ του κοινού διάσταση, που οσονούπω θα αποκτήσει και φωνή μέσα από κριτικές παρουσιάσεις και «γνώμες», λιγώντας για την ουσία, έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη απολαυστική ταινία του Tarantino, για όσους είναι μέσα στο κόλπο και για όσους είναι πρόθυμοι να μπουν. Μια ταινία που καταπιάνεται με μια ευεπίφορη πολλαπλού σχολιασμού εποχή, μισόν αιώνα πριν από σήμερα, όταν η κινηματογραφική βιομηχανία του Hollywood άλλαζε. Και άλλαζε, γιατί η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα (μ.α. αντιπολεμικό κίνημα, μουσική έκρηξη, hippies, σεξουαλική απελευθέρωση) έτεινε να ξεπεράσει στη δεδομένη στιγμή την παραδοσιακή μυθοπλασία (ταινίες δράσης, πολεμικές, western και καράτε). Αυτή τη χρονική συγκυρία, η οποία, όπως έχει πει ο ίδιος ο Tarantino έχει την αφετηρία στις προσωπικές του μνήμες από τις ταινίες, τις τηλεοπτικές σειρές που παρακολουθούσε και τις ατέλειωτες βόλτες με το αυτοκίνητο, που ως 7χρονος το 1969 έκανε με τον πατριό του στους δρόμους περί το Hollywood, τη χτίζει γύρω από δύο πυλώνες : (ι) ένα κατ’ ουσίαν buddy movie, είδος με το οποίο μέχρι τώρα δεν είχε καταπιαστεί, ούτε χρησιμοποιήσει ως πυλώνα σε καμιά από τις πλοκές των ταινιών του και (ιι) μια πασίγνωστη και για πολλούς λόγους οριακή για τα εγκληματολογικά χρονικά υπόθεση, αυτή των πολλαπλών ανθρωποκτονιών της αίρεσης – συμμορίας “The Family” του Charles Manson τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1969 στο Hollywood, η οποία και υπήρξε από τα εγκληματικά περιστατικά που με τη βιαιότητα και τον παραλογισμό τους σημειολογικά αποκαθήλωσαν και τσαλαπάτησαν την ψευδαίσθηση ελευθεριότητας και πνευματικής ανεκτικότητας που πρέσβευαν τα ιδεώδη της επαναστατημένης, εντός και εκτός εισαγωγικών, γενιάς του ’60. Σε πρώτο επίπεδο, την παράσταση ανεβάζουν οι δύο ανδρικοί ρόλοι, οι οποίοι είναι πραγματικά απολαυστικοί. Di Caprio και Brad Pitt, ο πρώτος στο ρόλο του ξεπεσμένου action man και ο δεύτερος σ’ αυτόν του αειθαλή και άθραυστου stunt man – alter ego/βοηθού/κολλητού του φίλου, γεμίζουν το μαεστρικά στημένο όπως πάντα πλάνο και κρατούν την πλοκή πάνω τους. Ο καθένας έχει τις αλησμόνητες σόλο στιγμές του – λ.χ. ο Brad Pitt αντιμετωπίζοντας τον ... Bruce Lee, καθώς περιμένει ανάμεσα στα γυρίσματα, ή ο Di Caprio στον διάλογο με την ανήλικη ρολίστα που ως «κακός» καλείται να υποδυθεί ότι την έχει πάρει όμηρο και απειλεί να την σκοτώσει. Ο δεύτερος δίνει άλλο ένα μικρό ρεσιτάλ, από τα αλλεπάλληλα την τελευταία δεκαετία, για το πόσο μπορεί να συγκινήσει. Ο Brad Pitt είναι πιο σωματικός, όμως εξίσου εύγλωττος με διαφορετικό τρόπο. Οι στιγμές αυτές των δύο πρωταγωνιστών είναι τόσες και τόσο καλές που πραγματικά σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι, με δεδομένη και την πραγματική βιολογική τους ηλικία, 44 ο Di Caprio, 55 o Brad Pitt, πως παρακολουθείς δύο από τους τελευταίους αρσενικούς σταρ παλαιάς κοπής του Hollywood. Σε δεύτερο επίπεδο, τo ειδικό βάρος της πληθώρας των δεύτερων ρόλων και των cameo είναι (και αυτή τη φορά) ζυγισμένη μαεστρικά. Είτε αυτοί είναι συνήθεις συνεργάτες του σκηνοθέτη (λ.χ. Kurt Russell, Zoe Bell, Michael Madsen), είτε νέοι (λ.χ. η 10χρονη Julia Butters που κλέβει την παράσταση), είτε ιερά τέρατα (βλ. Al Pacino), είτε επανακάμψαντες ρολίστες (Bruce Dern), είτε μορφές που έμελλε να κάνουν την τελευταία τους εμφάνιση στο πανί (Luke Perry) όλοι υποδύονται αληθινά πρόσωπα, είτε και χαρακτήρες συντεθημένoυς από αληθινά πρόσωπα, συμβάλλοντας στη ρεαλιστική ανάπλαση του χρόνου και του τόπου της ταινίας. Μετά τα “Jackie Brown”, “Kill Bill” και “Inglourious Basterds” όπου κυριαρχούν γυναικείοι χαρακτήρες, αυτή τη φορά οι δύο ανδρικοί ρόλοι έχουν τον πρώτο λόγο, ακόμη κι αν περιστοιχίζονται από πολλούς μικρούς και απολαυστικούς στις λεπτομέρειές τους ρόλους. Τρίτη της τάξει ανάμεσα στους σταρ της ταινίας η -χάρμα ιδέσθαι- Margot Robbie, που υποδύεται το πιο γνωστό θύμα των δολοφονιών του Manson, την ηθοποιό Sharon Tate, σύζυγο του περίφημου και ακόμη εν ζωή σκηνοθέτη Roman Polanski. Παίζει περισσότερο με την παρουσία, την κίνηση και το ντύσιμό της, ενσαρκώνοντας την ομορφιά και την αθωότητα εκείνης της εποχής του Hollywood, παίζοντας έτσι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι με όσους θεατές γνωρίζουν την πραγματική ιστορία, ότι η Tate, ενώ απολαμβάνει την επιτυχία της (νέα, όμορφη, μέσα σε δημοφιλείς ταινίες, παντρεμένη μ’ έναν αβάν γκαρντ δημιουργικό άντρα και έγκυος στο παιδί του), θα δολοφονηθεί άδοξα, ατιμωτικά, για το τίποτε. Αυτό το παιχνίδι δίνει μια δραματική διάσταση στην παρουσία της, παρ’ ότι η ταινία δεν επιλέγει να δείξει το τι πραγματικά συνέβη. Και δεν δείχνει τι πραγματικά συνέβη, γιατί ο Tarantino, όπως λατρεύει να κάνει, παρουσιάζει μια έξοχα στημένη εναλλακτική εκδοχή του τι συνέβη, μας παρουσιάζει αυτό που εύκολα θα μπορούσε και ίσως «θα ήταν δικαιώτερο» να συμβεί. Βασιζόμενος, όπως πάντα – και αυτό δεν μπορεί να του πάρει κανείς εύκολα – στο ότι πρώτα έχει μελετήσει το πραγματικό συμβάν, το πού, πότε και γιατί συνέβη, μπορώντας έτσι να μας εντάξει στον ιστορικοχρονικό καμβά που επιλέγει με την επίδραση μιας λεπτό προς λεπτό προσομοίωσης, ενός ντοκυμανταίρ με τον θεατή στην πρώτη θέση και τους πρωταγωνιστές του να ανασαίνουν και να αλληλεπιδρούν με την καταγεγραμμένη πραγματικότητα. Η αγάπη του σκηνοθέτη για την δραματουργική αποκατάσταση των «λαθών» της ιστορίας θριαμβεύει για μια ακόμη φορά. Στο “Kill Bill” είχαμε τη γυναίκα –τιμωρό του “alpha male”, στο “Death Proof” την τιμωρία του διαταραγμένου φαλλοκράτη από μια παρέα απελευθερωμένες και ατρόμητες αμαζόνες, στο “Inglourious Basterds” το «σωστό» τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο “DJango” τον μαύρο τιμωρό του ρατσιστικού λευκού νότου. Σ’ αυτήν, την 9η ταινία του, ναι μεν δεν σκοτώνει τον Hitler, κατά το αμίμητο εύρημα των “Inglourious Basterds”, αλλά πατώντας, όπως αρέσκεται, στο στοιχείο της τυχαιότητας, βάζει τους πρωταγωνιστές του να ξαναγράφουν την εξέλιξη της υπόθεσης Manson χωρίς να υποκαθιστά και να αποκλείει εντελώς ότι η πραγματικότητα δεν θα ακολουθήσει. Εκεί είναι και η ιδιοφυΐα της συγκεκριμένης ταινίας, αφού, ενώ πρόκειται για μυθοπλασία, και μάλιστα μυθοπλασία που αποκαθηλώνει από πολλές πλευρές το προσωπείο τελειότητας των ανθρώπων του Hollywood, στην ουσία περιέχει πολλή πραγματικότητα, σου έχει δώσει ως θεατή τόσο υλικό για τις αισθήσεις και το μυαλό, πριν καν σου αποκαλύψει τα σεναριακά ευρήματά της. Σε αντίθεση, μάλιστα, προς τις περισσότερες ταινίες του, η αιματηρή αναμέτρηση προς την οποία οδηγεί η πλοκή (η οποία παρεμπιπτόντως εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της στοιχειωτικής πρώτης εκτέλεσης του “You Keep Me Hanging On” των Vanilla Fudge) λειτουργεί ως κάθαρση. Eίναι μια ταινία για μια εποχή που οι ρυθμοί, τόσο της ζωής, όσο και οι φιλμικοί (βλ., λ.χ., το Zabriske Point, ή το Blow Out) δεν ήταν δομημένοι, αλληλοεξαρτώμενοι, πλήρως επεξηγημένοι, κι αυτό το πιάνει ο Tarantino γλαφυρά και το αποτυπώνει, καθώς βάζει το θεατή στο παιχνίδι, μπολιάζοντάς τον με την αίσθηση ότι ο,τιδήποτε μπορεί να συμβεί. Έτσι κι αλλιώς, ο Tarantino παραμένει απ’ τους ελάχιστους σκηνοθέτες δημουργούς που ενθέτουν τη σημασία του χρόνου στην ίδια την κινηματογραφική γλώσσα και διήγηση, όπως και ο Jarmusch και οι αδελφοί Cohen. Αν οπωσδήποτε επιθυμεί να μπει κανείς στην κάπως πεζή οπτική υποκειμενικής συγκρισιμότητας, είναι σίγουρα πιο πλήρης και λιγότερο αιματηρή από τα “Django”, “Kill Bill” και “Death Proof”, αντίστοιχου ρυθμού με το “Jackie Brown”, με πολύ λιγότερο διάλογο από τα “Hateful 8” και “Inglourious Basterds” και έχει τη δική της, ιδιαίτερη, ατμόσφαιρα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο Tarantino επέστρεψε, αντάξιος και γαλαντόμος, υπενθυμίζοντάς μας τη δύναμη του σινεμά. Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος