της Γεωργίας Τσούρου Η ανυπόφορη κίνηση στους απογευματινούς δρόμους της πόλης αναγγέλλει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την έλευση των γιορτών, ακόμα κι αν κάποιος θελήσει να αγνοήσει τα λαμπάκια και τις γιρλάντες στα απέναντι μπαλκόνια ή τις βιτρίνες γεμάτες ταράνδους και αηβασίληδες. Μποτιλιαρισμένη στην Χαλανδρίου κοιτάω στο διπλανό αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα του οποίου ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από δέκα χρόνων, έχει κολλήσει το πρόσωπο στο τζάμι και παρατηρεί μελαγχολικά όλο αυτό το τσίρκο που εκτυλίσσεται έξω από το αυτοκίνητο του μπαμπά. Ποιος ήταν που έβγαλε τον κανόνα ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε βιβλία στο αυτοκίνητο; Ποτέ μου δεν πείσθηκα ότι η ανάγνωση μέσα σε όχημα ζαλίζει, αν ήταν πράγματι αλήθεια γιατί δεν ζαλιζόμαστε στο τρένο, το αεροπλάνο ή το μετρό; Φαντάζομαι αυτό το κοριτσάκι σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο αντί να κοιτάει άσκοπα την αμετακίνητη εικόνα τριγύρω, όσο ο χρόνος του σπαταλιέται μέσα στο μποτιλιάρισμα των άλλων και θα ήθελα πολύ να κατεβάσω το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και να της δώσω το αντίτυπο του «Αρμινούτα» που κουβαλάω όλη αυτή την εβδομάδα στην τσάντα μου, παρότι μου πήρε μόλις μιάμιση ημέρα να τελειώσω. Δεν είναι σε καμία περίπτωση παιδικό ανάγνωσμα, παρότι πρωταγωνίστρια είναι μια μόλις δεκατετράχρονη κοπέλα, και σίγουρα θα την ταράξει, μα σάμπως δεν την ταράζει ήδη όλη αυτή η εορταστικά καταναλωτική ατμόσφαιρα που της έχουν επιβάλει; Η Αρμινούτα είναι το κορίτσι που επέστρεψαν πίσω, αφού πρώτα το πήραν από την μάνα του «με το γάλα της ακόμα στη γλώσσα του» εφτά μηνών. Για λόγους ανεξήγητους για εκείνη, επειδή κανένας από τους ενήλικες που χειρίζονται τη μοίρα της δεν μπαίνει στον κόπο να τους αναλύσει, βρίσκεται το καλοκαίρι των δεκατεσσάρων της χρόνων να χτυπάει, με τη βαλίτσα στο χέρι, την πόρτα των φυσικών γονέων και των πολυάριθμων αδελφών της. Η Ανταλντζίζα και ο άντρας της που την μεγάλωσαν σαν δική τους, πια δεν μπορούν να την κρατήσουν άλλο. Ποια αιτία κρύβεται πίσω από αυτό το ξερίζωμα ενός μικρού παιδιού από την μοναδική οικογένεια που γνωρίζει; Είναι νομική, οικονομική ή άλλη, ακατάληπτη έτσι κι αλλιώς από τον παιδικό της νου; Η Αρμινούτα δεν χάνει μόνο μια μητέρα κι έναν πατέρα, χάνει κι ένα μοντέρνο ευκατάστατο σπιτικό στην παραθαλάσσια πόλη, την καλύτερή της φίλη, τις εξωσχολικές της δραστηριότητες και την προοπτική – ως μαθήτρια σπάνιας ευφυίας και απόδοσης – για ένα ακαδημαϊκό μέλλον. Δυστυχώς για εκείνη, η φυσική της οικογένεια, που κατοικεί στο άγριο ορεινό Αμπρούτσο είναι φτωχή και πολυμελής, άξεστη, αμόρφωτη και για την Αρμινούτα δεν υπάρχει καν κρεβάτι. Το πρώτο κιόλας βράδυ η μικρή μετανάστης υποχρεούται να μοιραστεί το ταλαιπωρημένο στρώμα με την νεοαποκτηθείσα δεκάχρονη αδερφή της, την Αντριάνα, που τις νύχτες κατουριέται επάνω της. «Μάδα το πουλερικό» με διέταξε δίνοντάς μου το νεκρό ζώο που το κρατούσε από τα πόδια, με το κεφάλι να κρέμεται. «Τι πράγμα; Δεν καταλαβαίνω.» «Τι, έτσι θα το φας; Δεν θα του βγάλεις πρώτα τα φτερά; Μετά κόψ’ το και βγάλ’ του τα έντερα», μου εξήγησε κουνώντας ελαφρά το χέρι της τεντωμένο προς το μέρος μου. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω και απέστρεψα το βλέμμα μου. «Δεν μπορώ, με φοβίζει. Μπορώ να καθαρίσω αν θες». «Τούτη δω μόνο μαγειρεμένα κοτόπουλα έχει δει στη ζωή της» την άκουσα να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της. Το «Αρμινούτα» είναι ένα πανέμορφο όσο και γλυκόπικρο μικρό βιβλίο, μια περιεκτική αν και περιληπτική καταγραφή των δυνατοτήτων που έχουμε οι ενήλικοι να φανούμε σκληροί στα παιδιά. Όλοι οι ενήλικες στο βιβλίο αυτό είναι – είτε αιτιολογημένα είτε αναιτιολόγητα – σκληροί και όλοι τσαλαβουτάνε σαν παιδιά που παίζουν, σε λασπόλακους γελοιότητας και αδυναμίας. Όμως σε αντίθεση με αυτά, εκείνοι δεν ευχαριστιούνται ούτε λεπτό, αντίθετα μοιάζουν για πάντα να έχουν απωλέσει την δυνατότητα αυτοσαρκασμού και οίκτου. Η τελευταία σκηνή του βιβλίου είναι μια μαχαιριά στην καρδιά, ένα ιδιαίτερο δείγμα αφήγησης από εκείνα που ξετυλίγουν και ξετυλίγουν τις στρώσεις τους σαν κρεμμύδι καυτερό και μέρες αφότου η ανάγνωση έχει τελειώσει, καίνε ακόμα. Κανείς δεν μιλούσε. Μονάχα ένα αναφιλητό πού και πού, μες στον ύπνο του μωρού. Ήταν αρκετό ν’ αγγίξω τον ώμο της Αντριάνας, συνεννοηθήκαμε. «Ευχαριστούμε για το γεύμα, ήταν όλα πραγματικά εξαιρετικά. Τώρα όμως καλύτερα να πηγαίνουμε, σε μια ώρα η αδερφή μου πρέπει να πάρει το λεωφορείο για το χωριό.» είπα απνευστί. Η Ανταλντζίζα μας κοίταξε με ανήμπορο βλέμμα, φοβισμένο. Με μια σχεδόν αδιόρατη κίνηση, έγνεψε όχι με το κεφάλι. Δεν είχε φανταστεί έτσι εκείνη την Κυριακή. Ενστικτωδώς της έβγαλα μια τρίχα που είχε γλυστρήσει στο γαλάζιο της φόρεμα, θαρρείς και την επανέφερα στην τοτινή της τελειότητα. Όλους θα τους συγχωρέσει η σοφή Αρμινούτα, και η υπέροχη μικρούλα αδερφή της η Αντριάνα που στέκονται φτωχές μα περήφανες, ελεύθερες καίτοι δέσμιες από τις επιλογές των ανηλίκων. Πιασμένες χέρι χέρι και κλείνοντας η μία το μάτι στην άλλη, θα μας θυμίσουν την συγχώρεση με τον τρόπο των παιδιών, άδολη και φυσική, κάπως σαν τον ερχομό του νέου χρόνου που μας δίνει, χωρίς καθόλου να το αξίζουμε μα και χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε, μια ακόμα ευκαιρία να σταθούμε αντάξιοί της. ---------------------------------------------------- ΑΡΜΙΝΟΥΤΑ DONATELLA DI PIETRANTONIO ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΟΤΣΗ ISBN 978 960 572 263 0 Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος