Η Μαρία Σούμπερτ συνομιλεί με τους συντελεστές της παράστασης «Ο Ερωτόκριτος» Είδα την παράσταση του Ερωτόκριτου σε διασκευή και σκηνοθεσία Ελένης Βλάχου τον Δεκέμβριο του 2019, λίγο πριν η πανδημία κλείσει τα θέατρα και παγώσει την πολιτιστική ζωή όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και του πλανήτη ολόκληρου. Όταν επομένως έμαθα πως η παράσταση συνεχίζεται φέτος, ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένη, αφού πιστεύω πραγματικά πως είναι από τις καλύτερες παραστάσεις παιδικού θεάτρου που έχω δει τα τελευταία χρόνια.
0 Comments
γράφει η Μαρία Σούμπερτ Η πανδημία έχει βάλει πολλά σε παύση. Έχει βάλει την ξεγνοιασιά, τον προγραμματισμό των διακοπών, τον προγραμματισμό του ελεύθερου χρόνου μας. Έχει βάλει σε παύση όμως και έναν ολόκληρο επαγγελματικό κλάδο, ο οποίος ναι μεν μας ψυχαγωγεί, μας κινητοποιεί όμως ταυτόχρονα, ενίοτε μας πολιτικοποιεί και μας αφυπνίζει. Έχει βάλει σε παύση εκατοντάδες εργαζομένους στον χώρο του θεάτρου, οι οποίοι δεν ξέρουν αν και πότε θα δουλέψουν, αν θα ετοιμάσουν νέες παραστάσεις, αν θα επενδύσουν σε νέες παραγωγές. Έχει βάλει σε παύση ανθρώπους που εργάζονται στον τομέα της Τέχνης χωρίς να γνωρίζουν τι θα συμβεί, και πώς θα προχωρήσουν.
ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΤΟ ΣΚΛΑΒΙ» ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ19/2/2020
της Μαρίας Σούμπερτ Πώς μπορεί να γίνει παράσταση ένα λαϊκό παραμύθι και σε ποιο κοινό απευθύνεται; Απευθύνονται τα παραμύθια στα παιδιά ή στους ενήλικες –οι οποίοι αποτελούσαν και το πρώτο κοινό αφήγησης είτε την ώρα της δουλειάς, είτε τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα; Και αν μεταγράψεις ένα παραμύθι σε θεατρική παράσταση, εκεί ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι;
Μη νομίζετε, έχω κι άλλες ερωτήσεις. Μπορεί ένα μικρό παιδί, ας πούμε πέντε χρονών, να απολαύσει το ίδιο μια παράσταση με έναν ενήλικα, ας πούμε σαράντα χρονών; Πριν από είκοσι χρόνια, είκοσι χρονών κι εγώ –και με μια μεγάλη αγάπη για τα λαϊκά παραμύθια, την οποία τότε δεν ήξερα τι να κάνω- είδα την παράσταση «Το Σκλαβί» στο θέατρο Πόρτα. Έχοντας αγαπήσει ως παιδί τον «Οδυσσεβάχ» -από τις παραστάσεις της δεκαετίας του ’80- για κάποιο λόγο θεώρησα αυτονόητο να δω και το «Σκλαβί». Θυμάμαι ακόμα το συναίσθημά μου όταν η παράσταση είχε τελειώσει –δέος, θαυμασμός, έρωτας. Φέτος λοιπόν, πήρα την πεντάχρονη κόρη μου και την εννιάχρονη ανιψιά μου και πήγαμε να δούμε μαζί την νέα παράσταση που υπογράφουν ο Θωμάς Μοσχόπουλος και η Σοφία Πάσχου. Στα κορίτσια δεν είπα πολλά πριν το έργο, τους διάβασα μόνο το οπισθόφυλλο του προγράμματος και η αφήγηση εκτυλίχθηκε στη συνέχεια επί σκηνής. ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΈΝΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ22/1/2020
της Μαρίας Σούμπερτ Πώς μιλάει κανείς σε ένα παιδί για την απώλεια; Και πώς σε ένα παιδοκεντρικό σύμπαν επιτρέπεται να βιώσει την απώλεια –αλλά και να την διαχειριστεί και να μπορέσει να την κάνει κομμάτι της νέας του καθημερινότητας- ένας ενήλικας δίπλα στο παιδί;
Τις τελευταίες δεκαετίες, απομακρύνουμε τα παιδιά από την απώλεια όλο και περισσότερο. Μιλάμε καταρχήν με συμβολικούς όρους. Κάποιος «έφυγε» ή «κοιμήθηκε», θέτοντας φυσικά το αυτονόητο ερώτημα πότε θα γυρίσει και πότε θα ξυπνήσει. Έτσι και η Έλλη, όταν πάει και φέτος στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού –ή του παππού και της γιαγιάς!- στα τέλη του καλοκαιριού, καταρχήν θα ψάξει να δει τι έχει αλλάξει και τι βρίσκεται στη θέση του. Η κουζίνα με το νεροχύτη που έχει ραγίσει είναι ακόμα εκεί, το τραπέζι της τραπεζαρίας, το σερβίτσιο του τσαγιού, οι παχουλές κότες στην αυλή και οι αγριοβιολέτες, η πολυθρόνα στο καθιστικό με την τηλεόραση και την εφημερίδα –όλα είναι στη θέση τους. Και η γιαγιά; Που είναι η γιαγιά; Ο Μάικ Κένι γράφει ένα θεατρικό έργο για την απώλεια και την αλλαγή –άλλωστε κάθε αλλαγή σηματοδοτεί και από μία απώλεια. Ταυτόχρονα όμως επαναλαμβάνει συνεχώς αυτά που δεν αλλάζουν: ο ραγισμένος νεροχύτης, το κύμα που έρχεται και αποτραβιέται –από τις πιο τρυφερές στιγμές νανουρίσματος που έχω δει γενικά στο θέατρο-, αλλά και η ρουτίνα της μικρής Έλλης στο σπίτι των παππούδων. Το κορίτσι ξέρει τι κάνουν κάθε φορά που πηγαίνει. Τι κάνουν όταν έχει ήλιο, όταν έχει κύμα, όταν βρέχει και όταν ο ουρανός είναι σκοτεινιασμένος. της Μαρίας Σούμπερτ Μαζί με τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», ο «Ερωτόκριτος» του Βιντσέτσου Κορνάρου –πλάι πλάι με την «Ερωφίλη» του Γ. Χορτάτση- ανήκουν στα νεαρά ζευγάρια της παγκόσμιας τέχνης, που πλέον αποτελούν κομμάτι του συλλογικού ασυνειδήτου. Πόσο εύκολο είναι λοιπόν να διασκευάσει κανείς ένα έργο – κτήμα συλλογικό, ένα έργο που έχει μελοποιηθεί, διασκευαστεί μουσικά και θεατρικά από μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής σύγχρονης τέχνης; Η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Νίκος Ξυλούρης και ο Νίκος Ξυδάκης είναι ορισμένοι από τους καλλιτέχνες που προσέγγισαν θεατρικά και μουσικά το έμμετρο αυτό λογοτεχνικό κείμενο, ένα κείμενο που αποτελεί πλέον κτήμα όχι μόνο των Κρητών, αλλά των Ελλήνων εν γένει.
Ο Ερωτόκριτος εκδόθηκε στη Βενετία πρώτη φορά το 1713 και σύμφωνα με το Σπύρο Ευαγγελάτο η θεατρική του μορφή εμφανίστηκε στις ζακυνθινές «Ομιλίες» από τα τέλη του 17ου αιώνα – αποτελεί λοιπόν μια μορφή λαϊκού θεάτρου, μια θέση στην οποία το έργο παλεύει να επιστρέψει και σήμερα. Η ιστορία είναι σχετικά γνωστή και κλασική. Ο νεαρός Ερωτόκριτος – γιος του συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας- ερωτεύεται την βασιλοπούλα Αρετούσα και κρυφά της κάνει καντάδα. Το νεαρό κορίτσι θα ερωτευτεί τη φωνή του άγνωστου κανταδόρου και όταν μάθει πως αυτός είναι ο Ερωτόκριτος, θα τον ερωτευτεί ακόμα παραπάνω. Ο βασιλιάς πατέρας της όμως θα τον εξορίσει και θα κλείσει εκείνη στη φυλακή. Όταν όμως το βασίλειο απειληθεί από τον βασιλιά των Βλάχων, ο Ερωτόκριτος θα επιστρέψει μεταμφιεσμένος, θα σώσει το βασίλειο που τόσο αγαπά, θα πειστεί για την αγάπη της Αρετούσας και φυσικά θα έχουμε το πολυπόθητο «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». της Μαρίας Σούμπερτ Συμπίπτει με προσφυγόπουλα που επιστρέφουν χαρακωμένα στο σπίτι τους. Που οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θεωρούνται συλλήβδην βιαστές και εγκληματίες. Που οι έγκυες γυναίκες τους θα έπρεπε να κάτσουν σπίτι τους παρά να ταξιδέψουν με αυτές τις βάρκες.
Συμπίπτει με μια εποχή όπου οι «ξένοι» εργάζονται σε σκληρές συνθήκες. Συμπίπτει με τη Μανωλάδα και τους παραγωγούς φράουλας. Συμπίπτει με τα εξαφανισμένα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που είτε έχουν προχωρήσει στην Βόρειο Ευρώπη με νέους διακινητές, είτε έχουν παραδώσει ψυχί τε και σώματι για ένα κομμάτι ψωμί. Συμπίπτει με τον 21ο αιώνα που δηλώνει ανεπιθύμητες τις οικογένειες των ανθρώπων εκείνων που δεν έχουν πια σπίτι –που όλος ο πλανήτης έχει συνωμοτήσει ώστε να μην έχουν πια σπίτι. Στο θέατρο Χυτήριο ανεβαίνει το κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καλογιάννη. Γραμμένο σε συνέχειες καταρχήν από την Αμερικανίδα συγγραφέα Χάριετ Μπίτσερ Στόου, και έπειτα από την επιτυχία που γνώρισε, το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1852 και συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάργηση της δουλείας στις Η.Π.Α., αλλά και στην έναρξη της συζήτησης για την συμπεριφορά των λευκών απέναντι στους Αφροαμερικανούς. Και παρ’ ότι η συζήτηση αυτή ακόμα συνεχίζεται, η ιστορία δείχνει πως έστω και με μικρά βήματα μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν. της Μαρίας Σούμπερτ Η θεατρική εμπειρία ξεκινάει όχι μόνο βλέποντας μια παράσταση, αλλά από την είσοδο ακόμα στο θέατρο. Φτάσαμε λοιπόν τρεις παρά δέκα, αγοράσαμε πατατάκια, τα οποία συνεννοήθηκα με την κόρη μου και την ανιψιά μου πως θα φάνε μέχρι να σβήσουν τα φώτα και στο διάλειμμα. Μπήκαμε στην αίθουσα και στην άκρη περιμέναμε τους ταξιθέτες να μας οδηγήσουν στη θέση μας. Ξαφνικά τα κορίτσια άρχισαν να απομακρύνονται. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Μας σπρώχνουν!» απάντησαν λίγο αγχωμένες και πράγματι διάφορες ενήλικες γυναίκες έσπρωχναν τα παιδιά για να περάσουν μαζί με τα παιδιά που συνόδευαν και να αρχίσουν να περιπλανιούνται στη σκηνή μέχρι να τις εντοπίσει ένας ταξιθέτης και μια ταξιθέτρια και να τους δείξουν που πρέπει να καθίσουν. Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Αφού καταφέραμε να καθίσουμε και οι μικρές είχαν αυστηρή οδηγία περί βρώσης πατατακίων, περιμέναμε να μπει ο κόσμος μέσα. Τρίτο κουδούνι. Ένας ηθοποιός μας κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. Τον συμπαθώ αμέσως. Τα φώτα χαμηλώνουν. Βάζουμε τα πατατάκια στην τσάντα. Περιμένω να γίνει ησυχία. Δεν γίνεται. Τα παιδιά δυσκολεύονται να ηρεμήσουν. Εννοείται πως ο ήχος από τα πατατάκια και τα σακουλάκια δεν σταματάει καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. της Μαρίας Σούμπερτ Δεν θα σας πω ψέματα. Έχω χρόνια να δω Καραγκιόζη, για πολύ καιρό δεν τον θεωρούσα καν αστείο. Η ανάμνηση που είχα του μπερντέ ήταν ασπρόμαυρες εικόνες, τα αστεία στο μυαλό μου άνοστα και ανούσια. Πρόσφατα όμως βρέθηκα σε μια παράσταση θεάτρου σκιών ενηλίκων και παιδιών, όπου τις φιγούρες ζωντάνευε ο Άθως Δανέλλης και βρέθηκα ξαφνικά να παρακολουθώ γελώντας αλλά και θαυμάζοντας το λαϊκό αυτό θέατρο σκιών που τους τελευταίους, δύο τουλάχιστον, αιώνες έχει δεθεί με την ελληνική κουλτούρα και τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Το ότι κάθε παιδί ακόμα και σήμερα γνωρίζει το «θα φάμε και θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε», ή θα έχει τραγουδήσει Σαββόπουλο «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι π' ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη», είναι χαρακτηριστικό δείγμα πως το θέατρο σκιών και ο Καραγκιόζης συγκεκριμένα είναι μια ζωντανή ακόμα μορφή τέχνης που τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται και αναπτύσσεται με μεγάλους ρυθμούς. Είχε χάσει όμως ποτέ το κοινό του ο Καραγκιόζης; Δεν το ξέρω αυτό. Μπορώ να πω όμως με σιγουριά πως ο Καραγκιόζης του Άθω Δανέλλη έχει το δικό του κοινό στο νεοκλασικό κτίριο του Πολυχώρου Άγκυρα στο κέντρο της Αθήνας. Σε μια σκηνή που για να φτάσεις σε αυτήν πρέπει να περάσεις από ένα αίθριο που έχει μετατραπεί σε καφέ, σε έναν χώρο με όλο τον αέρα του παλιού αστικού σπιτιού, με τα βαριά ξύλινα έπιπλα, τους χοντρούς τοίχους και την παλιά ακόμα σκάλα, ο Καραγκιόζης μοιάζει να περνάει τους θεατές του σε μιαν άλλη εποχή. Μια εποχή νοσταλγική, όπου τα παιδικά χρόνια ήταν πιο απλά και ξεκάθαρα –ή τουλάχιστον έτσι τείνουμε να πιστεύουμε εμείς οι ενήλικες. της Μαρίας Σούμπερτ Πολλοί λαοί και πολλές λαϊκές κουλτούρες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ξωτικά τους, κανένας λαός όμως δεν πιστεύει τόσο πολύ σε αυτά, όσο οι Ιρλανδοί. Για εκείνους όμως ο όρος ξωτικά δεν αφορά μονάχα τις πεταλουδόμορφες μικροσκοπικές μορφές που ρίχνουν χρυσόσκονη και κάνουν τα πράγματα πιο όμορφα –που τελικά αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κατηγορία, τις νεράιδες- αλλά εκείνα τα μικρόσωμα, κακότροπα, ιδιότροπα, περίεργα και σκανταλιάρικα πλάσματα, με τα πράσινα ρούχα και τις γενειάδες –χωρίς γενειάδες προφανώς τα θηλυκά ξωτικά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ιρλανδέζικων ξωτικών ήταν πως κατείχαν καθένα από αυτά από μια χύτρα με χρυσάφι. Και πως αν τα έπιανε ένας άνθρωπος όφειλαν να του δείξουν που βρίσκεται. Η σχέση ανθρώπων και ξωτικών είναι ιδιαίτερα περίπλοκη επίσης, αφού τα ξωτικά ζουν σε διαφορετικό χρόνο από τους ανθρώπους. Άνθρωποι που τυχαίνει να περάσουν χρόνο με τα ξωτικά ανακαλύπτουν πως για κάθε μια μέρα χάνουν έναν ολόκληρο χρόνο, ενώ συχνά πίστευαν πως τα ξωτικά άλλαζαν τα υγιή παιδιά με παιδιά ξωτικά, τα οποία όμως ήταν διαφορετικά. ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΧΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» ΤΟΥ HECTOR MALOT23/3/2019
της Μαρίας Σούμπερτ Πάντα είχα μια αδυναμία σε περίεργους ρόλους, λίγο τσαλακωμένους. Χοντρές νοσοκόμες με ένα φρύδι, ανάπηρες γριές με μια τεράστια κρεατοελιά στο πιγούνι, η τρελή του χωριού –ίσως επειδή οι ρόλοι αυτοί βγαίνουν από την ευκολία της μίμησης του εαυτού και αναγκάζουν τον ηθοποιό όχι απλώς να υποδυθεί κάτι που δεν είναι, αλλά να το νιώσει κιόλας. Αυτό στα σοβαρά. Εντελώς μεταξύ μας όμως, την τρελή νοσοκόμα είχα παίξει κάποτε σε μια παράσταση των φοιτητών του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, με ένα υπέροχο μαύρο φρύδι, μουστάκι και μια υπέροχη κρεατοελιά στη μύτη. Τότε, στα παλιά εκείνα χρόνια, όπου μαζί με την Αθανασία Καλογιάννη και τον Κωνσταντίνο Θάνο περνούσαμε ίσως τις καλύτερες στιγμές των φοιτητικών μας χρόνων, μέσα στη δημιουργικότητα και τον θεατρικό πειραματισμό.
Και μπορεί να πήραμε διαφορετικούς δρόμους, όταν όμως συναντάς παλιούς φίλους και βλέπεις τη δουλειά τους –όταν μάλιστα έχεις την ξεκάθαρη αίσθηση της εξέλιξης της Αθανασίας Καλογιάννη σκηνοθετικά σε σύγκριση με τις «Μικρές Κυρίες» της περσινής περιόδου, τότε μόνο περήφανη μπορείς να είσαι. της Μαρίας Σούμπερτ Η ιστορία της Σταχτοπούτας στην ευρωπαϊκή παράδοση πάει πολλούς αιώνες πίσω. Από την Ροδόπη που αναφέρεται στον Στράβωνα ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, την σκλάβα που παντρεύτηκε τον βασιλιά της Αιγύπτου, στην συλλογή παραμυθιών «Pentamerone» του Ιταλού Giambattisa Basile το 1634 μέχρι και τα παραμύθια του Charles Perrault τον 17ο αιώνα, αλλά και των αδερφών Γκριμ του 19ου αιώνα, η μορφή της κοπέλας που επιβιώνει από τις κακουχίες και την κακομεταχείριση και καταλήγει να παντρευτεί τον άρχοντα της περιοχής, παρουσιάζει μια σταθερότητα.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστή την Σταχτοπούτα; Τι την ξεχωρίζει στο συλλογικό ασυνείδητο; Και αφορά μόνο τον σημερινό «δυτικό» κόσμο ή απαντάται και σε άλλους πολιτισμούς; της Μαρίας Σούμπερτ Ξεκινάει το ταξίδι του το 1969 στη Γερμανία, κάνει μια στάση την χουντική Αθήνα του 1973, ανεβαίνει από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους μέσα στα χρόνια για να φτάσει σήμερα, στη 45η του επέτειο από το πρώτο του ελληνικό ανέβασμα να παρουσιάζεται ξανά στο κοινό. Ταρααααά! Είναι ο Μορμόλης.
Μη με ρωτάτε, εγώ τον κύριο δεν τον γνώριζα. Δεν τον είχα ξαναδεί, παρ’ ότι ακουστά τον είχα. Γελούσαν από εδώ, γελούσαν από εκεί. Τι να κάνω; Έπρεπε να τον γνωρίσω κι εγώ. Συμπαθέστατος. Και πολύ ειλικρινής. Και ένα κουτί. Κουτί. Ο Μορμόλης είναι ένα κουτί. Ή ένας σωλήνας. Ή οτιδήποτε άλλο. της Μαρίας Σούμπερτ Αναμονή. Μια υδρόγειος φαίνεται λες και είσαι στη Σελήνη. ‘Η μήπως στο «δεύτερο αστέρι δεξιά και μετά ευθεία μέχρι το πρωί»;
Τα παιδιά και οι γονείς / συνοδοί μαζεύονται, πατατάκια, ποπ κορν ακούγονται και τότε ανεβαίνει η Δόμνα στη σκηνή. Ο Δημήτρης, μας λέει, είναι στη Θεσσαλονίκη και θα μας καλωσορίσει εκείνη. Δίνει δύο κανόνες στα παιδιά για να κυλήσει ομαλά η παράσταση, να μη μασουλάνε την ώρα της παράστασης και να μην μιλάνε μεταξύ τους –χρόνια τώρα στο χώρο του θεατρικού παιχνιδιού, ξέρουν πως τα παιδιά αγαπούν τους κανόνες. Σοβαρά το λέω, πιστέψτε με! Τα βοηθούν να οργανώνονται. Υποσχεθήκαμε λοιπόν στη Δόμνα πως θα πούμε πως τα κατάφερε τέλεια. -Τα κατάφερες τέλεια, Δόμνα! της Μαρίας Σούμπερτ Θεωρούμε αυτονόητο πως οι έφηβοι αυτό που θέλουν περισσότερο από κάθε άλλο είναι να απομακρυνθούν από τους γονείς τους. Η ανάγκη ανεξαρτητοποίησης έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της προσπάθειας ενηλικίωσης και συχνά ο τρόπος με τον οποίο θα μπορέσουν να τους «αποκαθηλώσουν» από τον παντοδυναμικό τους θρόνο για να τους «ξεπεράσουν» είναι και χαρακτηριστικό της πορείας που θα ακολουθήσουν και ως ενήλικες. Τι συμβαίνει όμως όταν ο αποχωρισμός αυτός γίνει βίαια; Όταν συνοδεύεται από την μόνιμη αγωνία για το που βρίσκονται οι γονείς και αν είναι καλά; Όταν δεν έχει προλάβει να εκφραστεί ως φυσικό αίτημα του εφήβου, αλλά επιβάλλεται από τις συνθήκες, τον πόλεμο, τα χρήματα που απαιτούν οι λαθρέμποροι;
της Μαρίας Σούμπερτ Ο «Έμπορος της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σαιξπηρ γράφτηκε πριν από περίπου 420 χρόνια. Η δική μου εμπειρία με το έργο αυτό περιορίζεται εκτός από μια ξερή και αρκετά αδιάφορη ανάγνωση στα φοιτητικά μου χρόνια και με μία μαριονέτα που κρέμεται στο σαλόνι της μητέρας μου, από ένα εργαστήριο κατασκευής κούκλας που είχε παρακολουθήσει προ αμνημονεύτων χρόνων. Για έναν λόγο που μου διαφεύγει πλήρως, είχε επιλέξει να φτιάξει τον Εβραίο τοκογλύφο Σάυλοκ, τον «κακό» του «Εμπόρου της Βενετίας».
της Μαρίας Σούμπερτ Κυριακή πρωί και στο Γκάζι που παλεύει να ανοίξει το μάτι του μετά το ξενύχτι του Σαββάτου, ένα θέατρο γεμίζει από κόσμο. Αλλά τι κόσμο! Πιτσιρίκια από 18 μηνών έως 6 χρονών, μετά συγγενών, γνωστών και φίλων περιμένουν. Τι περιμένουν; Τον Λευτέρη, το περιστέρι, περιμένουν. Τρίτο κουδούνι ακούγεται. Τα χριτς χρατς των πατατακίων σταματούν –της κόρης μου τουλάχιστον που απαίτησε να φάει πατατάκια μιας και είχαμε έξοδο - οι κουβέντες μειώνονται –γιατί μιλάμε για μια ηλικία που δεν βάζει γλώσσα μέσα- και η παράσταση ξεκινά. της Μαρίας Σούμπερτ Η Λόλα είναι ονειροπαρμένη και ο Πίκο πρακτικός. Στην «Εκδρομή» η Λόλα τρώει το κολατσιό που ετοίμασε πριν καν ξεκινήσουν, ενώ ο Πίκο έχει φτιάξει ολόκληρο σακίδιο. Στον «Γιατρό» ο Πίκο είναι άρρωστος, αλλά αντί να πάει στη γιατρό, ζητάει από τη Λόλα βοήθεια –που φυσικά τον κάνει χειρότερα, αφού δεν έχει ιδέα από ιατρική. Στα «Γενέθλια» η Λόλα θέλει να γιορτάζει κάθε μέρα όλη μέρα –μόνο ο Πίκο συνειδητοποιεί πόσο μη πρακτικό είναι αυτό; Στο «Ταξίδι στο Φεγγάρι» ο Πίκο και η Λόλα περνάνε μαζί το βράδυ κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό, αφού η Λόλα θα τον αποχαιρετίσει την επομένη για να ταξιδέψει στο φεγγάρι. Και «Στα όνειρα» η Λόλα προσπαθεί να παρατείνει την ημέρα και το παιχνίδι, μέχρι που οι δύο φίλοι πέφτουν για ύπνο. της Μαρίας Σούμπερτ Δεν υπάρχει παιδί που να μην γνωρίζει την Χιονάτη. Είτε την έχει ακούσει, είτε την έχει διαβάσει, την έχει δει σε κινούμενα σχέδια ή εικονογραφημένη έκδοση. Είτε έχει δει την κλασική –και πρώτη μεγάλου μήκους- ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, είτε σε παραλλαγές που πλέον κυκλοφορούν στο youtube, το γεγονός είναι ένα: Δεν υπάρχει παιδί που να μη γνωρίζει τη Χιονάτη. Γιατί να επιλέξει λοιπόν να την δει και στο θέατρο; Γιατί να παρακολουθήσει κανείς όλες αυτές τις θεατρικές διασκευές που στην ουσία αναπαράγουν το ήδη γνωστό σχήμα του παραμυθιού; |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος