της Λίλας Παπαπάσχου «Η Λυσσασμένη Γάτα», του Τενεσί Ουίλιαμς. Ένα αριστούργημα που παραμένει επίκαιρο, φωτογραφίζοντας απόλυτα την εποχή μας. Με φόντο τον ανέκαθεν «φλεγόμενο» Αμερικανικό Νότο και αφορμή την επέτειο γενεθλίων ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζει πως είναι ετοιμοθάνατος, αυτός ο «δαιμόνιος» και 100 (και βάλε!!) χρόνια μπροστά από την εποχή του ποιητής (συγχωρήστε μου την κάπως υπερβολική διατύπωση αλλά τον θεωρώ έναν από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς όλων των εποχών) αποδομεί το Αμερικανικό όνειρο, στο βωμό του οποίου «προσκυνάμε» καθημερινά όλοι εμείς οι πολίτες των λεγόμενων ανεπτυγμένων χωρών, θυσιάζοντας ως αμνούς όλους τους άλλους, τους «υπανάπτυκτους». Κακά τα ψέματα, ρίχνοντας μια ματιά στο σύγχρονο lifestyle, στον τηλεοπτικό ορυμαγδό των ριάλιτι εκπομπών που σε προτρέπουν να ξεπουληθείς για μια χούφτα…ευρώ ή και εντελώς τζάμπα, στη δουλοπρεπή στάση όλων των κρατών απέναντι στον εκάστοτε Πλανητάρχη (ναι ακόμα κι αν αυτός είναι ο Τραμπ!) και πολλά ακόμα που συχνά περνάμε στα ψιλά, είμαστε όλοι αμερικανάκια, ή για να το θέσω καλύτερα κακέκτυπα αυτών. Στην Αθήνα του σήμερα και συγκεκριμένα στο Θέατρο Θησείον η αυτοκρατορία του Μπιγκ Ντάντι και των ομοίων του τρίζει συθέμελα και ο ικανότατος Νικορέστης Χανιωτάκης μεταφράζει και σκηνοθετεί το εμβληματικό αυτό έργο, μεταφέροντάς μας στον «εκτυφλωτικά σκοτεινό» κόσμο του Ουίλιαμς και παρουσιάζοντας μία παράσταση άρτια δομημένη, με έντονες κινηματογραφικές αναφορές στο στήσιμο και τη φωτογραφική απεικόνιση των σκηνών, οι οποίες όμως δεν θυμίζουν σε τίποτα τη γνωστή και επιτυχημένη ταινία με τους σουπερστάρ της εποχής Πωλ Νιούμαν και Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Μία ταινία που παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε, ο ίδιος ο Τενεσί Ουίλιαμς αποδοκίμασε έντονα και επί της ουσίας δυσφήμισε, γιατί αντίθετα με το νόημα του δικού του έργου, προσπάθησε να παρουσιάσει την αλήθεια των ηρώων του, «πολιτικώς ορθή» και ως εκ τούτου σύμφωνη με τα πουριτανικά ήθη της εποχής, τα οποία ο ίδιος όχι απλώς απεχθάνονταν, αλλά στηλίτευε με όλη τη συγγραφική και ανθρώπινή δύναμή του. Η παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη όμως δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Βάζει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο και ξεμπροστιάζει πάσης φύσεως Γραμματείς και Φαρισαίους. Είναι διεισδυτική, προκλητικά αισθησιακή, γεμάτη ήχους και αρώματα της αμερικανικής υπαίθρου και χωρίς σεμνοτυφίες και υπεκφυγές στο κείμενο. Παίρνει θέση και καταθέτει άποψη απέναντι σε πολύ σοβαρά και διαχρονικά ζητήματα όπως είναι οι οικογενειακές σχέχεις, η θέση της γυναίκας, η ομοφοβία, η υποκρισία, η απληστία και ο κοινωνικός αποκλεισμός οποιουδήποτε αποκλίνει από τη νόρμα. Έχοντας στη διάθεσή του το υποκριτικό μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Νικήτας Τσακίρογλου στο ρόλο του Μπιγκ Ντάντι, την εκρηκτικά ταλαντούχα Μαρία Κίτσου στο ρόλο της Μάγκι (της γάτας...) και τον φωτογενή Ορέστη Τζιόβα στο ρόλο του «παρακμιακά» γοητευτικού Μπρικ, ο σκηνοθέτης έχτισε το δικό του ιδιόμορφο και διαφορετικό τρίγωνο- ερωτικό/οικογενειακό- που βρίθει συμβολισμών και γύρω από το οποίο κινούνται οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου. Ο αδελφός του Μπρικ, Γκούπερ, που αντίθετα με τον αλκοολικό και «μπερδεμένο» σεξουαλικά αδελφό του είναι (ή νομίζει πως είναι) νηφάλιος και ξεκάθαρος απέναντι στο βασικό του θέλω, που δεν είναι άλλο από το να γίνει Μπιγκ Ντάντι στη θέση του…Μπιγκ Ντάντι, βρήκε στο πρόσωπο του Γεράσιμου Σκαφιδά, την ιδανική ενσάρκωσή του, αφού ο ηθοποιός δεν τον αντιμετώπισε ως έναν «αρνητικό» χαρακτήρα, αλλά ως το μέσο άνθρωπο που αισθάνεται αδικημένος από το οικογενειακό του περιβάλλον, παρόλο που ο ίδιος κάνει ότι μπορεί για να ικανοποιήσει και την οικογένεια που δημιούργησε, αλλά και αυτήν που τον γέννησε. Στο πλευρό του Γκούπερ, να τον παρακινεί και υποκινεί, η πειστικότατη Μέη της Μπέτυς Αποστόλου, η καθώς πρέπει σύζυγός του και μητέρα πέντε παιδιών (προσεχώς κι ενός έκτου) που αντιπροσωπεύει αυτό το πρώην Μις κάτι…world peace και νυν Stepford wife ιδεώδες, κρύβοντας πίσω από ένα πλαστικό χαμόγελο και μία επίπλαστη ιλαρότητα, την αδηφάγα επιθυμία της να καρπωθεί την περιουσία του πεθερού της. Αν και γόνιμη εκ του αποτελέσματος, επί της ουσίας παραμένει ως το τέλος εντελώς στείρα από συναισθήματα, εγκλωβίζοντας τον εαυτό της σε έναν τύπο γυναίκας, που έρχεται σε αντίθεση με αυτόν της Μάγκι και της Μπιγκ Μάμα, αν και φαινομενικά θα έλεγε κανείς ότι μοιάζουν, αφού για όλες σημείο αναφοράς είναι ένας άνδρας και η εξουσία που τους ασκεί και που ασκούν πάνω του. Η επιδεικτικά ευγενική, λαμπερή, σταθερή και αρχικά αφελής Μπιγκ Μάμα της Ελένης Κρίτα, στην πορεία γίνεται μια πολύ πιο δυνατή, συνειδητοποιημένη και με πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις γυναίκα, αποδεικνύοντας πως όποιος αγαπάει πραγματικά υπομένει κι ας ξέρει πως στο τέλος τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι όλα μπορεί να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή. Η Μπιγκ Μάμα αγαπά τυφλά. Τον αυταρχικό άντρα της που ποτέ δεν την αγάπησε αληθινά, τον «άσωτο» υιό της που είναι μια ζωντανή διάψευση όλων των προσδοκιών που έχει μια μάνα από τον αγαπημένο της γιο, ακόμη και τους αριβίστες Γκούπερ & Μέη και τα «καρπουζοκέφαλα» εγγόνια της, ακόμη κι αυτούς τους αγαπάει με τον τρόπο της. Τέλος αγαπά και συμπονά και τη Μάγκι, κυρίως γιατί εκείνη αντίθετα με την ίδια τα λέει έξω από τα δόντια, μη λογαριάζοντας από ένα σημείο και μετά τις συνέπειες κι έχοντας ακόμη μία ελπίδα να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της γυναικείας υποταγής σε στερεοτυπικά πρότυπα. Γύρω από τον στενό οικογενειακό κύκλο των βασικών ηρώων κινούνται ως δορυφόροι ο Αιδεσιμότατος Τούκερ κι ο Γιατρός Μπόου. Στο πρόσωπο του εκπροσώπου της εκκλησίας που υποδύθηκε με αρκετά σατιρική διάθεση ο Δημήτρης Σταματελόπουλος, βλέπουμε όλη τη γλοιώδη και υποκριτική στάση ενός ανθρώπου που καπηλεύεται την πίστη και στο όνομα του Θεού συντάσσεται με τον Γκούπερ στη διεκδίκηση της περιουσίας του Μπιγκ Ντάντι, προσδοκώντας και τη δική του οικονομική «αποκατάσταση». Στον αντίποδα του υλιστή κληρικού, ο γιατρός του Δημήτρη Ραφαέλου παραμένει ανθρώπινος προσπαθώντας να βοηθήσει στο να παραμείνει αυτή η οικογένεια ενωμένη (κρύβοντας ενδεχομένως κι ο ίδιος σκελετούς στη ντουλάπα του) υπό το βάρος μιας αποκάλυψης που σκάει – σαν βεγγαλικό εν αιθρία – και ανατρέπει τα πάντα. Ο Μπιγκ Ντάντι πεθαίνει κι η αυτοκρατορία του κινδυνεύει να διαλυθεί εκ των έσω (όπως όλες οι αυτοκρατορίες). Ο Νικήτας Τσακίρογλου, που στο πρώτο μισό του έργου παραμένει σχεδόν αόρατος, καταθέτει στην πορεία, ως μελλοθάνατος, πρώην ισχυρός άνδρας, μία ολοκληρωμένη ερμηνεία γεμάτη αμεσότητα και συναισθηματικές κορυφώσεις, εκφέροντας τον αιχμηρό λόγο του Ουίλιαμς με φυσικότητα και χαρίζοντας μας πολύ δυνατές σκηνικές στιγμές, κυρίως μέσω της τελικής σύγκρουσής του με τον Μπρικ, που «σνομπάρει» επιδεικτικά τη δική του ανάγκη για κυριαρχία, ακόμη και μετά θάνατον. Τι θα μείνει όρθιο στο τέλος; Μόνο οι εραστές θα μείνουν ζωντανοί. Ένας «έκπτωτος άγγελος» και μία «λυσσασμένη γάτα» πάνω σε μια καυτή τσίγκινη στέγη. Μέσα στον υπέροχο σκηνικό χώρο που δημιούργησε η Έλλη Λιδωρικιώτη και φορώντας τα καλαίσθητα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα (μακράν τα καλύτερα σκηνικά και κοστούμια που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό σε αθηναϊκή σκηνή) δύο νέοι άνθρωποι αρνούνται πεισματικά να συμβιβαστούν με κάτι λιγότερο από το απόλυτο. Ένας παλιός, ανεκπλήρωτος έρωτας με τραγική κατάληξη, αυτός του Μπρικ για τον Σκίπερ και τούμπαλιν και ένας έρωτας που ζει στο παρόν, παλεύοντας με τα φαντάσματα του παρελθόντος, αυτός της Μάγκι για τον Μπρικ (και τούμπαλιν;) συγκρούονται μέχρις εσχάτων, με τελικό νικητή την αγάπη. Η Μαρία Κίτσου σε ένα ακόμη υποκριτικό ρεσιτάλ, μεταμορφώνεται με απαράμιλλη άνεση σε ένα αιλουροειδές με ανθρώπινη μορφή, που άλλοτε κινείται σαν χαδιάρα γάτα κι άλλοτε απειλεί ως βρυχώμενη λέαινα, αλωνίζοντας την σκηνή με τη χυμώδη σιλουέτα της, άλλοτε αμαρτωλή κι άλλοτε «αγία», αλλά πάντα συνεπής στη θηλυκότητα της που την ωθεί να παλέψει και εντέλει να κερδίσει σ’ έναν ερωτικό πόλεμο (χάνοντας πολλές ενδιάμεσες μάχες) που στην αρχή έμοιαζε εντελώς χαμένος. Σε συνδυασμό με την ήρεμη δύναμη που εξέπεμπε ο Μπρικ του Ορέστη Τζιόβα, που δεν ήταν παραιτημένος από τη ζωή, όπως πολλοί θα βιαστούν να συμπεράνουν, αλλά αηδιασμένος απ’ αυτή και συνειδητά απών μέσω της λήθης του αλκοόλ, που για εκείνον είναι πλέον η μοναδική διέξοδος. Ο μόνος δρόμος για να γίνει εκείνο το «κλικ» μέσα στο κεφάλι του κι όλα να αρχίσουν να αποκτούν και πάλι νόημα. Μεγάλο ατού της παράστασης η πρωτότυπη και πλήρως εναρμονισμένη με την ατμόσφαιρα της παράστασης μουσική, που εκτελούνταν ζωντανά από τους Δημήτρη Σταματελόπουλο (τρομπέτα) και Μαρία Νίκα (βιολί). Οι δύο ηθοποιοί υποδύθηκαν χωρίς υπερβολές και επιτηδευμένη «παιδικότητα» στη φωνή και την κινησιολογική τους έκφραση, τα δύο εκ των πέντε παιδιών του Γκούπερ και της Μέη, τα οποία εισέβαλαν στην σκηνή τις πιο ακατάλληλες στιγμές, για να προσδώσουν μια κωμική ανάσα στην παράσταση, που σε πολλές περιπτώσεις συνυπήρχε ή έρχονταν σε αντίθεση με τις τραγικές κορυφώσεις του έργου. Η νεαρή και πολυτάλαντη Μαρία Νίκα υποδύεται επίσης την υπηρέτρια του σπιτιού Σάλυ, σ’ ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο. Με το άρωμα της γυναικείας θηλυκότητας και του αλκοόλ να μπλέκεται με τη μυρωδιά των βεγγαλικών που σκάνε στον καλοκαιρινό ουρανό, ως αντιπερισπασμός στις «εκρήξεις» που πραγματοποιούνται μέσα στο σπίτι της οικογένειας Πόλιτ, βιώσαμε με όλες μας τις αισθήσεις, χάρη στο Νικορέστη Χανιωτάκη, την καλλιτεχνική εταιρεία Μυθωδία, και τους αξιόλογους συντελεστές της παράστασης μία ιστορία γνωστή μεν και κλασική, αλλά και μοντέρνα, απ’ αυτές που αντέχουν στο χρόνο και ποτέ δεν χάνουν τη γοητεία τους. Άραγε τι να απέγιναν η Μάγκι και ο Μπρικ; Κατάφεραν να αντέξουν ως το τέλος μαζί; Αυτό - ευτυχώς! - ποτέ δεν θα το μάθουμε. Εκείνο όμως που γνωρίζουμε σχεδόν σίγουρα είναι πως όλοι έχουμε ανάγκη απ' αυτό το «κλικ» μέσα στο κεφάλι μας, απ' αυτήν τη λύσσα για ζωή και δημιουργία που μας παρακινεί να μένουμε ζωντανοί και ονειροπόλοι, ακόμα κι όταν όλα πεθαίνουν γύρω μας. _________________________________________________________________________________
Η Λυσσασμένη Γάτα, του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Θησείον Η καλλιτεχνική εταιρεία Μυθωδία παρουσιάζει στο Θέατρο Θησείον από την Τετάρτη 18 Οκτωβρίου το αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς “Λυσσασμένη Γάτα”, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Έργο τρυφερό όσο και σκληρό, ρομαντικό όσο και ρεαλιστικό, όπου αναβλύζει η ποιητικότητα της γραφής του Ουίλιαμς. Η “Λυσσασμένη Γάτα” εξετάζει σε βάθος τις διαπροσωπικές σχέσεις των ζευγαριών και καταδεικνύει πως μόνο με την αποδοχή της προσωπικότητας του άλλου μπορεί να διασωθεί ένας έρωτας που ξεκίνησε από την ειλικρινή έλξη και των δύο. Τους εμβληματικούς ρόλους του έργου ενσαρκώνουν: Μπιγκ Ντάντι: Νικήτας Τσακίρογλου, Μάγκι: Μαρία Κίτσου, Μπρικ: Ορέστης Τζιόβας, Μπιγκ Μάμα: Ελένη Κρίτα, Γκούπερ: Γεράσιμος Σκαφίδας, Μέη: Μπέτυ Αποστόλου. Λίγα λόγια για το έργο Σε μια πλούσια αγροικία, η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται για τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ο οποίος αγνοεί ότι είναι βαριά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών, μια σειρά γεγονότων φέρνει στο φως γιατί ο μικρός γιος, Μπρικ, δεν κάνει παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του, Μάγκι και έχει επιλέξει για μόνιμη συντροφιά του το ποτό. Ο μεγάλος γιος, Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και ζητά το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και -κυρίως – η σύγκρουση του Μπιγκ Ντάντι με τον Μπρικ θα αλλάξει τις ζωές όλων. Η Μάγκι. Ο Μπρικ. Ο Big Daddy. Τρία πρόσωπα, τρεις ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, συνθέτουν ένα διαφορετικό τρίγωνο, οικογενειακό και ερωτικό, το τρίγωνο της «Λυσσασμένης γάτας». Το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητας και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας. _________________________________________________________________________________ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης Δραματολογική συνεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα Σκηνικά: Έλλη Λιδωρικιώτη Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Σιτώτης Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα Βοηθός Σκηνοθέτη: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά Βοηθός παραγωγής: Έμμα Μαυρέλη Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ * Η μουσική θα παίζεται ζωντανά από τους ηθοποιούς ΠΑΙΖΟΥΝ: Μπιγκ Ντάντι: Νικήτας Τσακίρογλου Μάγκι: Μαρία Κίτσου Μπρικ: Ορέστης Τζιόβας Μπιγκ Μάμα: Ελένη Κρίτα Γκούπερ: Γεράσιμος Σκαφίδας Μέη: Μπέτυ Αποστόλου Γιατρός Μπόου: Δημήτρης Ραφαέλος Αιδεσιμότατος Τούκερ – παιδί: Δημήτρης Σταματελόπουλος (τρομπέτα)* Υπηρέτρια Σάλυ – παιδί: Μαρία Νίκα (βιολί) Διάρκεια: 100 λεπτά (με διάλειμμα 10 λεπτών) Από: 18/10/2017 Εως: 01/04/2018 Τέταρτη: 19:00 | Παρασκευή 21:15 | Σάββατο 21:15 | Κυριακή 19:00 Τοποθεσία: Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7, Θησείο Eισιτήρια: ΤΕΤΑΡΤΗ: Κανονικό: 15 ευρώ, Μειωμένο: 12 ευρώ, ΟΑΕΔ: 10 ευρώ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ-ΣΑΒΒΑΤΟ - ΚΥΡΙΑΚΗ: Κανονικό: 17 ευρώ, Μειωμένο (φοιτητές, μαθητές, εκπαιδευτικοί, συνταξιούχοι): 14 ευρώ, ΟΑΕΔ: 10 ευρώ Προπώληση: ticketservices.gr | 210.7234567 | public Πληροφορίες / Κρατήσεις: 210-3255444 Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος