της Γεωργίας Τσούρου Έρχονται και μας βρίσκουν οι πιο ταπεινοί μας πόθοι την ώρα της κοινής ησυχίας και ραγίζουν τους τοίχους που με κόπο χτίζουμε όλη μέρα. Παρκάροντας αργά το βράδυ το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι, ακούω από το ραδιόφωνο ένα ρεφραίν που ντρέπομαι, μα με συγκινεί, και να που έχω παγώσει με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο χειρόφρενο όσο Ρέμος σπαράζει: «Πού να ‘σαι τώρα που κρυώνω και φοβάμαι/ μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω μόνο να’μαι/ μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου πού να'μαι ή απλά με διέγραψες». Μόλις το τραγούδι τελειώνει κλείνω το ραδιόφωνο και το ψάχνω στο κινητό, διότι άξαφνα πρέπει να το ακούσω τουλάχιστον δυο φορές πριν καταφέρω να ανέβω σπίτι για ύπνο. Φυσικά, η μνήμη του πόθου είναι το μεγαλύτερο διεγερτικό. Ο τρόπος με τον οποίο εκείνος πρόφερε το όνομά σου, η μυρωδιά του λαιμού του και το αν χαμήλωνε τα βλέφαρα την ώρα που σε φιλούσε, είναι όλα δείγματα του πως επέλεξες να σπαταλήσεις τον χρόνο σου, χρόνια πριν, όσο ήταν ακόμα δικός σου για σπατάλη, κι όσο φέρνεις αυτές τις εικόνες στο νου είσαι ξανά και ξανά νέος και ικανός να κάνεις ωραίες και ατυχείς επιλογές. Κι όταν μιλάμε για πόθο φυσικά δεν μιλάμε μόνο για τον ερωτικό, διότι όσοι δεν είχαν έρωτες, είχαν σίγουρα άλλα ιδανικά, και σπατάλησαν το χρόνο τους με αυτά, ίσως όχι το ίδιο ευχάριστα, αλλά σίγουρα εξίσου αποφασισμένα. Διαβάζω «ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» του Bernhard Schlink. O Schlink, του «Διαβάζοντας στη Χάννα», είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που θα εμπιστευόμουν να με συντροφεύσει σε πολύωρο ταξίδι χωρίς αναγνωστικό plan B στην τσάντα, χωρίς σήμα στο κινητό και παρέα στο διπλανό κάθισμα και δεν με προδίδει ούτε σε αυτό του το βιβλίο. Ο Γιόργκ είναι μεσήλικας, πρώην κατάδικος και άρτι αποφυλακισμένος, έχοντας εκτίσει ποινή είκοσι χρόνων για την συμμετοχή του στην αντιεξουσιαστική ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ. Η αφοσιωμένη αδελφή του επιθυμεί να γιορτάσει με έναν τρόπο που φαντάζει απλός και αυτονόητος μα και ανέφικτος ταυτόχρονα, είτε είσαι πενηντάρης (πρώην) τρομοκράτης είτε όχι: φέρνοντας για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο μερικούς νεανικούς φίλους μαζί, οι οποίοι πια δεν έχουν απολύτως κανένα κοινό μεταξύ τους, εκτός από τις αναμνήσεις των αμοιβαίων νεανικών τους πόθων και ιδανικών. Η επανένωση δεν είναι ομαλή. Στην ομάδα των παλιών φίλων που μαζεύονται για να καλωσορίσουν τον επανενταχθέντα στην κοινωνία Γιόργκ συγκαταλέγεται πλέον μια επίσκοπος της εκκλησίας, μια δασκάλα, ένας επιχειρηματίας και ένας δημοσιογράφος, ενώ γύρω από κάθε έναν από αυτούς τριγυρνούν και απαιτούν την προσοχή μέλη της οικογένειάς τους, σαν άλλοι επίμονοι δορυφόροι πλανητών με μοναδική αποστολή να επισημαίνουν το πέρασμα του χρόνου. Σε μια από τις πιο ουσιώδεις στιγμές του βιβλίου, η έφηβη κόρη του Ούλριχ προσεγγίζει ερωτικά τον πρώην κατάδικο κι εκείνος την αρνείται, κι όσο ο πατέρας εξοργισμένος παρηγορεί την κόρη για την απόρριψη και την κοιμίζει σαν μωρό, δεν είναι δυνατόν να μην περάσει από το νου του αναγνώστη ότι ο αληθινός λόγος της οργής του δεν είναι άλλος από το ότι ο παλιός του φίλος δίχως δεύτερη σκέψη απέρριψε αυτό το ό,τι πιο όμορφο του προσέφερε για να θαυμάσει, το πιο μεγαλειώδες από τα προϊόντα της ενήλικης ζωής του. «Ο Ούλριχ καθόταν στο κρεβάτι της κόρης του, που είχε τραβήξει την κουβέρτα μέχρι το πιγούνι και είχε αποστρέψει το πρόσωπό της. Ο Ούλριχ δεν την έβλεπε που έκλαιγε, μόνο την άκουγε. «Μην νιώθεις ταπεινωμένη. Απλώς είναι ο λάθος άνθρωπος.» «Μα γιατί; Θα του έκανα καλό.» Εκείνος έγνεψε ναι. Ναι, η κόρη του σκέφτηκε ότι θα έκανε καλό στον Γιόργκ. Όχι βέβαια πως αυτός ήταν ο σκοπός της. Ήθελε να κοιμηθεί με τον διάσημο τρομοκράτη για να έχει μετά να το λέει. Ο άγγελός μου, σκέφτηκε ο Ούλριχ. Ο άγγελός μου με τις ξανθές μπούκλες, τα γεμάτα χείλη και τα στητά στήθη. Καλά, στραβός ήταν ο Γιόργκ και δεν τα έβλεπε; Ή τόσο ξεροκέφαλος που μπορούσε να δει την ομορφιά μόνο σε μια ιδεολογικά ολοκληρωμένη επαναστάτρια; Μήπως είχε γίνει ομοφυλόφιλος στη φυλακή;» Τόσο αμέτρητοι είναι οι τρόποι που προδίδουμε τους παλιούς μας έρωτες και τα ιδανικά, που δεν είναι να απορεί κανείς, που ένα ρεφραίν μπορεί και μας βρίσκει μεσάνυχτα μέσα στο αυτοκίνητο, για λίγο απρόθυμους να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε παρακάτω, στο ξεκλείδωμα της πόρτας του ενήλικου σπιτιού, στο βραδινό πλύσιμο του προσώπου, τις πιτζάμες και το συμμάζεμα πριν το πρωϊνό ξύπνημα. Στο ασανσέρ για το σπίτι έχει έναν ολόσωμο καθρέφτη και κάθε καθρέφτης, σαν βλέμμα παλιού φίλου, ειδικά τις μικρές ώρες, είναι ένα ερώτημα που τρέμουμε να απαντήσουμε μήπως και, όπως ορθά θρηνεί κι ο Ρέμος (μια εβδομάδα τώρα στα ακουστικά) «σ΄ένα ρολόι κολλημένος/στους δείχτες του παγιδευμένος /στιγμή έχω γίνει περασμένη». ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ BERNHARD SCHLINK ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΪΜΠΕΛ ISBN 978 960 218 594 0 Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος