της Λίλας Παπαπάσχου Κυριακή απόγευμα, στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο Αργώ, για την παράσταση «Η Αγάπη Άργησε μία μέρα», που είναι βασισμένη στο ομώνυμο έργο της Λιλής Ζωγράφου και παρουσιάζεται σε διασκευή/σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. Το έργο έγινε ευρύτερα γνωστό, χάρη στην αξιόλογη τηλεοπτική μεταφορά του εκλιπόντος Κώστα Κουτσομύτη (του οποίου η απουσία είναι κάτι παραπάνω από αισθητή στο τηλεοπτικό μας γίγνεσθαι). Τη συγκεκριμένη σειρά τη θυμάμαι πολύ έντονα. Για την ακρίβεια, την παρακολούθησα από την αρχή έως το τέλος (πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα ενός ανθρώπου που γενικά δεν παρακολουθεί τηλεόραση) έχοντας προηγουμένως διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο, που σε πολλά σημεία είναι απείρως ανώτερο από την τηλεοπτική του μεταφορά. Κι όλα αυτά σε μία πολύ τρυφερή ηλικία, με αποτέλεσμα κάποιες από τις ομολογουμένως σκληρές εικόνες, βιβλίου και σειράς, να μου μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Αυτά ακριβώς τα σημεία, αυτές ακριβώς τις εικόνες και πολλές ακόμα που δεν είχαν φωτιστεί επαρκώς στην τηλεοπτική μεταφορά του έργου, αφουγκράστηκε με την απαράμιλλη καλλιτεχνική του ευαισθησία ο Ένκε Φεζολλάρι, καταφέρνοντας να παρουσιάσει μία παράσταση γεμάτη «σοκαριστικά» ρεαλιστικές σκηνές, που ταυτόχρονα βρίθουν ποιητικότητας και λυρισμού, τοποθετώντας επτά γυναίκες στο εδώλιο μίας ανδροκρατούμενης κοινωνίας (ή μήπως εντελώς μητριαρχικής;) βάζοντας τις ηθοποιούς του να υποδυθούν και τους ανδρικούς ρόλους του έργου - στην προκειμένη περίπτωση ανδρείκελα - με φόντο μία περίοδο της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας γεμάτη από μελανές σελίδες. Το σπίτι των Φτενούδων έτσι όπως το οραματίστηκε σκηνογραφικά ο Γιώργος Λυντζέρης (ιδιαίτερη μνεία τόσο στον ίδιο που επιμελήθηκε και τα κοστούμια, όσο και γενικότερα στους έλληνες σκηνογράφους που κάνουν θαύματα με τα πιο απρόσμενα υλικά και όχημα τη φαντασία και την εφευρετικότητά τους) θυμίζει ένα απέραντο μαυσωλείο, γεμάτο σκοτεινές γωνιές, οικογενειακά πορτραίτα υπόκωφα φωτισμένα, παραπέμποντας σε ατμοσφαιρικά θρίλερ και δεκάδες καντήλια που καίνε χωρίς φωτιά, υποκαθιστώντας το φως και προσδίδοντας στις ηρωίδες του έργου μία απόκοσμη αύρα. Εγκλωβισμένες μέσα σ’ αυτό το «στοιχειωμένο σπίτι», τριγυρνούν και οι ίδιες σαν φαντάσματα, Την κλειστοφοβική ατμόσφαιρά της παράστασης εντείνει η πρωτότυπη μουσική της Γιώτας Κοτσέτα, που υπογραμμίζει κάθε συναισθηματική κορύφωση του έργου, κλιμακώνοντας την ένταση και οδηγώντας σ΄ένα τέλος, που θα μπορούσε ίσως να είναι ευτυχές, αν η αγάπη έφτανε στην ώρα της... Οι ηρωίδες της παράστασης παλεύουν να ξεφύγουν, η καθεμία με τον τρόπο της, από μία μοίρα που έχει προδιαγραφεί και εντέλει είναι κοινή σχεδόν για όλες (και αμετάκλητη). Επτά, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, γυναικείοι χαρακτήρες αλληλοσυγκρούονται, με τελικό νικητή τη διάψευση των ονείρων τους, για μία καλύτερη ζωή. Από το Νεοχώρι, ένα χωριό λίγο έξω από το Ηράκλειο Κρήτης, έως την Αθήνα, το Καρπενήση και το Παρίσι, κάπου ανάμεσα στο 1930 και τις αρχές του 1980, επτά γυναικείες προσωπικότητες ισοπεδώνονται κάτω από την «μπότα» όχι του κατακτητή, αλλά μιας νοοτροπίας που τις θέλει υποδεέστερες του ανδρός και ως εκ τούτου ελλιπείς και ανάξιες να ζήσουν με βάση τα θέλω τους και όχι τα πρέπει της κοινωνίας. Ο πόλεμος που μαίνεται μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, έχοντας φόντο τη Γερμανική κατοχή, είναι το ίδιο σκληρός με το κίνημα του φασισμού που αιματοκύλησε τον κόσμο και βρίσκεται ξανά μπροστά μας, ορατότατο και άκρως απειλητικό. Ο θάνατος του αυταρχικού πατέρα όχι απλά δεν τις απελευθερώνει, αλλά γεννά ένα νέο «τέρας», ακόμη πιο αποτρόπαιο, γιατί κρύβεται πίσω από το προσωπείο της «γυναίκας» και αντανακλάται - σε όλο του το μεγαλείο - στο πρόσωπο της μεγαλύτερης κόρης της οικογένειας, της Ασπασίας. Ο αγνός έρωτας της Ερατούς για τον Ιταλό, κυνηγημένο στρατιώτη Τονίνο, που γεννήθηκε κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, με σιωπηλό μάρτυρα την πολύπαθη Πηνελόπη, την έκανε γυναίκα ήδη από την εφηβεία της, καταστρέφοντας το πιο ισχυρό όπλο κάθε γυναίκας της εποχής, την παρθενία της. Ένας ανόθευτος έρωτας μολύνεται από την ασχήμια αυτού του κόσμου και εντέλει καταδικάζεται ερήμην από την ανέραστη, γεροντοκόρη Ασπασία, που κάποτε αγάπησε κι εκείνη κάποιον νέο που πέθανε, σκοτώνοντας την ίδια και καθετί ζωντανό μέσα της. Η γέννηση της Αμαλίας θα της χαρίσει έστω και έμμεσα τη χαρά της μητρότητας, αλλά στην πορεία και προσπαθώντας να ζήσει η ίδια μέσα από αυτήν θα δημιουργήσει ένα άλλο «τέρας», που πίσω από την όμορφη όψη και τη νεανική φρεσκάδα του, κρύβει την ίδια ωμότητα και κυνισμό με τη δημιουργό του. Και μέσα σε όλα αυτά η Ερατώ, η πραγματική της μητέρα να απορεί: πως γίνεται να είναι «νόθο» ένα παιδί, που είναι καρπός πραγματικού έρωτα;». Πως γίνεται να απαρνηθεί μια μάνα το παιδί της; Ο Ένκε Φεζολλάρι δεν διαχώρισε τους χαρακτήρες σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, σε καλούς και κακούς, παίζοντας ευφυέστατα με την έννοια του "τέρατος". Φώτισε ισάξια όλες της ηρωίδες του έργου της Λιλής Ζωγράφου, δίνοντας στις ηθοποιούς που κλήθηκαν να τις υποδυθούν, την ευκαιρία να αναδείξουν τις ξεχωριστές τους ερμηνευτικές ποιότητες, να έχουν τη δική τους μοναδική στιγμή πάνω στην σκηνή, συγκινώντας τους θεατές η καθεμία με το δικό της προσωπικό δράμα, αλλά και όλες μαζί σαν χορός Αρχαίας Τραγωδίας ή μανιάτισσες μοιρολογίστρες αντίστοιχα, που κλαίνε και οδύρονται πάνω στα χαλάσματα της ύπαρξής τους (άλλωστε Κρήτη - Μάνη, μια βεντέτα δρόμος). Οι μαυροντυμένες – σαν σκιές - Αιμιλία Υψηλάντη/Εριφύλλη, Αθηνά Τσιλύρα/Ασπασία, Κατερίνα Μισιχρόνη/Ερατώ, Μυρτώ Γκόνη/Αμαλία, Μαρία Καρακίτσου/Αικατερίνη, Βασιλική Διαλυνά/Εργίνη και Μαρία Αποστολακέα/Πηνελόπη, υποδύθηκαν τους ρόλους τους με γνήσιο μεσογειακό πάθος, αλλά και μία κινησιολογική «λεπτότητα» που τις έκανε να μοιάζουν σαν αερικά, παρόλη τη στιβαρότητα των χαρακτήρων τους, καταφέρνοντας ακόμη και στις πιο τραγικές στιγμές να εκμαιεύσουν ακόμη και το γέλιο, αποδεικνύοντας πως η ζωή δεν είναι ούτε δράμα, ούτε κωμωδία. Είναι τραγική ειρωνεία. Η Εργίνη της Βασιλικής Διαλυνά παραμένει ως το τέλος αφοσιωμένη στην Ασπασία, υπάκουο υποχείριο της, έτοιμο να εκτελέσει τις διαταγές της και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της, φθονώντας τις αδελφές της και κυρίως την Ερατώ και στη συνέχεια την Αικατερίνη, που γεύτηκαν τη μητρότητα και κατάφεραν πληρώνοντας η καθεμία το δικό της τίμημα να ζήσουν έστω για λίγο, όπως ήθελαν και όχι όπως έπρεπε (συγκλονιστική η στιγμή του μικρού άλλα πολύ δυνατού μονολόγου της!). Στον αντίποδα της Εργίνης η Αικατερίνη της Μαρίας Καρακίτσου αν και στην αρχή παρασύρεται από τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της, στην πορεία γνωρίζει τον έρωτα και γεύεται τη μητρότητα, με αποτέλεσμα να ξεφύγει από τη μίζερη καθημερινότητα του σπιτιού των Φτενούδων, χωρίς όμως και εκείνη να αποφύγει τη συντριβή, αφού στο τέλος γίνεται μάρτυρας της υπέρτατης οικογενειακής τραγωδίας. Η ηθοποιός απέδωσε με δυναμισμό και επαναστατική διάθεση τη μόνη ηρωίδα του έργου που διασώζεται στο τέλος, με απώλειες μεν, αλλά και μία ζωή μπροστά της που μοιάζει σχεδόν φυσιολογική. Τα δύο κραταιά θηλυκά της οικογένειας, η Εριφύλλη και η Ασπασία αποτελούν και αυτές ένα πολύ ενδιαφέρον δίπολο, με την Αιμιλία Υψηλάντη – την σπουδαία αυτή κυρία του ελληνικού θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου – να προτάσσει την καρτερικότητα, τη θηλυκότητα, την αξιοπρέπεια, την τρυφερότητα και τη μητρική αγάπη που όλα τα συγχωρεί και όλα τα αντέχει, έναντι της σκληρότητας, του κυνισμού και της σαδιστικής διάθεσης της Ασπασίας που χάρη στην Αθηνά Τσιλύρα ήταν κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική, ωμή και απάνθρωπη αλλά ταυτόχρονα τόσο δυστυχισμένη, που δεν μπορείς, παρά να τη συμπαθήσεις. Η γνωστή ηθοποιός τα τελευταία χρόνια μας έχει συνηθίσει σε ερμηνείες μεγατόνων, καταφέρνοντας κάθε φορά να μας εκπλήσσει ευχάριστα. Άξιο λόγου είναι επίσης, ότι ενώ σχετικά πρόσφατα υποδήθηκε την εμβληματική ηρωίδα του Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα, Μπερνάρντα Άλμπα, η τωρινή ερμηνεία της δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνη που είχαμε δει τότε στο θέατρο Vault, παρόλο που σε πρώτη ανάγνωση τα δύο έργα και οι αντίστοιχες ηρωίδες τους, έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Η Ασπασία της Αθηνάς Τσιλύρα δεν ήταν κακή, απλώς αδύναμη. Αδύναμη να ευτυχήσει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Υπάρχει πιο οδυνηρή συνθήκη από αυτή; Οι υπόλοιπες τρεις γυναίκες της οικογένειας Φτενούδου, η Πηνελόπη της εξαιρετικής Μαρίας Αποστολακέα, που εξαιτίας της δυσμορφίας της ρίπτεται από παιδί μεταφορικά στον κοινωνικό Καιάδα και κυριολεκτικά στο κελάρι/υπόγειο, η Αμαλία της συγκλονιστικής Μυρτώς Γκόνη, η οποία χάνει ταυτόχρονα τη μάνα που μόλις ανακάλυψε ότι έχει και το μόνο άνδρα που αγάπησε πραγματικά, πληρώνοντας έτσι ακριβά το γεγονός ότι ξεπούλησε σώμα και ψυχή για χάρη μίας πρόσκαιρης και επίπλαστης ευμέρειας και η Ερατώ της κα-τα-πλη-κτι-κής (με πολλά θαυμαστικά) Κατερίνας Μισιχρόνη, που χάρη στην ομορφιά του προσώπου και της ψυχής της γνωρίζει τον απόλυτο έρωτα, αλλά και την υπέρτατη ανδρική χυδαιότητα, ήταν η αποκάλυψη της παράστασης, εντυπωσιάζοντας με την υποκρτική τους δεινότητα και παραμένοντας από την αρχή έως το τέλος άμεσες και διαπεραστικά αληθινές. Σε μια χώρα που μαστίζεται από την κρίση - και δεν εννοώ μόνο την οικονομική - είναι πραγματικά κάτι παραπάνω από ελπιδοφόρο να βλέπεις πέντε νέες, αλλά ήδη ώριμες ερμηνευτικά ηθοποιούς, να συνυπάρχουν ισάξια με τις σπουδαίες Αιμιλία Υψηλάντη και Αθηνά Τσιλύρα, που παρόλη την καταξίωση τους παραμένουν 'εργάτριες" της τέχνης, πειθαρχώντας στον σκηνοθέτη τους, ο οποίος προφανώς γνωρίζει πως να βγάλει από την καθεμία τον καλύτερο - υποκριτικά - εαυτό της. Ο Ένκε Φεζολλάρι, με τη δική του, μοναδική, σκηνοθετική «μέθοδο» που βασίζεται πρωτίστως στην αγάπη για τον ηθοποιό, έκανε επτά αξιόλογες ηθοποιούς – της παλαιότερης και νεότερης γενιάς - να ακτινοβολούν πάνω στην επιβλητική σκηνή του πλήρως ανακαινισμένου θεάτρου Αργώ, προσφέροντας στους θεατές στιγμές γνήσιας συγκίνησης και ποιοτικής ψυχαγωγίας. Τελειώνοντας αξίζει να αναφερθεί, πως ανάμεσα στους θεατές της παράστασης βρίσκονταν και μαθητές (πιθανότατα Λυκείου) οι οποίοι σε πολλές από τις «επίμαχες» σκηνές της παράστασης γελούσαν δυνατά, πιθανότατα από αμηχανία, όταν εμείς οι ενήλικοι θεατές έχουμε εκπαιδευτεί να μένουμε «σοβαροί», ακόμα και αν μας βγαίνει πηγαία να γελάσουμε. Το γέλιο αυτών των παιδιών, αν και κάποιες φορές ανεπίκαιρο, είναι η απόδειξη πως όσο πιο αθώος είσαι, τόσο πιο ελεύθερος νιώθεις να εκφραστείς. Άλλωστε όπως πολύ σοφά λέει και η Ερατώ «ελευθερία είναι η αθωότητα να μη βλέπεις την ασχήμια του κόσμου». «Η αγάπη άργησε μια μέρα»., στο θέατρο Αργώ... Κάθε Τετάρτη & Κυριακή στις 19.00 και κάθε Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21.00, επτά ανθρώπινες ψυχές αναζητούν την αγάπη σε έναν κόσμο που έμαθε να θεωρεί πρόστυχο το όμορφο, ανήθικο το φυσικό, καταδικαστέο το διαφορετικό... ________________________________________________________________________
Συντελεστές Διασκευή-Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης Πρωτότυπη Μουσική: Γιώτα Κοτσέτα Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη Βοηθός σκηνοθέτη: Δάφνη Λιανάκη Φωτογραφίες: Πάνος Μαζαράκης Παίζουν: Αιμιλία Υψηλάντη, Αθηνά Τσιλύρα, Κατερίνα Μισιχρόνη, Μυρτώ Γκόνη, Μαρία Καρακίτσου, Βασιλική Διαλυνά, Μαρία Αποστολακέα. Θέατρο Αργώ (Ελευσινίων 15, Αθήνα, 10437 Τηλ.: 210-5201684, e-mail: [email protected]) Έναρξη παραστάσεων 31 Οκτωβρίου, κάθε Τετάρτη 19.00 Πέμπτη – Σάββατο 21.00 Κυριακή 19.00 Διάρκεια Παράστασης: 100 λεπτά Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος