του Παναγιώτη Παπαϊωάννου Νύχτες Πρεμιέρας «Μόνο Θρας»/“Murder In The Front Row” του Adam Dubin, 19 Σεπτεμβρίου 2019, «ΟΠΕΡΑ 1». Οι Νύχτες Πρεμιέρας έκλεισαν τα 25 χρονια ζωής. Η πολυδύναμη πολιτισμική συνθήκη που έχει καταστήσει τον Σεπτέμβριο της μητρόπολής μας, από τον εκ προορισμού δύστοκο, συνοφρυωμένο και φορτωμένο υποχρεωτικές επανεκκινήσεις μήνα, στον πιο ενδιαφέροντα του αστικού φθινοπώρου. Ειδικά στην κατηγορία των μουσικών ντοκυμανταίρ, των μουσικών βιογραφιών και των μουσικών ταινιών ευρύτερα, οι Νύχτες Πρεμιέρας έχουν κατ’ εξακολούθηση παρουσιάσει εκπληκτικό κινηματογραφικό υλικό, μέρος του οποίου μάλιστα δε βρήκε ποτέ το δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες. Από τη βελτιωμένη κόπια του “Quadrophenia” και το 2002, το “The Future Is Unwritten” (2007) για τη ζωή του Joe Strummer, μέχρι πρόσφατα, το “Sex & Drugs & Rock N’ Roll” για τη ζωή του Ian Dury και το “Runaways” (2010), το θρυλικό «Φωνές Από το Υπόγειο» για την ιστορία του club «ΚΥΤΤΑΡΟ» (2013) το “Back To Zero” του 2012 (για την ιστορία των Spitfire), το ντοκυμανταίρ “Musical Express” για την περιοδεία του 1970 με Janis, Grateful Dead, The Band, Buddy Guy, το “Decline Of The Western Civilization (1 & 2)” για την punk και την metal σκηνή του ’80 στο L.A. (γυρισμένο το ’87, προβλήθηκε το 2015), την επαναπροβολή του “Sid & Nancy” (τριάντα χρόνια μετά το γύρισμά του, το 2016) το “Mad Dog With Soul” για τη ζωή του Joe Cocker και το νοκυμανταίρ για τα χνάρια του Elvis στην “Promised Land” (2017), ή την ιστορία του “Studio 54” της Νέας Υόρκης πέρσι, τα μουσικά ντοκυμανταίρ είναι ένα απολαυστικό γεύμα που προσφέρουν κάθε χρόνο στους μουσικόφιλους οι Νύχτες Πρεμιέρας. Φέτος, ανάμεσα στα επίσης εκπληκτικά “Amazing Grace” (για τη θρυλική συναυλία της Arethα Franklin το 1972), “TheBirth Of Cool” (για τον τεράστιο Miles Davis) και “Remember My Name” (για τη ζωή του David Crosby), παρακολουθήσαμε αυτό που έχει τις λιγώτερες πιθανότητες να βρει το δρόμο σε κανονική διανομή, το “Murder In The Front Row”, του Adam Dubin, 19 Σεπτεμβρίου 2019, στο «ΟΠΕΡΑ 1». https://youtu.be/JImsHFVztGI Πρόκειται για ένα ντοκυμανταίρ στηριγμένο κυρίως σε σειρά νέων συνεντεύξεων, σπάνιες φωτογραφίες, αφίσσες και πλάνα αρχείου για τη γέννηση στο Bay Area της Καλιφόρνια, στις αρχές του '80, του metal ιδιώματος που ονομάστηκε thrash. Και το σημαντικώτερο : είναι γυρισμένο εκ των έσω. Σκηνοθέτης του, ο 55χρονος Adam Dubin, ο οποίος ήταν και παρών στην προβολή στο «ΟΠΕΡΑ 1», εξηγώντας λιτά και περιεκτικά τις προθέσεις της προσπάθειάς του. Σύγχρονος και συνομήλικος των πρωταγωνιστών αυτής της σκηνής, γνώρισε και προσωπικά τους μετέπειτα διάσημους πρωτεργάτες της, Metallica. Ξεκίνησε ως συμφοιτητής και συγκάτοικος του μετέπειτα διάσημου παραγωγού Rick Rubin, αναμίχθηκε με την εταιρία Def Jam και κατέληξε να σκηνοθετήσει (μαζί με τον Rick Menello) τα δύο πασίγνωστα βίντεο κλιπ των Beastie Boys, “Fight For Your Right To Party” και “No Sleep ‘Til Brooklyn”. Από το 1992 συνεργάστηκε και επαγγελματικά με το συγκρότημα, πάνω στην μεγάλη εμπορική τους επιτυχία με το “Black Album”, καθώς σκηνοθέτησε ένα από τα πρώτα ντοκυμανταίρ για την ηχογράφησή του (“A Year And A Half In The Life of Metallica”) και την συναπτόμενη με αυτό περιοδεία. Όπως ο ίδιος εξήγησε δια ζώσης μετά την προβολή, γνωρίζοντας τους Metallica πάνω γίνονταν παγκοσμίως γνωστοί, θέλησε να γυρίσει πίσω, στις πρώτες τους μέρες, όταν ξεκινούσαν, μαζί με μια χούφτα άλλα συγκροτήματα, να σκληραίνουν και να επιταχύνουν τον ήχο του metal, χτίζοντας γύρω απ’ αυτόν μια κοινότητα. Κόντρα στην εμπορικοποίηση του metal, με στυλιστικά ασυμβίβαστα αλλά συγχρόνως και με ισχυρή αλληλεγγύη που έκανε μουσικούς και κοινό να αναπνέουν τον ίδιο αέρα. Αυτό είναι το στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων με μέλη μ.α. των Metallica, Slayer, Exodus, Possessed, Megadeth, Testament, οι οποίες παρατίθενται με φροντίδα και είναι δοσμένες με εγκαρδιότητα και εμπιστοσύνη προς τον Rubin. Δίπλα σε μορφές του χώρου που τα ονόματά τους και η θέα τους φέρνει ένα μικρό δάκρυ συγκίνησης σε κάθε metal οπαδό και μουσικό ηλικίας μεταξύ 45 και 55, όπως οι: Tom Araya, James Hetfield, KirkHammett, Gary Holt, Dave Mustaine, Dave Ellefson, Chuck Billy, Larry Lalonde, καταθέτουν τις μνήμες τους οι fan. Επίδοξοι δημοσιογράφοι που έφτιαχναν χειροποίητα fanzine, «μούρες» της σκηνής που ζωγράφιζαν αφίσες και αντάλλασσαν κασέτες με τα ντέμο των αγαπημένων τους συγκροτημάτων, κοπέλες που συμμετείχαν στα ίσα με τα αγόρια στις κραιπάλες. Όλοι, χωρίς να έχουν βλέψεις εκμετάλλευσης. Όλοι, μπάντες και φανς, με νοσταλγία ανακαλώντας επεισόδια από το ξεκίνημα μιας υπόθεσης που γεννήθηκε και ανατράφηκε «καθαρά από αγάπη για τη μουσική». «Ήταν από τις καλύτερες μέρες της ζωής μου», λέει ο Kirk Hammett, χωρίς να κρύβει τη συγκίνησή του. Δεν είναι όμως μόνον η αξία των όσων καταθέτουν οι (επι)ζώντες. Η πλοκή του ντοκυμανταίρ, που ασχολείται μόνο με την περίοδο 1981 – 1985, φτάνει να στηρίζεται στην παράλληλη πορεία που είχαν οι δύο μπάντες με πολλά κοινά (όπως ο Kirk Hammett που έφυγε από τους Exodus για να γίνει ο lead Κιθαρίστας των Metallicα) δύο σημαντικούς πρόωρα αναχωρήσαντες. Οι Cliff Burton των Metallica και τον Paul Baloff των Exodus. Για τον πρώτο επισημαίνεται ότι είχε πράγματι το ρόλο του μουσικού καθοδηγητή των Metallica, με την ποικιλία των μουσικών επιρροών του, ενώ για τον δεύτερο, παιδί ρώσων μεταναστών, αναδεικνύεται η αστείρευτη ενέργεια και η εξωστρέφειά του. Και οι δύο ένωναν τη σκηνή, και οι δύο υπήρξαν τεράστιες απώλειες. Η σκηνή που οι Exodus επισκέπτονται τον τάφο του πρώην τραγουδιστή τους αποτυπώνει αγνή συγκίνηση. Τα highlights του ντοκυμανταίρ πολλά, ανάμεσα στα οποία το πώς προέκυψε ο τίτλος του. Πρόκειται για έναν στίχο από το πρώτο κομμάτι του ντεμπούτου δίσκου των Exodus, “Bonded By Blood”. Όταν κάποια στιγμή το ’83 οι Exodus έπαιζαν στο “Ruthie’s Inn”, μια από τις λίγες σκηνές του Σαν Φρανσίσκο, που φιλοξενούσαν τη σκηνή, μια νεαρή φαν, κολλημένη στην πρώτη σειρά μπροστά από τη σκηνή, κόπηκε από γυαλιά σπασμένων μπουκαλιών μπύρας. «Χύθηκε αίμα πάνω στη σκηνή. Είναι σα να μας ένωσε με το κοινό για πάντα». Μέσα στο κοινό αυτό, όπως εξήγησε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν υπήρχαν ρατσιστικά ή φασιστικά στοιχεία – αντίθετα με την punk σκηνή της ίδιας εποχής στην Καλιφόρνια – ούτε πολιτικοποίηση. Μόνο μια εφηβική, ενθουσιώδης, αδιαμόρφωτη διάθεση "to party" με τους δικούς τους όρους, σαν αντίδραση στο μουσικό κατεστημένο, όπως αυτό διαμορφωνόταν από το MTV και την γενικώτερη ποπ τάση της εποχής. Οι φανς δεν παρακολουθούσαν απλώς τους μουσικούς που έβγαιναν μέσα από τις ίδιες τις δικές τους παρέες, να παίζουν, αλλά συμμετείχαν ενεργά στα δρώμενα της σκηνής, φτιάχνοντας τους δικούς τους κώδικες συνύπαρξής τους με τη μουσική (λ.χ. αυτοί ξεκίνησαν την ευρέως σήμερα διαδεδομένη συνήθεια του stage diving). Ακολουθούσαν τις μπάντες σε όλες τις συναυλίες, υποστήριζαν με τη φυσική παρουσία τους και με αυτοσχέδια διαφήμιση τις καλύτερες, διέδιδαν ότι από τη σκηνή του Σαν Φρανσίσκο βγήκε κάτι πολύ σκληρό για συμμορφωθεί. Ήταν οι ανεπιθύμητοι της δυτικής ακτής, που με πρώτη ύλη την ακραία, χωρίς εμπορικούς συμβιβασμούς μουσική, μέσα σε μερικά χρόνια οδήγησαν την προτίμησή τους να μεταμορφωθεί σε διεθνές ρεύμα. Μέσα από τα λόγια των πρωταγωνιστών, δίνετaι, επίσης, μια εξήγηση για το βίαιο image και τις αναπαραστάσεις βίας και αποκρυφισμού που αρκετά συγκροτήματα χρησιμοποίησαν. Ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια να σοκάρουν το αμύητο κοινό και να αποξενώσουν ακόμη περισσότερο όσους θεωρούσαν το metal «μόδα», πάνω στην εποχή που είχε αρχίσει να αποκτά, με την ώθηση της μουσικής βιομηχανίας τέτοια διάσταση. Το λένε αυτό τα μέλη των Slayer και των Possessed, συγκροτημάτων που τρομοκρατούσαν την ηθική πλειοψηφία – μουσική και κοινωνική - μέχρι θανάτου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τους ανάποδους σταυρούς τις δαιμονικές μορφές στα εξώφυλλα και την ωμή βία των στίχων. Ασφαλώς, πολλοί νεαροί μουσικοί σε ολόκληρο τον κόσμο δεν έπιασαν ακριβώς το πνεύμα και το πράγμα πήγε αλλού, καθώς η δεύτερη γενιά συγκροτημάτων επιδόθηκε σε διαγωνισμό ηχοστιχουργικής κτηνωδίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κοινό με φανατικό και ως τούτου περίκλειστο μυαλό. Tο ντοκυμανταίρ είχει αξία ακόμη κι αν δεν είναι κανείς fan του heavy metal, καθώς χρονογραφεί τις απαρχές μιας μουσικής κίνησης από το κοινό, κι όχι από τη βιομηχανία. Μιας σκηνής που έφτιαξαν από το τίποτε οι fans. Με έναν τεκμηριωμένο, κινηματογραφικά ρυθμικό, τρόπο στην αφήγηση, χωρίς υπερβολές, ηρωοποιήσεις και φιοριτούρες. Όπως ήταν κάποτε, δηλαδή, το γνήσιο heavy metal. Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος