της Γεωργίας Τσούρου Θέρος θα πει συνύπαρξη, κατ΄ εξαίρεση και εκτάκτως. Θα πει συγκατοίκηση στο δωμάτιο του νησιού με τον αγαπημένο στον οποίο τον υπόλοιπο χρόνο δανείζουμε την γυαλισμένη και καλοντυμένη μας παρουσία κατά επιλογή, θα πει να μας βλέπει η παρέα με το σκισμένο T Shirt του ύπνου στο πρωϊνό, με μαλλιά ανάκατα από τον αέρα και γυαλιά μυωπίας στα μάτια που έτσουξαν τόσες μέρες από το αλάτι και δεν δέχονται πια φακούς επαφής. Θέρος θα πει βαλίτσες γεμάτες με κορφολογημένα ρούχα για τα μετρημένα εικοσιτετράωρα που ορίσαμε μήνες πριν ότι θα περάσουμε μαζί και ένα σωρό «Πάμε σπίτι να βγάλω τα αλάτια από πάνω μου;» που λες και γεμίζει η καρδιά προσωρινά με μεσημεριανή γαλήνη. Θέρος είναι και τα ήρεμα νερά, η θάλασσα «λάδι» και βάρκες από την απέναντι όχθη του Αιγαίου που μεταφέρουν άλλου είδους ταξιδιώτες, με μπαγκάζια όχι διαλεγμένα, αλλά της ανάγκης, παραγεμισμένα με ό,τι πρόλαβε ο καθένας να σώσει από τα συντρίμμια. Η εστία, πέρα από την ανθρώπινη ζωή, είναι το πρώτο που χάνεται σε κάθε πόλεμο. Τα σπίτια βομβαρδίζονται και οι ένοικοι, αν είναι τυχεροί, σκορπίζουν καθώς η συνθήκη της συμβίωσης τινάζεται κι εκείνη στον αέρα. Στα λιμάνια της ενδοχώρας και των νησιών, πλάι σε ερωτευμένα ζευγαράκια ενώπιον της επιστροφής από τις διακοπές και του τέλους της συγκατοίκησης, παραμονεύουν σκιές ανθρώπων που έχουν πια κοινό σπίτι με τους δικούς τους - αλλά και με αμέτρητους αγνώστους - τη βάρκα, το παγκάκι, το στρατόπεδο «φιλοξενίας». Συνυπάρχοντας κι εγώ εξαναγκαστικά με δεκάδες άλλους λουόμενους σε μια παραλία του Ιονίου, με την πετσέτα μου υπερβολικά κοντά, για τα αγοραφοβικά μου γούστα, σε εκείνη του διπλανού, διαβάζω το βιβλίο «ΣΥΜΒΙΩΣΗ» του Ρίντιαν Μπρουκ και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν η συγκατοίκηση να είναι σύμπτωμα άλλοτε έρωτα κι άλλοτε εξαθλίωσης. Η οικογένεια του Άγγλου ταγματάρχη Μόργκαν, που έχει χάσει σε βομβαρδισμό τον ένα από τους δύο μικρούς του γιους, θα μετακομίσει τον χειμώνα του 1946 στο κατεστραμμένο Αμβούργο και στην έπαυλη ενός μετριοπαθούς Γερμανού αρχιτέκτονα ο οποίος ζει με την μικρή του κόρη και θεωρεί τη γυναίκα του νεκρή. Ο ταγματάρχης Μόργκαν, επιδεικνύοντας ενσυναίσθηση ακατανόητη για τους συναδέλφους του, δεν θα εισβάλει ως κατακτητής στο επιταγμένο ανάκτορο, αλλά θα επιτρέψει στον Γερμανό χήρο να παραμείνει στη σοφίτα του σπιτιού του με την κόρη του. Η εξαναγκαστική συμβίωση των δύο ακρωτηριασμένων οικογενειών θα γίνει μια ενδιαφέρουσα αφορμή να μελετηθούν οι αντεστραμμένοι πλέον ρόλοι του ηττημένου και του νικητή και η ταπεινότητα ως ατομική επιλογή. Για τον Μόργκαν η εξουσία δεν είναι προνόμιο αλλά δουλειά την οποία έχει ευθύνη να φέρει εις πέρας και η άρνησή του να την χρησιμοποιήσει ώστε να εκδικηθεί τους Γερμανούς για τον θάνατο του παιδιού του θα τον καταστήσουν ασυγχώρητο στα μάτια της γυναίκας του, Ρέιτσελ. Ο ανθρώπινος πόνος αποκτά εκατοντάδες αφορμές για να ξεπροβάλει από τις χαραμάδες. Η μεταπολεμική Γερμανία είναι ίσως από τα πιο γενναιόδωρα μυθοπλαστικά εργαλεία που άθελά της δημιούργησε η Ιστορία. Σε αυτό το βιβλίο, για οποιονδήποτε έχει καρδιά, τίποτα δεν μπορεί να είναι άσπρο ή μαύρο και το να διαλέξεις ποιον θα μισήσεις και ποιόν θα λυπηθείς είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο: ο μέχρι πρότινος δυνάστης και αλαζονικός εγκληματίας έχει γίνει ρακένδυτος επαίτης, ο σιωπηλός αποδέκτης των εγκλημάτων της γειτονικής του πλειοψηφίας υφίσταται εξίσου δεινά τις συνέπειες της τιμωρίας, οι θριαμβευτές σύμμαχοι γίνονται κατοχείς και εισβολείς και όλοι μαζί είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν μέσα σε διαλυμένες πόλεις μαχόμενοι από κοινού την στέρηση και τις ενοχές. «Η Γερμανία είναι σαν αποικία τώρα;» «Όχι ακριβώς. Στο μέλλον θα τη δώσουμε πίσω. Όταν θα την έχουμε ¨επιδιορθώσε騻 «Εμείς πήραμε την καλύτερη Ζώνη;» «Λένε ότι οι Αμερικάνοι πήραν τη θέα, οι Γάλλοι πήραν το κρασί κι εμείς πήραμε τα ερείπια.» «Αυτό δεν είναι δίκαιο.» «Όμως εμείς δημιουργήσαμε τα ερείπια» «Και οι Ρώσοι;» «Οι Ρώσοι; Αυτοί πήραν τις φάρμες. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πώς είναι το στρούντελ σου, αγάπη μου;» Ένα κουρελάκι γύρισε στην Αθήνα το διαβασμένο πια αντίτυπο της «Συμβίωσης». Το πρώτο κιόλας βράδυ των διακοπών χύθηκε στο εισαγωγικό του κεφάλαιο ένα ολόκληρο τεταρτάκι ροζέ και τις επόμενες ημέρες του επιτέθηκαν ανελέητα η άμμος κι ο αέρας ενώ τα διαρκώς βρεγμένα από το θαλασσινό νερό δάχτυλά μου καμπύλωσαν δια παντός τις σελίδες του. Το ανέσυρα από τον πάτο της βαλίτσας, το ίσιωσα όπως όπως και το ανέβασα στο ράφι της βιβλιοθήκης πλάι στον Άγγελο που Σιωπούσε με τον οποίο θα συνυπάρξουν περίφημα, έως ότου θελήσω να το ξαναπιάσω για να θυμηθώ την ιστορία του. Σαν φωτογραφίες, ίσως και πιο πιστά από αυτές, τα βιβλία με τα οποία συμβιώσαμε στις διακοπές αφηγούνται την ιστορία εκείνων των λίγων ημερών που λέμε τον υπόλοιπο χρόνο πως διαλέξαμε αυτοβούλως το πώς κύλησε η κάθε ώρα τους. Σαν κοχύλι με την ηχώ της θάλασσας: δώρο της ακτής να μας θυμίζει ότι, σε αντίθεση με χιλιάδες άλλους σύγχρονούς μας, έχουμε ακόμα την ελευθερία και την τύχη να επιλέγουμε και την παρέα και το ταξίδι μας. ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΡΙΝΤΙΑΝ ΜΠΡΟΥΚ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΟΥΞΗΣ ISBN 978 618 01 2094 3 Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
March 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
csmediagr0@gmail.com
theathinaiart@gmail.com
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος