της Γεωργίας Τσούρου Μια τρομοκρατική οργάνωση που εξαφανίζει σε μια νύχτα την οροφή ενός μουσείου του Βερολίνου, αφήνοντας άθιχτα τα εκθέματα και τα στόματα όλων ανοιχτά, επιστρέφει τις Καρυάτιδες στην πατρίδα τους και κερδίζει την υποστήριξη του κόσμου, πείθοντας ότι συνωμοτεί για την ανατροπή του κατεστημένου και την φροντίδα του απλού ανθρώπου. Μια νεαρή και όμορφη κριτικός μουσείων με ένα καλά κρυμμένο μυστικό που ερωτεύεται παράφορα τον φερόμενο ως αρχηγό της οργάνωσης και τον ακολουθεί έως την άκρη του κόσμου, καθώς και οι δυο τους προσπαθούν να ξεφύγουν από τα νύχια του εμμονικού και παντοδύναμου σερίφη που τους καταδιώκει. Ένα σχεδόν ντοκιμαντερικό road trip στην Αμερική, ένα έτος ειδυλλιακής ζωής στην Παταγονία και άλλο ένα γλυκιάς παρακμής στην Ασία. Ερωτικές σκηνές δοσμένες με αλλόκοτη περιγραφική μαεστρία λες και διαβάζουμε τις περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων μετά την ενηλικίωσή της, μια δυνατή ιστορία αγάπης, ένα παιδί γέννημα θρέμμα του έρωτα και της ανυπακοής κι ένα ενδιαφέρον σχόλιο για την παρούσα κατάσταση της υδρογείου και των δίποδων που στροβιλίζονται γαντζωμένα επάνω της, έρμαια της πολιτικής, των κοινωνικών συνθηκών και των βλεννογόνων αδένων τους. Συνάντησα τον Πάνο Τσερόλα, συγγραφέα του βιβλίου «Η συνωμοσία της Βανίλιας» ένα απόγευμα στο Σύνταγμα, και μέχρι να μας πετάξουν από το καφέ που συναντηθήκαμε, λόγω λήξης του ωραρίου, μιλήσαμε για τα βιβλία, τους συγγραφείς και τη συγγραφή, το γάμο, την ψυχανάλυση και τη γεωλογία, αλλά και τη θέση που θα μπορούσε να διεκδικήσει ο Λέοναρντ Κοέν στην ανωτέρω μυθιστορηματική τρομοκρατική οργάνωση. Η συζήτηση συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ακόμα στην αυλή ενός καφέ σε παραπλήσιο πλακόστρωτο δρομάκι, με κασκόλ και παλτά, αποδεικνύοντας ότι η Αθήνα ούτε κρυώνει, ούτε κοιμάται, αλλά ούτε και λόγο να σταματήσει την κουβέντα έχει, όσο υπάρχει κρασί στα ποτήρια και στο διπλανό τραπέζι η παρέα διαθέτει την σωστή μάρκα καπνού για τράκα. «Το βιβλίο στην πρώτη του μορφή γράφτηκε όταν ήμουν 16 χρόνων, στο χέρι. Ό,τι έχει μείνει από εκείνη την πρώτη γραφή είναι οι τελευταίες πενήντα σελίδες του κειμένου όπως έχει σήμερα. Η ιστορία του τότε ήταν βασισμένη στον γιό του ζευγαριού. Αποφάσισα ότι ο τρόπος για να ξαναπροσεγγίσω το βιβλίο, χρόνια μετά, επειδή δεν ήμουν πια 16 χρόνων όπως ήταν ο γιός, ήταν να προσεγγίσω πώς προέκυψε ο γιός, να πω την ιστορία τους, πώς πήγε φυλακή ο πατέρας του και όλα αυτά. Στην πραγματικότητα επειδή ξέρω όλο το back story του γιου, η ιστορία και η πραγματική της πρόθεση είναι μια ιστορία κληρονομιάς, πώς δηλαδή ένα παιδί έχει κληρονομήσει από δύο γονείς. Σε επίπεδο τόσο ψυχισμού όσο και το πώς στέκεται στην κοινωνία ο γιός ενός, ας πούμε τρομοκράτη. Η δική του προσπάθεια να αποκτήσει ταυτότητα.» «Ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε «Η συνωμοσία της βανίλιας» ήταν καταρχήν ο ενθουσιασμός μου για την αφήγηση. Γράφτηκε σε μια περίοδο ευρύτερου αναβρασμού, τόσο εδώ όσο και έξω, στην Αίγυπτο οι πλατείες, στην Αμερική το Occupy Wall Street, κλπ, στην Ελλάδα είχαμε προέλθει από το έντονα βίαιο και κρισιακό 2008. Το έντονο πολιτικό κλίμα μου μετέδιδε ένα αίτημα για μια άλλη αφήγηση, αισιόδοξη, ή τέλος πάντων όχι τόσο δυσοίωνη. Είχε παράλληλα αρχίσει και ο κόσμος να φεύγει λίγο από τον ορθολογισμό και επικρατούσαν όλες αυτές οι θεωρίες συνομωσίας για τα κοινά που ελέγχουν τον κόσμο. Κάπως έτσι σκέφτηκα πώς θα είχαν τα πράγματα ανάποδα, δηλαδή ένας λαϊκός θρύλος όπως ο Ζορό, προστάτης των αδυνάτων, αν θα μπορούσε να σταθεί σήμερα, αν θα μπορούσε να υπάρξει μια ομάδα με τα μέσα και τον στόχο για να ανατινάξει τα κακώς κείμενα του σύγχρονου κοινωνικού μοντέλου. Μια απλούστατη ιδέα βασισμένη στα ερεθίσματα της εποχής, αλλά περισσότερο από αυτά με ώθησε η ιστορία του έρωτα και το πώς αυτός μπορεί να διαπλέκεται και να αλλάζει σαν αφήγηση τη ζωή μας αλλά και το πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι τέτοιο ώστε να είναι διασκεδαστικό και ευχάριστο.» «Σκοπίμως δεν μπήκα στις πρακτικές λεπτομέρειες του πώς η τρομοκρατική ομάδα καταφέρνει όλα αυτά τα εντυπωσιακά χτυπήματα που σχεδιάζει ή του πώς οι δυο ερωτευμένοι Μάγια και Μάρκ ζουν για χρόνια φυγάδες από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε πού βρίσκουν τα χρήματα για να ζήσουν, διότι αν το έκανα, θα αναγκαζόμουν να γράψω ένα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα. Ήθελα να ξεφύγω όμως από αυτό, κι έτσι για σκοπούς αφηγηματικούς, αντί να καταφύγω στον μαγικό ρεαλισμό, αποφάσισα να μην μπω σε λεπτομέρειες ως προς το πώς γίνονται όλα αυτά που γίνονται. Το βασικό στοίχημα φυσικά είναι μέσα από την αφήγησή μου να πετύχω αυτό που λέμε suspend of disbelief.» «Δουλεύοντας στο επόμενό μου βιβλίο ήρθα αντιμέτωπος με το εξής θέμα: αρχικά παιδευόμουν με την ιστορία, μετά με τους ήρωες, γιατί ήθελα να είναι ολοκληρωμένοι, μετά με την ιδέα και τέλος με το μήνυμα. Ποιο ήταν το μήνυμα που ήθελα να περάσω, τι ήθελα να πω τελικά. Συνειδητοποίησα όμως πως όλα αυτά είναι λάθος, ή μάλλον όχι λάθος, είναι πολύ σημαντικά αλλά εν τέλει πολύ δευτερεύοντα όταν δεις το βιβλίο από τη σκοπιά του αναγνώστη. Αυτά τον συγγραφέα μπορεί να τον πονάνε πάρα πολύ και καλά τον κάνουν, από τη σκοπιά του αναγνώστη όμως, που δεν είναι μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα που ξέρει ότι ο ήρωας καπνίζει αυτό το τσιγάρο γιατί από πίσω υπάρχει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, τα πάντα είναι το ύφος. Και το ύφος είναι το πιο δύσκολο πράγμα.» «Η συγγραφή είναι καταρχήν υπόθεση ανάγνωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε αντίθεση με τη μουσική, όπου πχ ο πρώτος δίσκος μας μπάντας μπορεί να είναι και ο καλύτερός της, ο συγγραφέας όσο πιο πολύ διαβάζει τόσο καλύτερος γίνεται. Αν ένας συγγραφεας θέλει να πιάσει τη διαδρομή από τη αρχή και να έχει εικόνα της λογοτεχνίας πρέπει να αναμετρηθεί κάποια στιγμή με την κλασική λογοτεχνία και πρέπει να το κάνει στην αρχή, ακόμα κι αν είναι δύσκολο, πρέπει να το κάνει για να δει τη βάση στην οποία στηρίχθηκε ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός ο οποίος επικρατεί σήμερα. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, έχει χαρτογραφήσει την ψυχή σε τεράστιο βάθος και μάλιστα στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα, και ερχόμαστε και βλέπουμε ότι άνθρωποι σήμερα έχουν τεράστια κοινά με τους ήρωές του. Πιστεύω ότι δοκιμάζοντας σου προκύπτει από μόνη της η ανάγκη να σκάψεις βαθύτερα στην ανάγνωσή σου, στη βιβλιοθήκη σου. ‘Όλα έχουν γραφτεί, έχουν εξερευνηθεί τα πάντα, έχουν τεθεί όλα τα ερωτήματα, οπότε σκοπός του συγγραφέα είναι να θέσει καλύτερα ένα ερώτημα, στο σήμερα του καθενός και βρίσκουμε καλύτερους τρόπους να τα τοποθετήσουμε. Το καλύτερο είναι συγκριτικό. Πρέπει να βρω πώς τοποθετήθηκε πριν, ποιο είναι το βάθος του ερωτήματος, πώς το είχε γράψει πριν ο άλλος για να το πάρω εγώ και να το κάνω κάπως καλύτερο. Να μην πάμε όμως στο άλλο άκρο, τον ελιτισμό. Μπορεί κάποιος να γράφει γιατί αγαπάει τη γραφή, θέλει να πει μια ιστορία. Γιατί κατά βάση ένας αναγνώστης θα σου πει καλά όλα αυτά που λες, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει εμένα στη βάση είναι η ιστορία. Θέλω να μου πεις μια ωραία ιστορία, να τη διαβάσω και να περάσω ωραία.» «Ένα από τα θέματα που απασχολούν τον ήρωά μου είναι πώς μπορούν βασικές αξίες του σύγχρονου κόσμου να αποκτήσουν νέο νόημα, συμπεριλαμβανομένου του γάμου και της οικογένειας. Προφανώς μπορεί θεωρητικά να λέει πώς έχουν τα κακώς κείμενα σε θέματα όπως ο έρωτας, η οικογένεια, τα ζευγάρια κλπ, και πού είναι όλοι οι συμβιβασμοί που γίνονται και οι αλλοτριώσεις, αλλά την ίδια ώρα που τα καταγγέλλει, και σε αυτό πιστεύω πως μπαίνει και η Μάγια πολύ θετικά, προσπαθεί να δώσει ο ίδιος μια νέα διάσταση. Κι εμένα προσωπικά είναι ένα θέμα που με απασχολεί, το κατά πόσο δηλαδή μπορείς να αναμετρηθείς με το ερώτημα του έρωτα και της οικογένειας ως ένα κατεξοχήν θέμα δημιουργίας. Σχεδόν καλλιτεχνικό, δηλαδή. Αν μπορεί να είναι κάτι καταρχήν δημιουργικό για ένα ζευγάρι, καταρχήν ένα κομμάτι στο οποίο η συνύπαρξη να βοηθάει να φτιαχτεί ένας κόσμος εντός του οποίου θα είναι και οι δύο καλύτερα και θα μπορούν να εξελίσσονται και οι δύο. Αυτό να είναι η αφετηρία και όχι όλο το σύνολο των κοινωνικών απαιτήσεων, της νόρμας και του πως είναι η αφήγηση για τον πετυχημένο άνθρωπο σήμερα. Διότι κατά βάση δεν θεωρώ ότι πρέπει κάποιος να μπει σε αυτό το μονοπάτι για να θεωρήσει εαυτόν επιτυχημένο. Αν η αφετηρία είναι η δημιουργικότητα, μπορεί να οδηγήσει σε μια ωραία περιπέτεια, ως ένα από τα πολλά ενδεχόμενα της ζωής. Αυτό λοιπόν που προσπαθούν να κάνουν οι ήρωες είναι να αντιμετωπίσουν τον έρωτα, τις σχέσεις, τα παιδιά, την οικογένεια ως ένα κομμάτι δημιουργικό που τους βοηθά να ξαναβρίσκουν το εμείς ως καλύτερα εγώ και να μην βάλουν τα εγώ τους σε μια ομπρέλα του εμείς που θα τους εξασφαλίσει νομικά, οικονομικά, κοινωνικά και να πουν εντάξει είμαστε εδώ, ας σταθούμε.» «Ήθελα να γράψω για τη αίσθηση που αφήνουν οι χώροι που επισκεπτόμαστε σαν ξένοι, για τις εντυπώσεις ενός ανθρώπου δηλαδή όχι με όρους μάζας, ότι πήγαμε στο Παρίσι πχ και είδαμε τον Πύργο του Άιφελ και περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Το να πεις «πήγα στο Παρίσι και περπάτησα στο Σηκουάνα κι είχε ένα στενό το οποίο είχε ένα κρουασανάδικο στο οποίο έφαγα ένα κρουασάν και μετά η κοπέλα μου με φίλησε», αυτή η αφήγηση είναι πιο σημαντική εμπειρία του Παρισιού, από ό,τι είναι ο Πύργος του Άιφελ.» «Ο τρόπος που θα θέσεις το ερώτημα έχει ήδη προκαταβάλει, έχει ήδη βγάλει πέντε νήματα απαντήσεων κι έχει αποκλείσει άλλα πέντε. Ως εκ τούτου το ζήτημα της σωστής ερώτησης είναι πιο επίπονο από αυτό της απάντησης. Άμα βρούμε το σωστό ερώτημα να θέσουμε, βρισκόμαστε ήδη στο σωστό δρόμο, κι ας μην έχουμε ακόμα την απάντηση. Αυτό πιστεύω ότι κάνει για παράδειγμα η ψυχανάλυση. Δηλαδή δε θεωρώ ότι υπάρχει ψυχανάλυση που να σου λέει α, έχεις αυτό – ταμπέλα άλφα – πάρε αυτό – ταμπέλα βήτα – για να σου περάσει. Νομίζω ότι σε κατευθύνει, σε καθοδηγεί σε έναν τρόπο σκέψης ώστε να θέσεις τα σωστά ερωτήματα για εσένα τον ίδιο.» Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας, ζήτησα από τον Πάνο να φανταστεί έναν μουσικό που αγαπά, στο ρόλο τρομοκράτη, κι εκείνος δεν άργησε πολύ να αποφασίσει: «Μπορώ να φανταστώ τον Λέονταρντ Κοέν ως μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης στην «Συνωμοσία της Βανίλιας»: με το να ακούγεται συχνά και παντού, θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους να ερωτεύονται, να παθιάζονται παραπάνω, να μελώνουν λίγο, να σπάνε οι φραγμοί και οι αναστολές τους, και ως εκ τούτου θα δημιουργούσε μια κατάσταση συναισθηματικής, ενδεχομένως σωματικής, τέλος πάντων Διονυσιακής ανεμελιάς, οπότε θα ήταν πολύ χρήσιμος ο ρόλος του.» «Η Συνωμοσία της Βανίλιας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος με ISBN 9789600447347. Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος