της Μαρίας Σούμπερτ Τι έκαναν οι μεγάλοι αγωνιστές πριν γίνουν μεγάλοι; Οι μεγάλοι διανοούμενοι; Οι μεγάλοι καλλιτέχνες; Ήταν πάντα μεγάλοι, ακόμα και όταν ήταν μικροί, ή συνέβη κάτι στα παιδικά τους χρόνια που τους ώθησε να ξεχωρίσουν;
Αυτό φαίνεται να είναι το βασικό ερώτημα που απασχόλησε την Αγγελική Δαρλάση, η οποία μαζί με την Σοφία Παπαδοπούλου, δημιούργησαν το βιβλίο «Οι Μεγάλοι... μικροί: Οι αγωνιστές του 1821», και όπως φαίνεται πως θα μας συστήσουν αργότερα και άλλους μεγάλους όταν ήταν ακόμα μικροί. Τώρα, με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, η οποία θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών και σε πλήρη απομόνωση από τον κόσμο, όταν οι δρόμοι δεν θα κλείσουν με τις παρελάσεις και κανείς δεν θα κατέβει –ή δεν θα έπρεπε να κατέβει- να κουνήσει σημαιάκια, έρχεται η στιγμή να γνωρίσουμε τους πρώτους Μεγάλους Μικρούς. Τον Θοδωρή, την Λασκαρίνα, τον Γιώργη, τον Κωνσταντή και τη Μαντώ. Παιδιά όλοι τους, τα αγόρια μεγαλωμένα με στερήσεις και φτώχεια, τα κορίτσια από εύπορες οικογένειες. Τα αγόρια να ζουν την ταπείνωση της οικονομικής ανέχειας και του κοινωνικού στιγματισμού εξαιτίας της οικογενειακής τους κατάστασης, τα κορίτσια να πρέπει να αποδείξουν πως αξίζουν κάτι παραπάνω από το να προετοιμάζονται για καλές και σωστές σύζυγοι. του Χρήστου Σούτου Μοιάζει με ειρωνεία, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Σήμερα, με βάση το ημερολόγιο των παγκοσμίων ημερών, η ανθρωπότητα γιορτάζει, μεταξύ άλλων, την Παγκόσμια Ημέρα Ευτυχίας. Πως είπατε; Ο φετινός "εορτασμός" της Παγκόσμιας Ημέρας Ευτυχίας συμπίπτει με μια πολύ δύσκολη συγκυρία.
Το σύνολο των ανθρώπων στον πλανήτη βρίσκεται σε μια ιδιότυπη κατάσταση απόλυτης απομόνωσης. Η καραντίνα που έφερε στην ζωή μας η πανδημία του κορονοϊού έχει μετατρέψει τις μεγάλες πόλεις του δυτικού κόσμου σε πόλεις φαντάσματα. Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, που το βασικό τους γνώρισμα είναι η υπερκατανάλωση, μοιάζουν πλέον σαν σταματημένα ρολόγια. Τίποτα δεν λειτουργεί, το χρήμα δεν ρέει, οι εμπορικές δραστηρίοτητες σχεδόν στο σύνολο τους έχουν πάψει να διενεργούνται και οι πολίτες- καταναλωτές είναι αποκλεισμένοι εντός των σπιτιών τους. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η "ευτυχία" αγνοείται. Για να είμαστε ακριβείς η "ευτυχία" του σύγχρονου ανθρώπου αγνοείται. Για να γίνουμε ακόμα περισσότερο σαφείς η "ευτυχία" που έχει συνδεθεί με τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής του. Η αλήθεια είναι πως Παγκόσμιες Ημέρες σαν την σημερινή είναι δημιούργημα της εποχής μας. Πείτε μου χρειάζεστε μια Παγκόσμια Ημέρα για να γιορτάζετε την ευτυχία; Χρειάζεστε μια Παγκόσμια Ημέρα για να γιορτάζετε την αγάπη; Χρειάζεστε μια Παγκόσμια Ημέρα για να γιορτάζετε τον έρωτα, την ζωή, την συντροφικότητα, την αλληλεγγύη στον αδύναμο ή την ανθρωπιά; Η απάντηση είναι όχι. Τότε προς τι η θέσπιση τους; Προς τι ο εορτασμός τους; Η απάντηση εδώ δεν είναι μονολεκτική, αλλά προκύπτει σαν συμπέρασμα από την καθημερινότητα όλων μας. Ναι ο σύγχρονος άνθρωπος "χρειάζεται" τέτοιες Ημέρες για να του "θυμίζουν" την ανθρώπινη πλευρά του. Ναι ο σύγχρονος άνθρωπος "χρειάζεται" τέτοιες Ημέρες αφού η διάθεση του στηρίζεται αποκλειστικά σε επίπλαστες ανάγκες και απολαύσεις. της Μαρίας Σούμπερτ Οι επιλογές και οι κληρονομημένοι ρόλοι μέσα σε μια οικογένεια έχουν την δύναμη να επηρεάσουν έως και εφτά γενιές. Αυτό από μόνο του δείχνει την δύναμη που έχει μια οικογένεια, αλλά και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που παρατηρούνται σε αυτές. Ο Σερζ Τισσερόν (2014) μιλάει για τα οικογενειακά μυστικά και πως αυτά αφήνουν «υγρασία» ακόμα και στις γενιές που δεν έχουν ακούσει τίποτα για αυτά.
Ένα επίσης από τα πιο δημοφιλή παραμύθια της Disney, η Έλσα και η Άννα στο Frozen, βασίζονται στην λειτουργία του μυστικού μέσα στην οικογένεια, αλλά και τις επιπτώσεις του. Τι μπορεί λοιπόν να κάνει κανείς για να το αποφύγει αυτό; Καταρχήν να μιλάει για την οικογένειά του και την ιστορία της –με τρόπο φυσικά που να μπορεί να τον κατανοήσει ένα παιδί. Φυσικά αυτό προϋποθέτει να γνωρίζει κανείς και να μπορεί να αντέξει την ιστορία της οικογένειάς του, να μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτήν και τις συνέπειές της –δεν είναι δική μας ευθύνη αυτό που συνέβη πριν πενήντα χρόνια Αυτές τις σκέψεις που γεννούν τα δύο μικρά βιβλία που έπιασα στα χέρια μου «Ο δικός μου ο παππούς» του Μάκη Τσίτα και «Ένα δέντρο για μένα» της Μαριάννας Κουμαριανού. Ο παππούς του Μάκη Τσίτα είναι παρών για το εγγόνι του. Το ακούει, το βλέπει, του μιλάει. Αντέχει τις συνεχείς απορίες του και μπορεί να σκεφτεί τις σωστές απαντήσεις. Πάνω απ’ όλα όμως του μιλάει για την δική του παιδική ηλικία και τα ταξίδια που έκανε μεγαλώνοντας. Ως παππούς και μη έχοντας πια την άμεση ευθύνη της ανατροφής –δεν τον νοιάζει αν το παιδί θα κοιμηθεί νωρίς, αν θα φάει ένα ακόμα γλυκό, αν θα πάρει και δεύτερο δώρο μαζί με το πρώτο και κακομάθει – ο παππούς μπορεί όχι απλώς να είναι παρών για το εγγόνι του, αλλά και να «επανορθώσει» την αυστηρότητα που ίσως ακόμα φέρει ενοχικά πως είχε επιδείξει στα δικά του παιδιά. Στο τέλος μάλιστα του βιβλίου, ο συγγραφέας προτείνει στον μικρό αναγνώστη να καταγράψει τα πρόσωπα του δικού του γενεαλογικού δέντρου. της Μαρίας Σούμπερτ Από τις πρωτόγονες ακόμα κοινωνίες οι τελετές ενηλικίωσης ήταν από τις σημαντικότερες διαβατήριες τελετές στη ζωή των ανθρώπων. Με μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις τελετές ενηλικίωσης των αγοριών και των κοριτσιών –με τις τελετές των αγοριών να επιβάλλουν την ενεργητικότητα και των κοριτσιών την παθητικότητα-, οι τελετές αυτές συμβόλιζαν το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση και είχαν έντονα χαρακτηριστικά του συμβολικού θανάτου και της αναγέννησης με μια νέα ταυτότητα.
Κάπως έτσι εκτυλίσσεται το παραμύθι της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, με ένα αγόρι να αναζητά να βρει κάτι που όσο ήταν ακόμα παιδί δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί. Τώρα όμως που θέλει να κερδίσει την ηρωίδα του πρέπει να αναζητήσει κάτι επιπλέον. Κάτι που θα του δώσει το δικαίωμα στον έρωτα. Για την συγγραφέα αυτό το κάτι έρχεται μέσα από την μυρωδιά. Σε πολλά παραμύθια ο ήρωας χάνει την ηρωίδα –και το ανάποδο- επειδή βιάζεται να την κερδίσει χωρίς να είναι έτοιμος. Αντίστοιχα, πολλά παραμύθια ξεκινούν με τον ήρωα και την ηρωίδα να πρέπει να περάσουν πολλές δοκιμασίες για να κερδίσουν το έτερον ήμισυ. Σαν τον νέο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, που ερωτεύτηκε μια Τριανταφυλλιά με την αρωματική προίκα –πώς μπορεί όμως να την διεκδικήσει κάποιος χωρίς την αίσθηση της οσμής; ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821» ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ19/3/2020
του Χρήστου Σούτου Σαν σήμερα το 1996 έφυγε από την ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες, ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας από το Ηράκλειο της Κρήτης. Μυτιληνιός στην καταγωγή, η οικογένεια του πήγε στην Κρήτη από την Λέσβο, δεν έζησε ουσιαστικά στο Ηράκλειο, αφού το εργοστάσιο του πατέρα του μεταφέρθηκε μόλις τρία χρόνια μετά την γέννηση του στον Πειραιά.
Είχε την τύχη, λόγω και της καλής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, να βρεθεί κοντά σε σημαντικούς δασκάλους που τον βοήθησαν αποφασιστικά και διαμόρφωσαν την προσωπικότητα του. Φοίτησε μικρός στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν Μακρή εκεί όπου διδάχθηκε μεταξύ άλλων από τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Κακριδή. Γνώρισε, πάλι χάρη στο οικογενειακό του περιβάλλον, πολύ σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, με προεξέχοντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο που ήταν στενός φίλος του πατέρα του και τον είχαν φιλοξενήσει αρκετές φορές στο σπίτι τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως μετά την πτώση του μεγάλου Έλληνα ηγέτη υπέστησαν διώξεις, με αποκορύφωμα την σύλληψη του πατέρα του, ενώ τον επισκέφθηκαν και στην Λωζάνη όπου ήταν ο Βενιζέλος εξόριστος. Όλα τα παραπάνω νομίζω κάνουν απόλυτα σαφές ότι ο Οδυσσέας Ελύτης μπόρεσε και "εκμεταλλεύτηκε" στο έπακρο το πολύ σημαντικό υπόβαθρο που του παρείχε η παιδική και εφηβική του ηλικία. Από νεαρός έδειξε την αγάπη του για την λογοτεχνία σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον του για την φύση και τον αθλητισμό. Ο θάνατος του πατέρα του το 1925, όταν δηλαδή ήταν μόλις 16 ετών, αλλά και μια μικρή περιπέτεια υγείας που τον καθήλωσε για σημαντικό χρονικό διάστημα στο κρεβάτι δύο χρόνια αργότερα, τον "οδήγησαν στην αγκαλιά" των γραμμάτων και των τεχνών οριστικά. Η πίεση της οικογένειας του να ασχοληθεί με πρακτικές σπουδές δεν έπιασε τόπο. Η "γνωριμία" του με το έργο του Καβάφη, του Κάλβου και του Καρυωτάκη, αλλά και η ανακάλυψη από μέρους του του σουρεαλισμού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δική του ποιητική διαδρομή. Εκείνη την περίοδο άρχισε να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία και έστελνε με ψευδώνυμο σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το 1933 γίνεται μέλος της "Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας", όπου μαζί με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Τσάτσο και Ιωάννη Συκουτρή συμμετείχε στα "Συμπόσια του Σαββάτου". Καταλυτικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του έπαιξαν δύο γνωριμίες της προπολεμικής περιόδου. Αυτή με τον Γιώργο Σαραντάρη και αυτή με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. της Μαρίας Σούμπερτ Ένα από τα αγαπημένα μου είδη λογοτεχνίας στην εφηβεία μου –το αγαπημένο μου δηλαδή, αφού δεν διάβαζα και τίποτα άλλο- ήταν η λογοτεχνία του φανταστικού. Με συγγραφείς όπως ο Στέφεν Κινγκ, ο Χ. Φ. Λάβκραφτ και ο Έ.Α. Πόε, έμεινα πολλά βράδια ξενυχτισμένη ακριβώς επειδή δεν μπορούσα να απλώσω το χέρι μου και να σβήσω το φως. Όχι επειδή είχα παγώσει ή οτιδήποτε άλλο –απλώς ήμουν σίγουρη πως αν βγάλω το χέρι μου από τα όρια του κρεβατιού, θα πεταχτεί ένα τέρας από κάτω να το αρπάξει.
Όχι πως μου συνέβαινε κάτι περίεργο –ούτε φυσικά μου έχει αφήσει, θέλω να πιστεύω, κουσούρι. Απλώς πρόβαλα τους δικούς μου εφηβικούς φόβους και τρόμους στα βιβλία αυτά, τα οποία τις περισσότερες φορές σήμερα πια δεν μπορώ να διαβάσω. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το «Γιαρκ, Τραγανά κοκαλάκια και ζουμερά ματάκια» του Γάλλου Bertrand Santini, το οποίο απόλαυσα στην ώριμη ηλικία πια των σαράντα χρόνων. Γιατί αντίθετα με τα βιβλία του Κινγκ, του Λάβκραφτ και του Πόε, ο Bertrand Santini γράφει ένα βιβλίο –που μοιάζει να κυλάει έμμετρα, χωρίς αυτό να επιβάλλει έναν συγκεκριμένο ρυθμό στην ανάγνωση- το οποίο δεν έχει σα στόχο να τρομάξει, παρά να παίξει με τον φόβο. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς αυτή την αξιολάτρευτη περιγραφή και εικονογράφηση του τέρατος που τρώει τα παιδάκια; του Μιχάλη Λαγάνη Δεν έχουν περάσει παρά λίγες μόνο ώρες από τη νέα τραγωδία που συνέβη στο κολαστήριο της Μόριας.
Κατά τη διάρκεια κατάσβεσης μίας ακόμα μεγάλης πυρκαγιάς που ξέσπασε εντός της δομής οι πυροσβέστες εντόπισαν νεκρό ένα προσφυγόπουλο. Ένα κοριτσάκι έξι μόλις χρονών, που από ότι φαίνεται εγκλωβίστηκε στις φλόγες και βρήκε τραγικό θάνατο. Παρά τις φωνές και διαμαρτυρίες τόσο μελών του σωματείου εργαζομένων στο hot spot, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και Διεθνών Οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι συνθήκες διαβίωσης για τους εγκλωβισμένους πρόσφυγες και μετανάστες εντός και εκτός του hotspot παραμένουν άθλιες. Μάλιστα εν μέσω της πάγκοσμιας πανδημίας του κορονοϊού η ανησυχία και ο προβληματισμός των ιατρών, εθελοντών και εκπροσώπων των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο νησί εντείνονται. Χαρακτηριστικά του κινδύνου που υφίστανται οι εγκλωβισμένοι της Μόριας είναι τα όσα αναφέρει ο ιατρός και διευθυντής προγραμμάτων της Οργάνωσης Απόστολος Βεΐζης: «Σε περιοχές με επιβεβαιωμένα κρούσματα του κορονοϊού, οι άνθρωποι πρέπει να εφαρμόζουν καθημερινά μέτρα πρόληψης, όπως συχνό πλύσιμο των χεριών και παραμονή στο σπίτι . Όμως η πραγματικότητα είναι ότι σε ορισμένα τμήματα του καταυλισμού της Μόριας υπάρχει μόνο μία βρύση για 1.300 ανθρώπους και δεν υπάρχουν προϊόντα για την υγιεινή των χεριών. Οικογένειες πέντε ή έξι ατόμων είναι αναγκασμένες να κοιμούνται σε τρία τετραγωνικά μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη είναι αδύνατη η εφαρμογή των συνιστώμενων μέτρων για την αποτροπή της εξάπλωσης του ιού σε τέτοιες συνθήκες.» Ο κίνδυνος μόλυνσης θα είναι εξαιρετικά μεγάλος. Οι 42.000 αιτούντες άσυλο που ζουν σε καταυλισμούς στα ελληνικά νησιά, όπως στη Μόρια και το Βαθύ, είναι εκτεθειμένοι σε διάφορους παράγοντες κινδύνου που μπορούν να τους κάνουν να νοσήσουν και διευκολύνουν την εξάπλωση ασθενειών. Η υγεία των ανθρώπων κινδυνεύει όσο μένουν σε αυτούς τους καταυλισμούς. Ο κορονοϊός είναι απλώς η τελευταία απειλή που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες άσυλο, και η κατάστασή τους, τους καθιστά ακόμη πιο ευάλωτους από τον υπόλοιπο πληθυσμό σε μια επιδημία. της Μαρίας Σούμπερτ Ο ελέφαντας κάθεται μόνος στη σκιά. Φαίνεται μελαγχολικός. Τα ζώα της σαβάνας θα προσπαθήσουν τότε να τον κάνουν να γελάσει. Θα του πουν αστείες ιστορίες, θα κάνουν αστείους χορούς, θα του φέρουν τις αγαπημένες του λιχουδιές. Ο ελέφαντας όμως θα μείνει σιωπηλός. Και θα παραμείνει στη σκιά. Μέχρι που θα σταθεί κοντά του ένα ποντικάκι. Ένα ποντικάκι που δεν θέλει να τον κάνει να αλλάξει διάθεση, αλλά που ψάχνει κάποιον να το ακούσει. Κάποιον που να έχει τον απαραίτητο «χώρο» μέσα του για να «χωρέσει» και την δική του ιστορία. Γιατί το ποντικάκι πήρε το κλειδί της αδερφής του χωρίς να της το πει και τώρα το έχασε. Το ποντικάκι κλαίει. Και ο ελέφαντας κλαίει. Μαζί θα κινήσουν να βρουν το κλείδι και να γυρίσουν το χαμένο ποντικάκι στο σπίτι του.
Η Ναντίν Ρομπέρ γράφει ένα αφαιρετικό παραμύθι το οποίο εικονογραφεί με μια μοναδική αισθητική ματιά ο Βαλέριο Βιντάλι, για την ανάγκη μας μερικές φορές να αποσυρόμαστε και να γυρνάμε «προς τα μέσα», να ζούμε μια πιο εσωστρεφή περίοδο. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι αν το περιβάλλον μας αντέχει μια τέτοια δική μας επιλογή, ή αν για να μην ανησυχεί εκείνο εμείς οφείλουμε να είμαστε μονίμως χαρούμενοι και εξωστρεφείς. της Μαρίας Σουμπερτ Ο Σιδερένιος Γίγαντας είναι ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1968 και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι επίκαιρο. Τι το κάνει όμως τόσο επίκαιρο; Η επιστημονική φαντασία –στην οποία θα εντάσσαμε το βιβλίο βάση θεματολογίας; Η απλή και ξεκάθαρη σκέψη ενός παιδιού; Ή η κοινή ακόμα και σήμερα πεποίθηση πως ότι είναι ανοίκειο είναι και επικίνδυνο; Μήπως είναι οι ανθρώπινες πολεμικές συρράξεις που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να προκαλούν κάθε τι κακό στη Γη;
Ο Σιδερένιος Γίγαντας, που ξεκινάει λίγο σαν τον Terminator του 1984, με τον μεταλλικό άνθρωπο να εμφανίζεται από το πουθενά και να απειλεί τους πάντες και τα πάντα, θα βρεθεί στη Γη. Δεν ξέρουμε γιατί και δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι πως η νοημοσύνη του και η αντίληψή του για τον τόπο στον οποίο βρίσκεται φαίνεται να αναπτύσσεται σελίδα τη σελίδα. Για το λόγο αυτό στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο, θα αφεθεί να πέσει σε έναν γκρεμό και να σκορπίσει σε πολλά κομμάτια. Αλλού το χέρι, αλλού το μάτι, το αφτί. Μέχρι που σιγά σιγά θα συναρμολογηθεί ξανά. Αλλά μετά θα πεινάει και θα φάει ότι τρώει κάθε σιδερένιος γίγαντας. Μέταλλα. |
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος