γράφει η Έρικα Αθανασίου Πηγή: Diastixo.gr Ο Στίβεν Κινγκ συνεχίζει να εντυπωσιάζει με κάθε νέο του βιβλίο και οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος πιστά να το παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό του. Στο πρόσφατο βιβλίο του Μπίλι Σάμερς αφήνει στην άκρη τις υπερφυσικές ιστορίες τρόμου και παρουσιάζει έναν ήρωα ιδιαίτερα συμπαθή, αν και πρόκειται για έναν πληρωμένο δολοφόνο. Η ιστορία θα μπορούσε να είναι απλή. Ο Μπίλι Σάμερς αναλαμβάνει την τελευταία του δουλειά: να σκοτώσει έναν μάρτυρα, ο οποίος όμως κατηγορείται για ειδεχθή εγκλήματα. Στον δικό του κώδικα ηθικής, είναι μια δουλειά που μπορεί να κάνει. Τίποτα όμως από ό,τι γράφει ο Στίβεν Κινγκ δεν μπορεί να είναι απλό. Όπως κάθε αναγνώστης γνωρίζει, οι ήρωες δεν θα πρέπει να αναλαμβάνουν την τελευταία δουλειά, η οποία κατά κάθε λογοτεχνικό κανόνα πηγαίνει στραβά. Και αυτό το γνωρίζει και ο Μπίλι. Παρ’ όλα αυτά, τη δέχεται. Περιμένοντας τη στιγμή που θα πυροβολήσει, βρίσκεται με ένα λάπτοπ και πολύ χρόνο στη διάθεσή του, κρυμμένος πίσω από την ταυτότητα ενός επίδοξου συγγραφέα. Η πρώτη φράση γράφεται σχεδόν από μόνη της: «Ο άντρας που ζούσε μαζί του η μαμά μου ήρθε σπίτι με το χέρι σπασμένο». Όλη η ζωή του εξαρτήθηκε από τη φράση αυτή και σύντομα οι αναμνήσεις και η ιστορία τον συνεπαίρνουν. Όπως συνεπαίρνουν και τον αναγνώστη, είτε παρακολουθεί τη ζωή του ενήλικου Μπίλι Σάμερς στην τελευταία του δουλειά είτε, μέσα από το γραπτό του, τον Μπίλι Σάμερς στην παιδική του ηλικία. Αναγκασμένος να γράφει ως ο «ανόητος εαυτός», η προσωπικότητα που έχει υιοθετήσει ώστε να τον υπολογίζουν μόνο ως καλό σκοπευτή και όχι ως κάποιον που θα μπορούσε να σκέφτεται, γράφει με την παιδικότητα που ταιριάζει στον ήρωα και ο μάστορας της γραφής, Στίβεν Κινγκ, καταφέρνει να μιλήσει με τη διαφορετική φωνή του κάθε ήρωα κατευθείαν στο αυτί του αναγνώστη. Ο Μπίλι είναι περιζήτητος, διότι είναι ένας δολοφόνος που ποτέ δεν αστοχεί. Οι καταστάσεις της ζωής τον έκαναν να πυροβολήσει για πρώτη φορά, ο αμερικάνικος στρατός όμως ήταν αυτός που τον εκπαίδευσε και τον έστειλε στο Ιράκ να σκοτώνει εχθρούς. «Δυο ταπεινοί πεζοναύτες που η δουλειά τους ήταν να τρώνε σφαίρες, και κάναμε και οι δύο την ίδια μοναδική σκέψη: τι γαμημένη παλαβωμάρα είναι αυτή;» Κι ενώ ο φανατικός αναγνώστης περιμένει τη στιγμή που θα προκύψει το υπερφυσικό στοιχείο, που κυριαρχεί στα περισσότερα μυθιστορήματα του Στίβεν Κινγκ, ο συγγραφέας αφήνει για μια στιγμή να φανεί μέσα από την ομίχλη το ξενοδοχείο που φιλοξένησε τη διάσημη ιστορία του, Λάμψη. Εξάλλου, όταν είσαι συγγραφέας τα πάντα μπορείς να κάνεις. «Το υποτιθέμενο στοιχειωμένο ξενοδοχείο. Όμως μπόρεσα να το κάνω να υπάρχει εκεί, σκέφτεται. [...] Θα μπορούσα ίσως να το γεμίσω με φαντάσματα, αν ήθελα». Ο Μπίλι Σάμερς ξέρει ότι το να επιδεικνύεις την εξυπνάδα σου δεν είναι έξυπνο. Έτσι, στις «επαγγελματικές» συναλλαγές του χρησιμοποιεί τον ανόητο εαυτό. «Το σφύριγμα του Μπίλι δεν είναι μέρος της προσποίησης, που δεν τη βλέπει σαν προσποίηση αλλά σαν τον ανόητο εαυτό του, αυτόν που δείχνει σε τύπους σαν τον Νικ και τον Φρανκ και την Πόλι. Είναι σαν ζώνη ασφαλείας. Δεν τη χρησιμοποιείς επειδή περιμένεις να τρακάρεις, όμως ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα μπορούσες να συναντήσεις στο τέλος μιας ανηφόρας, από τη δική σου πλευρά του δρόμου. Αυτό ισχύει επίσης για τον δρόμο της ζωής, όπου άνθρωποι λοξοδρομούν παντού και οδηγούν από τη λάθος πλευρά του αυτοκινητόδρομου». Ο Μπίλι Σάμερς αλλάζει προσωπικότητα προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει και ο συγγραφέας σκιαγραφεί ολοζώντανα τους χαρακτήρες που τον περιβάλλουν, καθώς μεταμορφώνεται ανάλογα με τις καταστάσεις. Κοιτώντας βαθιά μέσα στους χαρακτήρες, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ως ψυχολογικό μυθιστόρημα, έστω κι αν δεν υπάρχει κανένας ήρωας ψυχολόγος. «Του έχει μόλις αποκαλύψει ένα καίριο κομμάτι της ψυχής της –της ψυχής του γάμου της– αφότου δίστασε να του αποκαλύψει πόσο νοίκι πληρώνουν αυτή κι ο άντρας της». Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κρατάει τον αναγνώστη διαρκώς σε αγωνία, ενώ συγχρόνως έμμεσα του γνωρίζει τα μυστικά της συγγραφής. Ο Στίβεν Κινγκ, ο οποίος έχει ήδη δώσει στο αναγνωστικό κοινό συμβουλές συγγραφής, όπως π.χ. μέσα από το βιβλίο του Περί συγγραφής, επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη συμβουλή του: «Γράψτε κυρίως για τον εαυτό σας». Αυτό κάνει ο Μπίλι Σάμερς, όπως όμως κάθε δημιουργός, όταν θα βρεθεί ο αναγνώστης που θα το διαβάσει, νιώθει αγωνία για το πώς του φαίνεται. «Ο Μπίλι αντιλαμβάνεται ότι υποβιβάζει την ευφυΐα της για να προστατέψει το εγώ του σε περίπτωση που δεν της αρέσει και καταλαβαίνει πως αυτό είναι ανόητο επειδή η γνώμη της δεν θα έπρεπε να έχει σημασία, έχει να ασχοληθεί με πιο σημαντικά πράγματα. Nα όμως που έχει σημασία». Το να γράφεις δεν είναι εύκολο και αυτό το αντιλαμβάνεται ο Μπίλι, που ξεκινάει τη συγγραφή απλώς για να καλύψει τον χρόνο αναμονής. «Σκέφτεται ότι το γράψιμο είναι επίσης ένα είδος πολέμου που κάνεις με τον εαυτό σου. Η ιστορία είναι ό,τι κουβαλάς και, κάθε φορά που προσθέτεις κάτι σε αυτήν, γίνεται βαρύτερη». Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχουν μισοτελειωμένα βιβλία. Επειδή η δουλειά μπορεί να γίνει ιδιαίτερα βαριά και να την παρατήσεις. Είτε επειδή το αποτέλεσμα δεν σε ικανοποιεί, είτε για τον αντίθετο λόγο. «Είναι καλή δουλειά αυτή, νιώθει βέβαιος, όμως αυτό που το αισθανόταν ελαφρύ όταν ξεκίνησε τώρα το νιώθει βαρύ, επειδή έχει την ευθύνη να κάνει το υπόλοιπο εξίσου καλό και δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να τα καταφέρει». Πάντα υπάρχει ένας λόγος να αναβάλεις το γράψιμο. «Κάποια άλλη φορά, σκέφτονται. Μπορεί όταν τα παιδιά μεγαλώσουν λίγο. Ή όταν βγω στη σύνταξη». Ο Μπίλι Σάμερς είναι αποφασισμένος μετά την τελευταία μεγάλη δουλειά να αλλάξει τη ζωή του. «Δεν μπορεί να αλλάξει το παρελθόν του, αλλά σκοπεύει να αλλάξει το μέλλον του. Επίσης, σκοπεύει να πάρει την αμοιβή του. Την κέρδισε». Η αμερικανική λογοτεχνία εντυπωσιάζει με την ευθύτητά της τα τελευταία χρόνια: «...αν και φαντάζεται ότι σε έναν κόσμο όπου ένας απατεώνας μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος, τα πάντα είναι δυνατόν να συμβούν». Η ανατροπή φυσικά και καραδοκεί στο τέλος του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας δίνει την τελευταία συμβουλή στον επίδοξο συγγραφέα αναγνώστη του. «Ήξερες ότι μπορούσες να καθίσεις μπροστά σε μια οθόνη ή σ’ ένα χαρτί και ν’ αλλάξεις τον κόσμο; Δεν διαρκεί αυτό, ο κόσμος πάντα επανέρχεται, αλλά μέχρι να επανέλθει, είναι θαυμάσια. Είναι τα πάντα. Επειδή μπορείς να έχεις τα πράγματα όπως τα θες». Μπίλι Σάμερς Stephen King μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος Κλειδάριθμος 576 σελ. ISBN 978-960-645-260-4 Τιμή €18,80 Η Έρικα Αθανασίου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Άλλα κείμενα: Κωνσταντίνα Μόσχου: «Ραντεβού στου Μπο» Κώστας Στοφόρος: «Η Πηνελόπη στη Χίο» Γρηγόρης Αζαριάδης: «Η Οργάνωση» Χρήστος Σιάφκος: «Γιατί κι οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια...» *Αναδημοσίευση άρθρου στο πλαίσιο της συνεργασίας του Θεαθήναι με το Diastixo.gr
0 Comments
Leave a Reply. |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος