της Μαρίας Σούμπερτ Για όποιον θεωρεί την εφηβεία μια εύκολη και χαρούμενη περίοδο, θα πρέπει να του θυμίσω όλες εκείνες τις στιγμές που αναρωτήθηκε αν αυτά που του συμβαίνουν είναι φυσιολογικά. Όλες εκείνες οι σωματικές, ορμονικές άρα και συναισθηματικές αλλαγές που τον έκαναν να νιώθει σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων που έπρεπε να φάει κάτι και να πιει κάτι για να μικραίνει και να μεγαλώνει ταυτόχρονα.
Η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος. Τόσο δύσκολη που ενστικτωδώς ο άνθρωπος θεώρησε πως χρειάζεται μια ειδική διαδικασία για να περάσει κάποιος ομαλά από αυτήν. Ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες οι ανθρωπολόγοι και εθνολόγοι παρατήρησαν πως η εφηβεία οφείλει να συνοδευτεί από τελετές μετάβασης που θα βοηθούσαν το παιδί να βιώσει με πιο ομαλό τρόπο τις αλλαγές αυτές της περιόδου, αλλά και να ενταχθεί στην κοινωνία των ενηλίκων. Φυσικά οι τελετές μετάβασης δεν ήταν ποτέ κάτι ήπιο, όμορφο και χαλαρό, ήταν διαδικασίες επικίνδυνες, βίαιες και τραυματικές, διαδικασίες απομόνωσης, συμβολικού θανάτου και αναγέννησης, από τις οποίες κανείς δεν ήταν σίγουρος πως θα επιβιώσει. Οι διαδικασίες αυτές έχουν ξεβάψει σήμερα και υπάρχουν μόνο στις αφηγήσεις των λαϊκών παραμυθιών, αλλά και στις ασυνείδητες εκείνες ριψοκίνδυνες επιλογές που σήμερα πια τις εξηγούμε με την ανάπτυξη και λειτουργία του εγκεφάλου των εφήβων. Για αυτούς τους έφηβους γράφει η Ευαγγελία Θεοδωρίδου από την μακρινή Σουηδία και συγκεκριμένα για τη Δάφνη, μια δεκαπεντάχρονη έφηβη που ανακαλύπτει ξαφνικά πως το καλοκαίρι θα μετακομίσουν στην Σουηδία. Θα πρέπει λοιπόν να αφήσει το σχολείο της, τους φίλους της, το αγόρι της και να προσαρμοστεί σε ένα τελείως νέο περιβάλλον όπου δε γνωρίζει τη γλώσσα. Οι σκέψεις της αναπτύσσονται βροχή, οι ερωτήσεις της πολλές, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες της ακόμα περισσότερες, παρ’ ότι η ίδια η καθημερινότητά της την καθησυχάζει πως θα τα καταφέρει, αφού έχει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, έστω και στην Αθήνα. ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΕΙΔΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΆΛΦΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ-ΤΟ ΑΓΡΙΜΙ» ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ14/2/2020
της Λίλας Παπαπάσχου Με κραγιοναρισμένα χείλια φιλιέσαι και φιλάς θυματα χίλια λιώνουν στη ζήλια κι εσύ γελάς ζεις ένα ατέλειωτο μεθύσι σαν όνειρο γλυκό κι όταν ζαλίζεσαι, δε συλλογίζεστι τον κόσμο τον κακό Τρελή θεατρίνα γλυκιά και τσαχπίνα που νομίζουν πως ποτέ δεν πονείς οι πολλοί θαυμαστές σου δεν κλαις, λεν, ποτέ σου μα στο ντεκολτε σου κλείνεις μια ψυχή που λιώνει και μόνη θρηνείς Κάποτε ζεις σαν πριγκηπέσσα με γλέντια στην αρχή κι από κοντέσσα, στο μήνα μέσα μένεις φτωχή είν' η καρδιά σου φοβισμένη δεν θέλει ν' αγαπά πρώτα αντιστέκεται κι ύστερα μπλέκεται και σαν τρελή χτυπά Τρελή θεατρίνα γλυκιά και τσαχπίνα που νομίζουν πως ποτέ δεν πονείς οι πολλοί θαυμαστές σου δεν κλαις, λεν, ποτέ σου, μα στο ντεκολτέσου κλείνεις μια ψυχή που λιώνει και μόνη θρηνείς δεν κλαις, λεν, ποτέ σου μα στο ντεκολτέ σου κλείνεις μια ψυχή που λιώνει και μόνη θρηνείς (Το ταγκό της Θεατρίνας) Αν και το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ακούγεται στην παράσταση «Μαρίκα Κοτοπούλη - Το Αγρίμι», που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Άλφα, νομίζω ότι συνοψίζει αυτό που ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη (3 Μαΐου 1887 - 11 Σεπτεμβρίου 1954). Μία αρτίστα που «μάτωνε» πάνω στη σκηνή. Μια λαϊκή ντίβα. Μια (τρελή) θεατρίνα από τα γεννοφάσκια της που δεν ντρεπόταν να την αποκαλούν έτσι, παρόλο που απέκτησε διεθνή φήμη και διακρίθηκε ως μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της (& διαχρονικά), ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε ως ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα, εγκλωβισμένο σε ένα μικροσκοπικό γυναικείο κορμί, στο στήθος του οποίου χτυπούσε μια ατίθαση καρδιά, πολύ πιο δυνατά απ’ όσο και η ίδια μπορούσε να αντέξει.
Η Δήμητρα Παπαδήμα γράφει, ερμηνεύει και συν-σκηνοθετεί με τον Γιάννη Μποσταντζόγλου, ένα δραματικό έργο με αναπάντεχες κωμικές ανάσες. Το βαθιά εξομολογητικό, αποκαλυπτικό και ταυτόχρονα συγκινητικό κείμενο της Δ. Παπαδήμα, μετουσιώθηκε σε μία θεατρική μυσταγωγία που μας ταξιδεύει πίσω σε εποχές που για κάποιο λόγο νοσταλγούμε χωρίς να τις έχουμε ζήσει και που εν τέλει δεν ήταν και τόσο ειδυλλιακές, όσο η απόσταση του χρόνου τις έχει εγκαθιδρύσει στη συνείδησή μας. Πόλεμος, εθνικός διχασμός, μετά πάλι πόλεμος, εθνική διχόνοια, μετά πάλι πόλεμος και στο ενδιάμεσο οι προσπάθειες των ανθρώπων να αντλήσουν χαρά και αισιοδοξία από το θέατρο, τον έρωτα, τις ξέφρενες διασκεδάσεις και τις ηδονικές απολαύσεις. ΟΜΑΔΑ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ» ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΕΖΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΆΤΤΙΣ-ΝΕΟΣ ΧΩΡΟΣ14/2/2020
της Μαρίας Σούμπερτ Τον πρώτο καιρό που μετακόμισα μόνη μου σε δικό μου σπίτι δεν άφηνα τίποτα να είναι στη μέση. Μπορεί να μου πήρε μήνες να συγυρίσω και τις τελευταίες κούτες, αλλά δεν έμεινε ποτέ άπλυτο πιάτο, πιρούνι, ποτήρι στο νεροχύτη. Δεν ακούμπησε ποτέ άδειο ποτήρι χωρίς λόγο το τραπεζάκι του σαλονιού, ούτε υπήρξε ποτέ ίχνος σκόνης στα ράφια. Οι κούτες, φυσικά έμειναν για κάποιο καιρό, μέχρι να φύγουν, αλλά όλα γίνονταν στην εντέλεια. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία να είναι όλα τέλεια. Ήδη οι κούτες έσπαγαν αυτή την τελειότητα και το μόνο που κατάφερνα ήταν να ψυχαναγκάζομαι.
Είναι όμως η καθαριότητα –ή τέλος πάντων η υπερβολική καθαριότητα- ψυχαναγκασμός; Μας βοηθάει να ηρεμούμε όταν όλα γύρω μας είναι τακτοποιημένα, στη θέση τους και στα κουτάκια τους; Και τι μας προσφέρει τέλος πάντων αυτός ο έλεγχος πάνω στα πράγματα; Το θέμα αυτό είναι το βασικό τους ζήτημα για χρόνια ολόκληρα ψυχοθεραπείας, η Emily Gravett όμως καταφέρνει να το συμπυκνώσει σε ένα πολύ σύντομο, ξεκαρδιστικό και βαθιά αληθινό παραμύθι. Ο ασβός –που από τη φύση του μυρίζει!- είναι ψυχαναγκαστικός με την καθαριότητα. Τόσο ψυχαναγκαστικός που για να μην πέφτουν τα φύλλα κόβει τα δέντρα. Και για να μην έχει σκόνη ρίχνει τσιμέντο. Μόνο που τώρα έχει κλείσει τη φωλιά του και δεν μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν. της Γεωργίας Τσούρου Βαρέθηκα να βλέπω παντού μπροστά μου φέτος τον Γιοακίν Φοίνιξ. Επίσης, βαρέθηκα να αποκτά το Χόλυγουντ κάθε τρεις και λίγο εμμονές και να λούζει με βραβεία τον ίδιο τύπο ή τύπισσα επειδή πρωταγωνίστησε ή σκηνοθέτησε ή χορογράφησε ή δεν ξέρω και ΄γω τι άλλο, το τελευταίο αριστούργημα, λες και κάθε φορά πρόκειται όντως για το τελευταίο αριστούργημα που θα δει η πλάση τούτη στους κινηματογράφους. Άπαξ και σε ερωτευτεί το Χόλυγουντ, το κάνει σαν να έχει μην υπήρξε ποτέ κανείς άλλος πριν από εσένα, και χάνει το μέτρο, βραβεύει πατόκορφα κι απανωτά, και η φάση γίνεται ή άσπρη ή μαύρη, είσαι είτε μαζί μας και σε ενθουσίασε το αριστούργημα είτε εναντίον μας και δεν πήρες είδηση τίποτα. Κάπως έτσι και ο πιο πρόσφατος ευνοούμενος της Ακαδημίας αποκτά άπειρα δίλεπτα ανά award season, για να μας μιλήσει για τον πόνο του. Κάπως έτσι, κατέληξα σήμερα το πρωί να πίνω τον πρώτο καφέ της ημέρας με το Γιοακίν να σπαράζει μέσα από την οθόνη του youtube, με τον Όσκαρ παραμάσχαλα, επειδή ο δυτικός κόσμος βάζει, λέει, γάλα στα δημητριακά του. What the f***, Γιόακιν; Δεν πίνω γάλα, άσε με ήσυχη χρυσέ μου.
της Μαρίας Σούμπερτ «Ο άνθρωπος μέσα από την αφήγηση και το παιχνίδι καταφέρνει να ιστορικοποιήσει το βίωμά του και τις σχέσεις του και αυτή η λειτουργία τον ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, προσφέροντας στον ψυχισμό τα απαραίτητα εφόδια για να μπορεί να επεξεργάζεται, να αντέχει και να συνδυάζει το εσωτερικό με το εξωτερικό, το προσωπικό με το συλλογικό», γράφει η Σοφία Ανοσοντζή (2019).
Κάπως έτσι και η μικρή ηρωίδα της Μαρίας Ρουσάκη χρειάζεται κάποιος να της αφηγηθεί τη ζωή της, να της καθρεφτίσει την ύπαρξή της για να μπορέσει να νιώσει. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες αυτή είναι μια λειτουργία την οποία επιτελεί η μητέρα στην αλληλεπίδρασή της με το βρέφος. Μέσα από το βλέμμα της, τις περιγραφές όσων κάνουν, ξεκινώντας από τις ερωτήσεις που απλώς υποδεικνύουν το αυτονόητο: «Πείνασες;», «Πονάς;», «Σου αρέσει αυτό;», και φτάνοντας μέχρι τα παραμύθια και τα νανουρίσματα όπου απλώς περιγράφει την καθημερινότητα του παιδιού. Πόσες φορές δεν ξεκινήσαμε να λέμε ένα παραμύθι στο παιδί μας και το μόνο που μας ήρθε στο νου ήταν η δική του ιστορία; Η μητέρα όμως της μικρής Μαρούσας φαίνεται να μην το κάνει αυτό. Η Μαρία Ρουσάκη επικεντρώνεται στα δυναμικά επαγγέλματα των γονιών της Μαρούσας. Εκείνη δικαστικός, εκείνος χειρούργος. Έτσι δηλώνει πως τα έχει όλα. Ενώ όμως το κορίτσι έχει ότι υλικό αγαθό θελήσει, πάντα κάτι μοιάζει να λείπει, κάτι που εν τέλει αντικαθίσταται από τη μητρική μορφή της δασκάλας. Δεν ξέρω λοιπόν αν για καλό δηλώνεται με τόση λεπτομέρεια η άνεση με την οποία η οικογένεια διάγει οικονομικά το βίο της, αφού η μητέρα δεν έχει μπορέσει να επιτελέσει μια από τις βασικές της λειτουργίες, ενώ ο πατέρας φαίνεται να είναι κι εκείνος απών. του Χρήστου Σούτου Όσκαρ ήταν και πάνε. Από την Κυριακή το βράδυ η 92η τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών πέρασε στην ιστορία του θεσμού. Η αλήθεια είναι ότι θα μείνει χαραγμένη με έντονα γράμματα λόγω....παρασίτων. Είναι όμως έτσι ή η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική; Σίγουρα το γεγονός ότι μια ταινία, για πρώτη φορά στην ιστορία των Όσκαρ, κέρδισε ταυτόχρονα τόσο το αγαλματίδιο για την καλύτερη ξενόγλωσση, όσο και εκείνο για την καλύτερη ταινία της σεζόν, είναι από μόνο του σπουδαίο. Από την άλλη, όμως, πολλά είναι και εκείνα τα στοιχεία που δείχνουν ότι η φετινή βραδιά ήταν το λιγότερο άνοστη για να μην πω αδιάφορη.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τους νικητές. Η διασπορά των βραβείων ήταν μεγάλη, όπως άλλωστε συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που και φέτος υπήρχαν ταινίες με πολλές υποψηφιότητες, το "Τζόκερ" είχε προταθεί για 11 Όσκαρ και τα "Κάποτε στο Χόλιγουντ", "Ιρλανδός" και " 1917" για 10, εντούτοις καμία δεν μπόρεσε να κάνει την διαφορά. Εξαίρεση τα "Παράσιτα" που κατέκτησαν τέσσερα από τα έξι που συνολικά διεκδικούσαν. Μεγάλος χαμένος της βραδιάς το Netflix, το οποίο αν και είχε ταινίες ή γενικότερα παραγωγές του υποψήφιες για 24 Όσκαρ, τελικά κατάφερε να κερδίσει μόνο δύο. Ο "Ιρλανδός " του Μάρτιν Σκορτσέζε έφυγε με άδεια χέρια, η " Ιστορία Γάμου" με μόλις ένα στα έξι, ενώ το δεύτερο βραβείο της βραδιάς προέκυψε από το ντοκιμαντέρ " American Factory" . Η παταγώδης αποτυχία του Netflix για πολλούς ήταν αναμενόμενη με βάση τι είχε προηγηθεί στις Χρυσές Σφαίρες που κατέγραψε δύο νίκες σε 34 υποψηφιότητες. Τα πάνω από 100 εκατομμύρια που ξόδεψε το εν λόγω δίκτυο για να προωθήσει τις παραγωγές του, όταν τα υπόλοιπα Στούντιο μετά βίας φτάνουν το 1/5, φαίνεται πως δεν το βοήθησαν ιδιαίτερα. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται να το βάλει κάτω, αφού ήδη ετοιμάζει την αντεπίθεση του για την επόμενη χρονιά. της Μαρίας Σούμπερτ Ο Ολλανδός ιστορικός Γιόζαν Χουζίνγκα πίστευε πως η Μυθολογία δεν είναι άλλο παρά την παιγνιώδη απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Carl Jung πίστευε πως οι μύθοι και τα σύμβολα μπορούσαν να εμφανιστούν τοπικά σε κάθε γωνιά της γης και ωστόσο να ταυτίζονται, ενώ ταυτόχρονα σημείωνε πως ένας μύθος δεν ήταν απλώς από μόνος του ένας μύθος. Ήταν μύθος για κάποιον. Με τον τρόπο αυτό συνέδεσε την παράδοση, την κοινότητα, τον κοινό τρόπο σκέψης και τις κοινές προσλαμβάνουσες ενός τόπου με την μυθολογική δημιουργία, η οποία για τον Γάλλο ψυχαναλυτή Didier Anzieu υπήρξε συνέχεια των πρωτόγονων τελετουργικών πράξεων, οι οποίες συνδέονται με τις ασυνείδητες φαντασιώσεις.
Κάπως έτσι η Μυθολογία, παρ’ ότι χιλιάδες χρόνια παλιά, μιλάει ακόμα στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Δεν υπάρχουν παιδιά –ή είναι ελάχιστα- που δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Ηρακλή και το Θησέα, την Αριάδνη και την Αταλάντη. Και μπορεί να θεωρείται εύκολο είδος αφήγησης –οι ιστορίες είναι παλιές και γνωστές- αλλά δεν είναι. Θέλει τέχνη και μαστοριά και φαντασία και έναν δικό σου ξεχωριστό τρόπο αν θέλεις σήμερα να μιλήσεις στα παιδιά για την αρχαία ελληνική μυθολογία. Θέλει να επιλέξεις τα επεισόδια που θα αφηγηθείς, τι μπορείς να τους πεις και πώς μπορείς να το χρωματίσεις, να ξέρεις το μύθο καλά και από αυτόν να αρχίσεις να πλέκεις την αφήγησή σου. της Μαρίας Σούμπερτ Τι μας ξεχωρίζει από τους άλλους; Και τι μας κάνει δυνατούς;
Είναι τα κοινά μας χαρακτηριστικά; Είναι οι διαφορές μας; Τα παιδιά στο σχολείο δεν θέλουν να διαφέρουν μεταξύ τους. Θέλουν να νιώθουν πως ανήκουν στην μικρή τους ομάδα της τάξης, πως δεν ξεχωρίζουν, πως έχουν κάτι κοινό με τους φίλους τους –κάτι που δηλώνει σε όλους πως είναι δικοί τους φίλοι. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά τα παιδιά αδιαφορούν για όλους εκείνους τους λόγους που θυμώνουν τους γονείς και τους παππούδες: γιατί πρέπει να έχουν ίδια ραμμένα σεντονάκια στο ολοήμερο, γιατί να έχουν συγκεκριμένες τσάντες για τα σεντόνια και το μαξιλάρι και πάει λέγοντας. Από την άλλη όμως, κάθε παιδί έχει τη δική του φωνή. Και αν την χάσει, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανενός άλλου τη φωνή. Θα χρειαστεί να βασιστεί στην βοήθεια των φίλων του για να ξαναβρεί εκείνο τη φωνή του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον τίγρη, τον βασιλιά της ζούγκλας που κάθεται στο ψηλότερο κλαρί του δέντρου και κοιτάζει το βασίλειό του. Μέχρι που το κλαδί θα σπάσει και ο τίγρης θα ανακαλύψει πως μαζί με την περηφάνια του έχασε και την φωνή του. Οι φίλοι του τότε θα του προσφέρουν την δική τους φωνή. Να τσιρίξει σαν την μαϊμού, να τα σαρώσει όλα σαν τον ρινόκερο, να σκεφτεί σοβαρά σαν τον γορίλα. Όταν όμως δει την αντανάκλασή του στο νερό της λίμνης, θα ανακαλύψει πως πια δεν είναι ο τίγρης, αλλά κάποιος άλλος. Ένα κολάζ φτιαγμένο από κομμάτια των φίλων του. «ΜΑΣΚΕΣ» ΕΚΘΕΣΗ ΤΑΣΟΥ ΑΜΠΑΤΖΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΓΛΥΠΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ 17-27/2 ΣΤΟ Α LIAR MAN10/2/2020
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος