της Γεωργίας Τσούρου Στην ταινία «Μια κάποια εκπαίδευση» (2009) της Lone Scherfig, (βασισμένη στην αληθινή ιστορία της δημοσιογράφου Lynn Barber) η δεκαεξάχρονη πρωταγωνίστρια Τζένυ (την οποία υποδύεται αριστοτεχνικά η Carrey Mulligan), ζητώντας να δικαιολογήσει την επανάστασή της κατά του λαμπρού ακαδημαϊκού μέλλοντος που οικογένεια, καθηγητές και φίλοι θωρούν δεδομένο για εκείνη, ξεσπά προς την διευθύντρια του σχολείου (Έμα Τόμσον) λέγοντας: «Δεν αρκεί πια να μας εκπαιδεύετε, πρέπει να μας εξηγείτε και με ποιο σκοπό το κάνετε.» Η Τζένυ δεν είναι τεμπέλα, ούτε έχει σταματήσει να προσδοκά την αριστεία: είναι μια πανέξυπνη νέα γυναίκα, την δεκαετία του ΄60, η οποία αντιλαμβάνεται ότι ακόμα και αυτό το πτυχίο από την Οξφόρδη που ο πατέρας της θεωρεί δεδομένο ότι θα επιδιώξει, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν ίσως πιο κοπιώδη δρόμο προς το γάμο και την μητρότητα. Και μια και η ίδια, στην αρχή της ταινίας, έχει ήδη γνωρίσει και ερωτευτεί σφόδρα τον άντρα με τον οποίο πιστεύει ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής της, βρίσκει (έστω και για λίγο) πολύ πιο βολικό το να μην ταλαιπωρείται με ανώμαλα ρήματα λατινικών, αλλά να τριγυρνά στα πιάνο μπαρ με την παρέα της τα βράδια, πριν κλειστεί δια παντός σπίτι μαζί του.
50 χρόνια μετά, κι ενώ θα πίστευε κανείς ότι αυτά τα θέματα, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, θα έπρεπε ήδη να έχουν λυθεί, ένα άλλο κορίτσι, η Tara Westover, γράφει την αυτοβιογραφία της με τίτλο «ΜΟΡΦΩΜΕΝΗ». Σε αντίθεση με την Barber, η Westover, γεννηθείσα το 1986 στα βουνά του Άινταχο, δεν θα πάει ποτέ σχολείο. Γεννημένη, σε άγνωστη ημερομηνία, από Μορμόνους γονείς, οι οποίοι δεν πιστεύουν στα σχολεία, τους γιατρούς ή στο οργανωμένο κράτος και προετοιμάζονται πυρετωδώς για την δική τους εκδοχή της Αποκάλυψης, αποθηκεύοντας καύσιμα και τρόφιμα, η Tara μεγαλώνει στη φύση σε ένα αλλόκοτο γκέτο που συνθέτουν οι πεποιθήσεις των γονιών της, ο φόβος του Θεού, η σκληρή και συχνά επικίνδυνη σωματική εργασία και η πολλαπλή μητρότητα ως το μοναδικό βέβαιο μέλλον. Η Tara δεν ξέρει ούτε αριθμητική, ούτε ιστορία, ούτε γεωγραφία και κανένας δεν την αναγκάζει να ξυπνάει το πρωί για το σχολείο και να κάνει κάθε απόγευμα τις ασκήσεις της για την επόμενη μέρα. Όμως όλα τα παιδιά είναι προγραμματισμένα να επαναστατούν ενάντια σε ό,τι τους παρίσταται ως αυτονόητο, κι έτσι και τούτο, στα δεκαεφτά, θα βρει μόνο του βιβλία, χρόνο και την δύναμη, και θα δώσει κατατακτήριες εξετάσεις για το τοπικό Κολέγιο. Μερικά χρόνια μετά θα λάβει διδακτορικό από το Κέμπριτζ, κλείνοντας περιπαικτικά το μάτι στο φάντασμα της Lynn Barber και κάθε άλλης νεαρής γυναίκας που θεώρησε την εκπαίδευση δεδομένη και της γύρισε, έστω και προσωρινά, περιφρονητικά την πλάτη. της Γεωργίας Τσούρου Έρχονται και μας βρίσκουν οι πιο ταπεινοί μας πόθοι την ώρα της κοινής ησυχίας και ραγίζουν τους τοίχους που με κόπο χτίζουμε όλη μέρα. Παρκάροντας αργά το βράδυ το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι, ακούω από το ραδιόφωνο ένα ρεφραίν που ντρέπομαι, μα με συγκινεί, και να που έχω παγώσει με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο χειρόφρενο όσο Ρέμος σπαράζει: «Πού να ‘σαι τώρα που κρυώνω και φοβάμαι/ μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω μόνο να’μαι/ μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου πού να'μαι ή απλά με διέγραψες». Μόλις το τραγούδι τελειώνει κλείνω το ραδιόφωνο και το ψάχνω στο κινητό, διότι άξαφνα πρέπει να το ακούσω τουλάχιστον δυο φορές πριν καταφέρω να ανέβω σπίτι για ύπνο. Φυσικά, η μνήμη του πόθου είναι το μεγαλύτερο διεγερτικό. Ο τρόπος με τον οποίο εκείνος πρόφερε το όνομά σου, η μυρωδιά του λαιμού του και το αν χαμήλωνε τα βλέφαρα την ώρα που σε φιλούσε, είναι όλα δείγματα του πως επέλεξες να σπαταλήσεις τον χρόνο σου, χρόνια πριν, όσο ήταν ακόμα δικός σου για σπατάλη, κι όσο φέρνεις αυτές τις εικόνες στο νου είσαι ξανά και ξανά νέος και ικανός να κάνεις ωραίες και ατυχείς επιλογές. Κι όταν μιλάμε για πόθο φυσικά δεν μιλάμε μόνο για τον ερωτικό, διότι όσοι δεν είχαν έρωτες, είχαν σίγουρα άλλα ιδανικά, και σπατάλησαν το χρόνο τους με αυτά, ίσως όχι το ίδιο ευχάριστα, αλλά σίγουρα εξίσου αποφασισμένα. Διαβάζω «ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» του Bernhard Schlink. O Schlink, του «Διαβάζοντας στη Χάννα», είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που θα εμπιστευόμουν να με συντροφεύσει σε πολύωρο ταξίδι χωρίς αναγνωστικό plan B στην τσάντα, χωρίς σήμα στο κινητό και παρέα στο διπλανό κάθισμα και δεν με προδίδει ούτε σε αυτό του το βιβλίο. Ο Γιόργκ είναι μεσήλικας, πρώην κατάδικος και άρτι αποφυλακισμένος, έχοντας εκτίσει ποινή είκοσι χρόνων για την συμμετοχή του στην αντιεξουσιαστική ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ. Η αφοσιωμένη αδελφή του επιθυμεί να γιορτάσει με έναν τρόπο που φαντάζει απλός και αυτονόητος μα και ανέφικτος ταυτόχρονα, είτε είσαι πενηντάρης (πρώην) τρομοκράτης είτε όχι: φέρνοντας για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο μερικούς νεανικούς φίλους μαζί, οι οποίοι πια δεν έχουν απολύτως κανένα κοινό μεταξύ τους, εκτός από τις αναμνήσεις των αμοιβαίων νεανικών τους πόθων και ιδανικών. της Γεωργίας Τσούρου Το σακίδιο ώμου που έσερνα μαζί στις διακοπές όλον τον Αύγουστο βρήκα τελικά το κουράγιο να το αδειάσω αρχές Σεπτέμβρη. Άπλωσα τα παράταιρα περιεχόμενά του πάνω στο γραφείο μου, τα ευθυγράμμισα, κι ύστερα χωρίς να το σκεφτώ άπλωσα το χέρι να βρω το κινητό για να τα φωτογραφίσω. Είμαστε, λοιπόν, στην εποχή αυτής της σπατάλης των μικρών μας ιστοριών: αντί να τις γράψουμε με χαρτί και μολύβι ή έστω να τις διηγηθούμε πάνω από ένα πιάτο γεμιστά το απόγευμα μετά τη δουλειά ή με κρασί το βράδυ στο μπαλκόνι, τις δημοσιεύουμε και τις εξαργυρώνουμε με κλικς. Πόσες ιστορίες μας αδικήσαμε συνοψίζοντάς τες με τέτοια καινοφανή ευκολία;
Όμως η θεραπευτική ιδιότητα της αφήγησης και της ακρόασης είναι πανάρχαια και πανανθρώπινη. Το ότι όλα τα παιδιά του κόσμου αποκοιμούνται το βράδυ ακούγοντας ιστορίες από τα χείλη αυτού που τα φροντίζει, δεν είναι τυχαίο, αφού το παιδί χρειάζεται την ιστορία για να περάσει ασφαλές και ημερωμένο στο στάδιο της φαντασίας και ύστερα των ονείρων. Είναι όμως και ο αφηγητής που χρειάζεται το ημέρωμα που χαρίζει, είτε το σκάρωμα στο πόδι μιας αυτοσχέδιας ιστορίας, είτε η μηχανική αναπαραγωγή ενός παλιού παραμυθιού που βγαίνοντας από τα χείλια για χιλιοστή φορά χωρίς την ενεργό συμμετοχή του μυαλού, αφήνει το τελευταίο να επεξεργαστεί τα όσα συνέβησαν μέσα στη μέρα. Μόλις ένα βράδυ χρειάστηκα για να διαβάσω το βιβλίο «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ» του Alejandro Zambra. Μόλις 91 σελίδες, κάτω δε από την τελευταία του αράδα φέρει ημερομηνία και τόπο «Σαντιάγο, 11 Ιουνίου 2006», λες και πράγματι κάθισε ένα βράδυ ο συγγραφέας και ψιθύρισε στο αυτί του ακροατή που μισοκοιμάται στο διπλανό μαξιλάρι την απλή, μα πανέμορφη, ιστορία ενός άντρα που προσπαθεί να αποκοιμίσει ένα κορίτσι. Ο Χουλιάν, ο οποίος έχει παντρευτεί την μητέρα του οκτάχρονου κοριτσιού, την Βερόνικα, είναι καθηγητής και συγγραφέας. Κάθε βράδυ βάζει την θετή του κόρη για ύπνο και της διηγείται τμήματα μιας ιστορίας που φτιάχνει στο πόδι με ό,τι ερεθίσματα του προσέφερε η μέρα και όσες ιδέες του δίνει η διάθεση της μικρής. Εκείνο όμως το βράδυ, όσο το στόμα διηγείται μηχανικά την ιστορία του μπαομπαμπ και της λεύκας, το μυαλό τρέχει σαν τρελό αφού η Βερόνικα καθυστερεί να επιστρέψει σπίτι. της Γεωργίας Τσούρου Θέρος θα πει συνύπαρξη, κατ΄ εξαίρεση και εκτάκτως. Θα πει συγκατοίκηση στο δωμάτιο του νησιού με τον αγαπημένο στον οποίο τον υπόλοιπο χρόνο δανείζουμε την γυαλισμένη και καλοντυμένη μας παρουσία κατά επιλογή, θα πει να μας βλέπει η παρέα με το σκισμένο T Shirt του ύπνου στο πρωϊνό, με μαλλιά ανάκατα από τον αέρα και γυαλιά μυωπίας στα μάτια που έτσουξαν τόσες μέρες από το αλάτι και δεν δέχονται πια φακούς επαφής. Θέρος θα πει βαλίτσες γεμάτες με κορφολογημένα ρούχα για τα μετρημένα εικοσιτετράωρα που ορίσαμε μήνες πριν ότι θα περάσουμε μαζί και ένα σωρό «Πάμε σπίτι να βγάλω τα αλάτια από πάνω μου;» που λες και γεμίζει η καρδιά προσωρινά με μεσημεριανή γαλήνη. Θέρος είναι και τα ήρεμα νερά, η θάλασσα «λάδι» και βάρκες από την απέναντι όχθη του Αιγαίου που μεταφέρουν άλλου είδους ταξιδιώτες, με μπαγκάζια όχι διαλεγμένα, αλλά της ανάγκης, παραγεμισμένα με ό,τι πρόλαβε ο καθένας να σώσει από τα συντρίμμια.
Η εστία, πέρα από την ανθρώπινη ζωή, είναι το πρώτο που χάνεται σε κάθε πόλεμο. Τα σπίτια βομβαρδίζονται και οι ένοικοι, αν είναι τυχεροί, σκορπίζουν καθώς η συνθήκη της συμβίωσης τινάζεται κι εκείνη στον αέρα. Στα λιμάνια της ενδοχώρας και των νησιών, πλάι σε ερωτευμένα ζευγαράκια ενώπιον της επιστροφής από τις διακοπές και του τέλους της συγκατοίκησης, παραμονεύουν σκιές ανθρώπων που έχουν πια κοινό σπίτι με τους δικούς τους - αλλά και με αμέτρητους αγνώστους - τη βάρκα, το παγκάκι, το στρατόπεδο «φιλοξενίας». Συνυπάρχοντας κι εγώ εξαναγκαστικά με δεκάδες άλλους λουόμενους σε μια παραλία του Ιονίου, με την πετσέτα μου υπερβολικά κοντά, για τα αγοραφοβικά μου γούστα, σε εκείνη του διπλανού, διαβάζω το βιβλίο «ΣΥΜΒΙΩΣΗ» του Ρίντιαν Μπρουκ και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν η συγκατοίκηση να είναι σύμπτωμα άλλοτε έρωτα κι άλλοτε εξαθλίωσης. της Γεωργίας Τσούρου Χρόνια πριν τα social media, προκειμένου να ξεσπάσεις τα νεύρα σου σαν άνθρωπος σε κάποιον άγνωστο που δεν σου έφταιγε σε τίποτα, έπρεπε να πάρεις το αυτοκίνητο και να βγεις στη Μεσογείων με την ελπίδα να πεταχτεί κάποιο μηχανάκι από τα δεξιά σου ή να σου κορνάρει ο από πίσω πριν καλά ανάψει το πράσινο φανάρι. Τώρα ευτυχώς η τεχνολογία εργάζεται νυχθημερόν προς εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων ενστίκτων, ακόμα και των πιο ταπεινών, κι έτσι έχουμε τη δυνατότητα να μοιράζουμε μούντζες διαδικτυακώς με πιο ευγενείς αφορμές: Μανούλες και μπαμπάδες του facebook, θείτσες, γιαγιάδες και παππούδες, επιστήμονες της παιδιατρικής και παιδοψυχολογίας, άτεκνοι και μη, φροντίζουν να μας ενημερώσουν με το ύφος των γνωστών εκατό Καρδιναλίων για όλους αυτούς τους τρόπους με τους οποίους αποτυγχάνουμε στην πιο σημαντική δουλειά της ζωής μας, αυτή του γονιού, τραυματίζοντας δια παντός τα λιλιπούτεια πειραματόζωά μας. Απόψεις υπάρχουν για τα πάντα, από τον τρόπο με τον οποίο θα τα ξεγεννήσουμε τα έρμα, έως το τι και πότε θα πιούνε και θα φάνε, πώς θα παίξουν, πώς θα διαπαιδαγωγηθούν, πώς θα τα συναισθανθούμε αρκετά αλλά όχι και υπερβολικά πολύ, ώστε να μεγαλώσουν με όρια και σεβασμό προς τους ίδιους τους τους εαυτούς και τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, να γίνουν επιστήμονες, αν θέλουν, ή όχι, αν δεν θέλουν, πάντως σε κάθε περίπτωση να μην καταλήξουν ψυχασθενείς δολοφόνοι με το μαχαίρι και πρώτα θύματα εμάς τους γεννήτορές τους.
Στο μεταξύ, να έχουν όλοι αυτοί δίκιο, μαθηματικά και μόνο, πρέπει να είναι αδύνατο. Επειδή, όμως, ποτέ δεν ήμουν καλή στα μαθηματικά, δεν είμαι και σίγουρη παντελώς για το ανωτέρω, κι έτσι ημερησίως καταναλώνω ευλαβικά απειράριθμες πληροφορίες σχετικά με την διατροφή και την ανατροφή της μικρής μου κόρης ελπίζοντας τουλάχιστον από τα δέκα πράγματα που κάνω καθημερινά τα εφτά - οκτώ να πιάνουν τόπο. Για τα υπόλοιπα, έχω ανοίξει έναν αποταμιευτικό λογαριασμό από το οποίο προσβλέπω να χρηματοδοτήσω την ψυχοθεραπεία που θα χρειαστεί μόλις συνειδητοποιήσει κι αυτή εν καιρώ ότι δεν υπήρξα τέλεια μάνα. της Γεωργίας Τσούρου Μεσημέρι Ιουλίου, νέα Φιλαδέλφεια, λίγο πριν την έξοδο για Εθνική, μποτιλιαρισμένη, με το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου χαλασμένο και μόνο το φλας να δίνει μέσα στο αυτοκίνητο έναν κάποιο μουσικό ρυθμό, κοιτάω έξω από το παράθυρο έναν άντρα που, καθισμένος στο πεζούλι της εισόδου ενός σπιτιού, καπνίζει και χαζεύει το άπειρο. Η ζέστη και το ραχάτι μας εξισώνουν όλους και ξαφνικά θέλω μόνο να παρκάρω κάπου πρόχειρα και να κατέβω να του κάνω τράκα και να κάτσω πλάι του στο πεζούλι, να ακούσω μια ιστορία του.
Λοιπά πράγματα που μας εξισώνουν: ο έρωτας, η ανάγκη, οι αναμνήσεις της νεανικής ηλικίας. Όσα μας δίδαξαν και σε όσα μας υπέβαλαν τα είκοσι και τα εικοσιτρία τα ανασύρουμε στη μνήμη, τα επεξεργαζόμαστε, τα αναπαράγουμε πρώτον για να τα ξαναζήσουμε και δεύτερον για να επιβεβαιώσουμε ότι κάποτε, όντως, υπήρχαμε σοφοί και έκπληκτοι ταυτόχρονα. Κι όπως ο Βοναπάρτης κατά πάσα πιθανότητα δεν οδηγούσε τα στρατεύματά του στην μάχη με το νου στα σχολικά βιβλία των μετέπειτα αιώνων, έτσι κι εμείς, το καλοκαίρι των δεκαεννιά δεν ψιθυρίζαμε γλυκόλογα στο τηλέφωνο εν γνώσει του ότι γράφαμε ιστορία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν το κάναμε. της Γεωργίας Τσούρου Οι καλοκαιρινές λίστες ανάγνωσης είναι θεσμός! Το Θεαθήναι σας παρουσιάζει τη δική του για φέτος, γεμάτη παλιές και φρέσκιες εκδόσεις:
της Γεωργίας Τσούρου Οι μέρες μας είναι γεμάτες από φωνές. Από τη δική μας, των αγαπημένων μας, ξένων ανθρώπων απρόσκλητων και ανεπιθύμητων, άλλων που απλά εξαναγκαζόμαστε να υπομείνουμε. Η άποψη του άλλου, το σχόλιό του, τα νέα του, τα αστεία του, οι φόβοι και οι πεποιθήσεις του καταφθάνουν στα αυτιά μας 24 ώρες το 24ώρο σαν καράβια που ελλιμενίζουν το ένα μετά το άλλο από δεκάδες πλευρές και ξεχύνουν στην προβλήτα το περιεχόμενο της κοιλιάς τους. Το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, το κινητό, το διπλανό γραφείο, το διπλανό μπαλκόνι, το ίντερνετ, το πεζοδρόμιο, όλα είναι γεμάτα φωνές και η εποχή μας προσφέρει άπειρα θέματα για να διαμορφώσεις άποψη και ακόμα πιο πολλά βήματα να την εκφράσεις.
Το να βιώσει κάποιος σήμερα τη σιωπή είναι δύσκολο, απαιτείται πρωτίστως να κλείσει ένα προς ένα τα κανάλια εισόδου της φωνής των άλλων, κι ύστερα να σωπάσει ο ίδιος, ώστε να μην προκαλέσει τον αντίλογο. Μια ιδέα θα ήταν να ξεχάσουμε την γλώσσα μας, το εργαλείο αυτό το πρωτόγονο που διαθέτουμε για να μετατρέπουμε τη φωνή μας από άναρθρη κραυγή σε άποψη. Διαβάζω το βιβλίο «ΝΕΑ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ», που μοιάζει να διακωμωδεί την ιδέα της γλώσσας ως αρχής των πάντων: γραμμένο στα ιταλικά, μεταφρασμένο στα ελληνικά, εξιστορεί την αναζήτηση ενός ανθρώπου που χάνει τη μνήμη του λόγω τραυμάτων εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σώζεται από έναν Γερμανό γιατρό ο οποίος αποφασίζει ότι ο ασθενής του είναι, όπως και ο ίδιος, φινλανδικής καταγωγής. Σαν να ξαναγεννιέται, ο ανώνυμος και αγνώστων στοιχείων ήρωας βαφτίζεται από άλλον, αναλαμβάνει τη νέα του ταυτότητα και οδηγείται σε έναν καινούριο κόσμο τον οποίο μοιάζει να οφείλει να αγαπήσει και να ανακαλύψει σαν προπατορικό του: το Ελσίνκι. Στο μεταξύ, μια και προαποφασίστηκε για λογαριασμό του από τον ευεργέτη γιατρό, ξεκινά, σαν νήπιο, να μάθει από την αρχή την δεδομένη μητρική του γλώσσα, τα φινλανδικά, και μέσα από αυτά ή με αφορμή αυτά, να ανακαλύψει το ποιος ήταν πριν ξαναγίνει ένας μικρός άνθρωπος χωρίς ιστορία και χωρίς ακόμα ταυτότητα. της Γεωργίας Τσούρου Ήταν απόγευμα Φλεβάρη και καθόμασταν οι δυο μας στην κουζίνα της που έβλεπε στα πλάγια του κήπου. Εγώ είχα μόλις τελειώσει το φαγητό που μου είχε φτιάξει και βιαζόμουν σιγά σιγά να την αφήσω για να ξοδέψω το απόγευμά μου σε κάτι - ήμουν σίγουρη - πιο ενδιαφέρον από την έως εκείνη τη στιγμή βαρετή μας ψιλοκουβέντα. Τότε εκείνη πήρε στα χέρια της ένα πορτοκάλι και άρχισε να το καθαρίζει. Εκείνο το αιώνιο πορτοκάλι που έτρωγε κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, μετά το φαγητό της, μόνο έτσι εξηγείται, πρέπει εκείνη τη στιγμή να της θύμισε την πατρίδα της, και τότε ξεκίνησε να μου διηγείται το πως δεκαπέντε χρόνων κορίτσι, στην μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσε, ερωτεύτηκε ένα συνομήλικο αγόρι της.
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι, άρχισε να διηγείται χαμογελώντας περήφανα όσο και μελαγχολικά, μόνο αντάλλασσαν βλέμματα μισοκρυμμένοι πίσω από δέντρα και γωνίες και από την άλλη πλευρά της αυλής της εκκλησίας. Απέμεινα να τη ακούω εντυπωσιασμένη, διότι όπως κάθε έφηβη, πίστευα πως ο έρωτας ήταν αποκλειστικά προσωπική μου ανακάλυψη. Από την ιστορία της δυστυχώς δεν θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες, θυμάμαι όμως ξεκάθαρα το ότι με είχε συνεπάρει. Αν σήμερα μπορούσα να της ξαναμιλήσω, δεκαπέντε ακριβώς χρόνια μετά το θάνατό της, το πρώτο πράγμα που θα της ζητούσα θα ήταν να κάτσουμε αντίκρυ πάνω από ένα πιάτο φρεσκοκομμένα πορτοκάλια για να μου την διηγηθεί όλη πάλι από την αρχή. της Γεωργίας Τσούρου Κι εκεί που κανείς δεν το περίμενε, ίσως ακριβώς επειδή οι περισσότεροι είχαμε χάσει τις ελπίδες μας για φέτος, η άνοιξη μπήκε αναιδώς πρωί Μεγάλης Παρασκευής. Τα μπουφάν ξεκουμπώθηκαν, τα μανίκια στα πουκάμισα αναδιπλώθηκαν πάνω από τους αγκώνες, τα παντελόνια των κοριτσιών έγιναν φούστες και οι ώμοι για λίγο ξεγυμνώθηκαν στον ήλιο που αψήφησε το θείο δράμα κι έκανε περίλαμπρος την εμφάνισή του πίσω από τα σύννεφα. Για μια ακόμα φορά αποδείχθηκε ότι όταν σταματάς να περιμένεις με αγωνία κάποιον ή κάτι, καταφθάνει και σου προσφέρεται οικειοθελώς και απλόχερα. Μικρό μυστικό: με ένα βιβλίο στα γόνατα και το βλέμμα χαμένο στις γραμμές, ακόμα και η πιο αγωνιώδης αναμονή μασκαρεύεται σε ψυχραιμία και το καρδιοχτύπι αυτού που περιμένει καλύπτεται από το θρόισμα των σελίδων καθώς γυρίζουν.
Η Βέρα έχει φτάσει σαράντα κάτι χρόνων και έχει μάλλον κουραστεί να περιμένει τον έρωτα και τη συγκίνηση που αυτός υπόσχεται να της προσφέρει. Η δημιουργία οικογένειας είναι πια όνειρο άπιαστο, αφήγημα των άλλων στο οποίο εκείνη παραμένει αμέτοχος παρατηρητής, κι έτσι περιτριγυρίζει τον εαυτό της από τα βιβλία που πουλάει και διαβάζει, προσπαθώντας να ξεγελάσει το χρόνο που περνάει. Ώσπου ένα πρωί, στο βιβλιοπωλείο που δουλεύει μπαίνει ο Γιάννης, ο οποίος θα την πάει για καφέ πρωί πρωί, θα την γοητεύσει, θα την συνεπάρει και θα της δώσει αφορμή να πιστέψει πως το ερωτικό πάθος και η συντροφικότητα όντως μπορούν να έρθουν να σε βρουν όταν λιγότερο το περιμένεις. της Γεωργίας Τσούρου Και φυσικά, ο πρώτος έρωτας είναι εκείνος που μας καθορίζει. Για εσένα λέω, τότε, που τα ήξερα όλα και δεν είχα καθόλου ανάγκη από τίποτε πέρα από εσένα, τότε, που δεν ήξερα τίποτα απολύτως και ήμουν σίγουρη πως κάθε τι οδηγούσε σε σένα. Και φυσικά, ο έρωτας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, μας κάνει αστείους, στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που φερόμαστε, ακόμα και στον τρόπο που πλάθουμε τις αναμνήσεις μας όταν αυτός έχει πια φύγει, και τότε είναι που το βλέμμα ξεθολώνει και μπορούμε πια να δούμε το είδωλο απέναντί μας με κάποια – έστω παροδική – διαύγεια. Και φυσικά, ξανά και ξανά εκείνοι που κρατούν τον καθρέφτη είναι οι φίλοι, όσο πιο παλιοί, τόσο πιο τίμιοι και υπομονετικοί. Επιστρέφουμε σε αυτούς με την ευλάβεια πιστού που μπαίνει στην εκκλησία να εξομολογηθεί τα φρέσκα κρίματά του, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο άρχοντας του οίκου τα υποψιαζόταν ήδη πριν καν τα τελέσουμε.
της Γεωργίας Τσούρου Το ζήτημα της διαρκούς φυσικής παρουσίας ως αναγκαίας ή μη συνθήκης για την διατήρηση του ερωτικού πάθους παραμένει βασανιστικά ανεπίλυτο και υποθέτω πως έτσι θα μείνει όσο υπάρχουν ποιητές, συγγραφείς και φυσικά ερωτευμένοι. Η λαϊκή σοφία εν προκειμένω δεν βοηθά στο να δοθεί απάντηση, τροφοδοτώντας μας με αντιφατικές απόψεις (βλέπε «η αγάπη μεγαλώνει με την απόσταση» vs. «μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται»). Ποτάμια μελάνης έχουν χυθεί σχετικά με το θέμα, με την Σάρα του «Τέλους μιας σχέσης» να ψελλίζει το αλησμόνητο «δεν χρειάζεται να σε έχω για να σε αγαπώ» στον Μπέντριξ την ώρα που τον εγκαταλείπει δια παντός και τον Ουμπέρτο Εκο να υποστηρίζει πως «Η απουσία είναι για την αγάπη ό,τι είναι ο άνεμος για τη φωτιά: σβήνει τη μικρή φλόγα, αλλά δυναμώνει τη μεγάλη». Υποθέτω πως, όπως μπροστά σε μια απολαυστικά φορτωμένη βιβλιοθήκη, μπορείς απλά να τραβήξεις από το ράφι όποιο βιβλίο σου κάνει κέφι την δεδομένη βραδιά, επιφυλασσόμενος του δικαιώματός σου να αλλάξεις γνώμη την επόμενη και να δοκιμάσεις κάποιο άλλο.
της Γεωργίας Τσούρου Η τέχνη του αποδίδειν στους άλλους ιδιότητες που δεν έχουν και ποτέ δεν θα αποκτήσουν είναι τόσο υψηλή που θα της άξιζε ένα δικό της μουσείο. Ο ερωτευμένος βλέπει αρετές που δεν υφίστανται και ο εχθρός ορκίζεται ότι γνωρίζει ακριβώς τα αίτια του μίσους του, κανένα όμως από τα κάτοπτρα που είναι στραμμένα επάνω μας δεν αντανακλούν την πραγματικότητα του ποιοι είμαστε. Σαν τα δέντρα που πέφτουν στο έδαφος τη στιγμή που κανείς δεν βρίσκεται στο δάσος να καταγράψει την κατάρρευσή τους, η ουσιαστική μας ύπαρξη έχει έναν και μόνο μάρτυρα και είναι και αυτός, δυστυχώς, επιρρεπής προς την εξαπάτηση: τον εαυτό μας. Ο ψηλός άντρας, η φιγούρα του οποίου με στοιχειώνει τις τελευταίες ημέρες, ονομάζει το φαινόμενο «electing strange perfections in any stranger I choose» και τραγουδάει με τα μάτια μισόκλειστα, ενώ τα χείλη του σχεδόν να ακουμπούν το μικρόφωνο. Για τα τρισίμιση λεπτά που διαρκεί το τραγούδι του, δεν έχει ανάγκη την άποψη κανενός και σίγουρα όχι τη δική μου, που απομένω να τον θαυμάζω και να πατάω ξανά και ξανά το πλήκτρο επανάληψη κάτω από το βίντεο.
της Γεωργίας Τσούρου Ποιος τολμά να παραδεχθεί τον «αριθμό» του; Ποιος δεν ντρέπεται γι΄αυτόν, ποιος είναι περήφανος, ποιος δεν θα δίσταζε να τον φορέσει σαν παράσημο μπροστά σε φίλους, αγαπημένους και συγγενείς, ποιος αφαιρεί ή προσθέτει σε αυτόν ώστε να φαίνεται αλλιώς; Ποιος απαντά με ειλικρίνεια, αλήθεια, στο ερώτημα «πόσα βιβλία διάβασες φέτος;» χωρίς να νιώθει το βάρος της απάντησης δυσβάσταχτο; Υπερβολικά πολλά και μοιάζεις να μην έχεις αληθινή ζωή, υπερβολικά λίγα και ίσως να μην έχεις μυαλό, ακριβώς όσα θα περίμενε κανείς και ίσως σε παρεξηγήσουν ότι δεν λες αλήθεια. Στην εποχή που κρινόμαστε με στατιστικά στοιχεία, είναι και αυτός ο αριθμός άλλος ένας λόγος να αγχωνόμαστε για την εικόνα που προβάλλουμε προς τα έξω.
της Γεωργίας Τσούρου Το ζήτημα της γυναικείας ελευθερίας ήταν ανέκαθεν ακανθώδες και απειλητικό. Μια γυναίκα ελεύθερη είναι μια γυναίκα ελεύθερη να φύγει και μαζί της να απομακρύνει την Εστία, προοπτική καταστροφική για έναν συγκεκριμένο τύπο ανδρών. Προαιώνιο όπλο για την αφαίρεση της ελευθερίας, ανεξαρτήτως φύλου, είναι η ατροφία του πνεύματος. Όταν όμως ο εχθρός αντιστέκεται και περιφρουρεί και την ελευθερία και το πνεύμα του, η μόνη παρηγοριά του πολεμιστή είναι να φαντασιώνεται νίκες, βαυκαλιζόμενος την υπεροχή του και το συνεπακόλουθο μειονέκτημα του αντιπάλου.
Ένα τέτοιο εγκλωβισμένο στις εμμονές του ανθρώπινο πλάσμα περιπλανιέται στο βιβλίο «ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ» του Δημήτρη Καρύδα. Ο Ηλίας Μοσχόπουλος είναι μισάνθρωπος και μισογύνης. Αποτυχημένος συγγραφέας με ένα βιβλίο στο ενεργητικό του που κάποιος εκδότης εξέδωσε χωρίς να πιστέψει σε αυτό και κανένας δεν διάβασε, δικηγόρος με ελάχιστη όρεξη για το επάγγελμά του, εραστής γυναικών που δεν θαυμάζει, αφήνεται παθητικά στο πέρασμα του χρόνου και ζει χωρίς έρωτα και χωρίς δέος. Το σύμπαν του Μοσχόπουλου είναι φτιαγμένο από ανοησία και πλήξη. Οι άντρες γύρω του είναι ύπουλοι, σκλάβοι του χρήματος και της εξουσίας και οι γυναίκες ανόητες, πλαστικές, και κουτσομπόλες, τον κάνουν να πλήττει μετά από κάθε εκσπερμάτιση. της Γεωργίας Τσούρου Κι ύστερα, σαν Δευτέρα που κρατάει 31 ολόκληρες μέρες, καταφθάνει ο Γενάρης. Για να επιβιώσεις βγαίνεις κάθε βράδυ ή υπόσχεσαι στον εαυτό σου δίαιτες και αφοσίωση στο γυμναστήριο, σιγοτραγουδάς εμμονικά τον Ρούντολφ χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα στο τιμόνι και σκανάροντας τα site των αεροπορικών για οικονομικά εισιτήρια για Ρώμη. Έχω μια ξαδέρφη που αμύνεται ξεστολίζοντας το δέντρο λίγο πριν το Πάσχα και αμέτρητες προσκλήσεις στο inbox μου για κοπές πίτας έως το Μάη. Τίποτα από αυτά όμως δεν κάνουν δουλειά, χρειάζομαι έναν περισπασμό εντονότερο, κάτι να μου μιλήσει τετ α τετ, και να που το βρήκα : Ο Τζεφ Μπέζος, ο ιδιοκτήτης της amazon, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη ερωτεύτηκε και απάτησε και ω, τι έκπληξη, είτε με κανένα, είτε με μπόλικα δισεκατομμύρια δολάρια στην τσέπη, τελικά όλοι ποθούμε το ίδιο.
της Γεωργίας Τσούρου Διαστημόπλοιο: ένα επανδρωμένο ή μη σκάφος (ή συσκευή) που έχει σχεδιαστεί για να ταξιδεύει στο διάστημα. Οι άνθρωποι γύρω μας μακρινοί πλανήτες έτοιμοι προς ανακάλυψη, τα κινητά στις τσέπες μας σκάφη που μας οδηγούν σε αυτούς και τα μηνύματα στο viber σκάφανδρα που φοράμε οι αστροναύτες για να αναπνέουμε έως να φτάσουμε στον προορισμό μας. Από τον πλανήτη που αφήσαμε πίσω φτάνουν στα αυτιά μας ειδήσεις, ενοχλητικές μόνο παρεμβολές στο σύστημα επικοινωνίας, που ακούμε μεν, αρνούμαστε δε να καταγράψουμε. Η μύτη του πυραύλου δείχνει το στόχο και τα δάχτυλα πληκτρολογούν με μανία εντολές. Αίτνα: το ψηλότερο και πιο ενεργό ηφαίστειο της Ευρώπης. Την παραμονή των φετινών Χριστουγέννων εξερράγη, κι εγώ, που διάβασα την είδηση από το κινητό μου στο τρόλεϊ επιστρέφοντας στο γραφείο και χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία, στράφηκα δύο λεπτά μετά και πάλι στα μηνύματά μου. Τί θα κάνεις απόψε, χρόνια πολλά, δουλεύεις ακόμα, πού είσαι, άκου να δεις τι έπαιξε. Στο μεταξύ, το βουνό κάπνιζε και χιλιάδες άνθρωποι φοβήθηκαν για τη ζωή τους.
της Γεωργίας Τσούρου Η ανυπόφορη κίνηση στους απογευματινούς δρόμους της πόλης αναγγέλλει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την έλευση των γιορτών, ακόμα κι αν κάποιος θελήσει να αγνοήσει τα λαμπάκια και τις γιρλάντες στα απέναντι μπαλκόνια ή τις βιτρίνες γεμάτες ταράνδους και αηβασίληδες. Μποτιλιαρισμένη στην Χαλανδρίου κοιτάω στο διπλανό αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα του οποίου ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από δέκα χρόνων, έχει κολλήσει το πρόσωπο στο τζάμι και παρατηρεί μελαγχολικά όλο αυτό το τσίρκο που εκτυλίσσεται έξω από το αυτοκίνητο του μπαμπά. Ποιος ήταν που έβγαλε τον κανόνα ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε βιβλία στο αυτοκίνητο; Ποτέ μου δεν πείσθηκα ότι η ανάγνωση μέσα σε όχημα ζαλίζει, αν ήταν πράγματι αλήθεια γιατί δεν ζαλιζόμαστε στο τρένο, το αεροπλάνο ή το μετρό;
Φαντάζομαι αυτό το κοριτσάκι σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο αντί να κοιτάει άσκοπα την αμετακίνητη εικόνα τριγύρω, όσο ο χρόνος του σπαταλιέται μέσα στο μποτιλιάρισμα των άλλων και θα ήθελα πολύ να κατεβάσω το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και να της δώσω το αντίτυπο του «Αρμινούτα» που κουβαλάω όλη αυτή την εβδομάδα στην τσάντα μου, παρότι μου πήρε μόλις μιάμιση ημέρα να τελειώσω. Δεν είναι σε καμία περίπτωση παιδικό ανάγνωσμα, παρότι πρωταγωνίστρια είναι μια μόλις δεκατετράχρονη κοπέλα, και σίγουρα θα την ταράξει, μα σάμπως δεν την ταράζει ήδη όλη αυτή η εορταστικά καταναλωτική ατμόσφαιρα που της έχουν επιβάλει; της Γεωργίας Τσούρου Σφοδρό πλήγμα, λέει, υπέστη τις τελευταίες ημέρες το εγχώριο παρακλάδι του κινήματος #metoo (προφέρεται όπως η γενική του «Μήτσου» χωρίς το σίγμα ή για αυτούς που κουτσοθυμούνται τα αγγλικά του φροντιστηρίου, όπως λέγαμε «νάις – του – μιτσου», πάλι χωρίς το σίγμα, ε). Ελληνίδα επίδοξη μανεκέν κατά την συνέντευξη που παραχώρησε στον επίδοξο Έλληνα Stephen Colbert σε βραδινή τηλεοπτική εκπομπή δήλωσε ότι έχει φάει χαστούκι από το αγόρι της αλλά δεν πειράζει διότι και ποια δεν έχει φάει. Εγώ την εκπομπή δε την είδα, αλλά ενημερώθηκα αρμοδίως τις επόμενες ημέρες από τα μίντια, τα οποία και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρουσίασαν και ανέλυσαν το ζήτημα εκτενώς και όπως έδει, με καίριο σχολιασμό και κομψούς τίτλους τους οποίους συναγωνίζονταν σε ενσυναίσθηση, ευστοχία και χρησιμότητα, μόνο τα σχόλια των θεατών κάτω από το οικείο βίντεο της συνέντευξης στο youtube.
της Γεωργίας Τσούρου «Σου έφερνα στρείδια απ΄το ασπρονήσι, σου ΄φερνα τσάι γιασεμιού/μα ΄σενα σε είχαν συνηθίσει/ σε φασολάδες και τουρλού». Περπατάω μέσα στην φρεσκοχειμωνιασμένη πόλη με την Αρλέτα στα ακουστικά, ανεβαίνω και κατεβαίνω από τρόλεϊ και βαγόνια του μετρό απολαμβάνοντας και προσπαθώντας να κατανοήσω την μικρή ερωτική της ιστορία. Πάει πίσω, λοιπόν, στη μαμά της, στην κάμαρά της την παιδική, μήπως βρει τον χρυσό πρίγκηπά της, που τον ψάχνει εδώ και μια ζωή. Κι όταν μπει στα γαλάζια σεντόνια, ο πρίγκηπάς της θα είναι εκεί, θα φοράει τη δικιά σου κολόνια και θα φιλάει, όπως φιλάς εσύ. Υπέροχη τροβαδούρος, ανεπανάληπτη ποιήτρια, πώς κατάφερε να μας πείσει σε τρία λεπτά ότι ο έρωτας ταιριάζει τόσο θαυμάσια με σάλτσα τέτοιας περιφρόνησης; Τι τα θες μάνα μου τα φιλιά του, αν είναι ανεπίδεκτος μάθησης ο πρίγκηπας;
της Γεωργίας Τσούρου Ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Πίστη, προσμονή και αφοσίωση. Κάθε ένας από εμάς τους βιβλιολάτρες, μπορεί να ονομάσει τουλάχιστον έναν συγγραφέα, κι αν είναι τυχερός περισσότερους, που με κάθε νέο βιβλίο τον κάνει να νιώθει όπως ο πιστός που μπαίνει στον ναό, όπως ο οικογενειάρχης που βάζει το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μετά από μια δύσκολη μέρα δουλειάς. Δόγμα απαράβατο, ιερό: Κάποια βιβλία κατεβαίνουν από το ράφι του βιβλιοπωλείου και φτάνουν στο ταμείο με το που διαβάζεις το όνομα του συγγραφέα πάνω από τον τίτλο, δεν έχουν ανάγκη φιοριτούρες στο οπισθόφυλλο.
της Γεωργίας Τσούρου Ας πιάσουμε πάλι το θέμα για τις ζωές που δεν ζήσαμε: λίγο πριν, λίγο μετά τα γενέθλια των «-άντα», είναι σχεδόν παράδοση, αν όχι καθήκον, το να ξεφεύγει ο νους στα όσα μπορούσαμε αλλά δεν κάναμε, στα όσα είμαστε – λέμε, τώρα – ικανοί αλλά δεν τολμήσαμε. Ποιος είναι ο αρμόδιος να κρίνει ότι όντως μπορούσαμε, ότι όντως ήμασταν ικανοί κι ότι ήταν μόνο οι συγκυρίες που μας εμπόδισαν να γίνουμε; Ποιος θα πάρει στο χέρι του τις ερασιτεχνικές μας φωτογραφίες και με σιγουριά θα πει ότι το΄χαμε να γίνουμε φωτογράφοι κι όχι υπάλληλοι, θα διαβάσει τα γράμματά μας και θα μας διαβεβαιώσει πως αν ξαναμοιραζόταν η τράπουλα θα βγάζαμε το ψωμί μας γράφοντας βιβλία; Θέλει κάποιον να κοιτάει από ψηλά και μάλιστα απ΄την αρχή μας ως το τέλος, ώστε με σιγουριά να πει πως είμαστε φτιαγμένοι από υλικά που είχαν τη δυνατότητα να βράσουν κι άλλη σούπα από αυτή που τελικά ρουφάμε σιγά-σιγά καθώς φτάνουμε στη δύση της ζωής μας. Θέλει ένα παντογνώστη, πώς να το κάνουμε, έναν σοφό, έναν μάντη. της Γεωργίας Τσούρου Συγκλονισμένη πάλι, λέει, η βιομηχανία κινηματογράφου, με το τελευταίο δημιούργημα του Λαρς φον Τρίερ «Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ». Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης δημιούργησε, διαβάζω, μια ταινία που αφηγείται με επίπονη λεπτομέρεια (οπτική και αφηγηματική) την εγκληματική πορεία ενός κατά συρροή δολοφόνου και δεν χαρίζεται ούτε λεπτό στον θεατή, φέρνοντάς τον από το πρώτο δεκάλεπτο αντιμέτωπο με το τι πραγματικά περίμενε να ζήσει μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα και πόση ψυχική ηρεμία προτίθετο να θυσιάσει για αυτό. Ούτε την είδα, ούτε πρόκειται να την δω την ταινία αυτή, όχι διότι έχω ηθικό πρόβλημα με την ωμή βία στο πανί, αλλά επειδή γνωρίζω καλά πως δεν είναι για μένα. Προτιμώ να αντλώ τις ανατριχίλες μου από τα βιβλία, εκεί όπου οι εικόνες είναι όλες δικές μου να τις πλάσω και δεν με περιορίζει η κάμερα κανενός. της Γεωργίας Τσούρου Το τσιγάρο, ως μονάδα μέτρησης του χρόνου. Ένα τσιγάρο πριν έρθεις, να καταλαγιάσω μην καταλάβεις πόσο σε περίμενα. Ένα τσιγάρο μετά την αγκαλιά, μετά το φιλί, μετά από το μετά, ένα τσιγάρο και φεύγεις. Δώσ’ μου να στο ανάψω εγώ, δεν καπνίζω και το ξέρεις, αλλά θέλω να ξέρω κι αν θα θυσίαζες αυτή την πρώτη ρουφηξιά για μένα, αν θα την αντάλλασσες με την ευτυχία του να μου κρατάς το σπίρτο για να μου το ανάψεις. Αν πεις ναι, είσαι δικός μου, αν όχι, όχι. Εθισμοί και επινοήσεις. Οι μεν επικαλύπτουν τις δε, οι δε δικαιολογούν τους μεν. Στο μεταξύ ο νους τρέχει, και το άλλο χέρι από αυτό που κρατά το τσιγάρο, θέλει πεισματικά να κρατά ένα βιβλίο. της Γεωργίας Τσούρου Η σχεδόν τρίχρονη κόρη μου γύρισε προχθές από το παιδικό σταθμό και μου ανακοίνωσε πως το αγαπημένο της τραγούδι ονομάζεται «Το ζεστό καλοκαίρι». Ποιο είναι αυτό το τραγούδι; Υπάρχει πραγματικά ή το φαντάστηκε; Στο youtube να το βρω δεν υπάρχει και όποιον ρώτησα δεν το γνωρίζει. Στο μεταξύ με κοιτάει με τα στρογγυλά της πράσινα μάτια απογοητευμένη και δεν μπορεί να καταλάβει πώς φτάσαμε στο σημείο να αγνοώ εντελώς, κάτι τόσο σημαντικό για την ίδια, γιατί δεν της το τραγουδάω λοιπόν αφού μου ξεκαθάρισε πως είναι το αγαπημένο της; |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος