του Παναγιώτη Παπαϊωάννου Σε λιγώτερο από μια μία εβδομάδα, λοιπόν, θα έχουμε την απονομή των Βραβείων Όσκαρ για το 2020, πρώτη φορά τόσο νωρίς μέσα στη χρονιά, στις 9 Φεβρουαρίου, στο Dolby Theatre της Hollywood Boulevard του L.A., όπου η σχετική τελετή θα φιλοξενηθεί για 19η συνεχή χρονιά. Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου έχει ήδη προκρίνει με τις φετινές υποψηφιότητες τους κυριώτερους διεκδικητές. Φαβορί το «Joker» του Τοντ Φίλιπς που συγκεντρώνει 11 υποψηφιότητες (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α' ανδρικού ρόλου, διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφίας, μοντάζ, ήχου, ηχητικού μοντάζ, κοστουμιών, μουσικής, μακιγιάζ και κομμώσεις). Καταπόδας το ακολουθούν τρεις ακόμη ταινίες, που είναι υποψήφιες σε 10 κατηγορίες : το «1917» του Σαμ Μέντεζ, «Ο Ιρλανδός» (The Irishman) του Μάρτιν Σκορσέζε και το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» (Once Upon a Time in Hollywood) του Κουέντιν Ταραντίνο. Α. Αντί Εισαγωγής. Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, οι περισσότερες υποψηφιότητες για "Όσκαρ" πηγαίνουν κατά κανόνα σε κατασκευάσματα στα οποία παίζουν ελάχιστα πραγματικοί χαρακτήρες, μερικές φορές ούτε καν ηθοποιοί, αλλά άβαταρ ηθοποιίας σε κοντινά πλάνα μπροστά από μπλε/πράσινες οθόνες (μ.α. “Lord Of The Rings”, “Avatar”, “Inception”, “Gravity”, “Mad Max: Fury Road”, “The Shape Of The Water”). Η δε ετήσια παραγωγή σε μπλοκμπάστερ βρίθει από εξανθρωπισμένες εκδοχές pulp ηρώων φτιαγμένων, λες, μόνο και μόνο για ένα σκοπό: να θολώσουν ακόμη περισσότερο τους συμβολισμούς μεταξύ καλού και κακού στα μάτια των πιο νεαρών θεατών. Όποτε δεν υπάρχει το καθεστώς της μπλε/πράσινης οθόνης, παρατηρεί κανείς ότι μεταξύ των προβεβλημένων, αλλά και των "εναλλακτικών" ταινιών, τα πρωτότυπα σενάρια σπανίζουν και οι βιογραφίες και οι «ιστορικές» ταινίες έρχονται ως μια «σίγουρη» λύση, χωρίς να σημαίνει ότι μέσα απ’ αυτές η ιστορία δεν ξαναγράφεται με τους γνωστούς ήρωες και νικητές ("Hurt Locker", "American Sniper"), υπέρ της καθεστικυίας τάξης πραγμάτων (στην "Δουνκέρκη", λ.χ., δεν υπάρχει καμία αναφορά στη λέξη "Γερμανία"). Τα δε κοινωνικά δράματα έχουν συνήθως ως βαση την διαφθορά, η οποία πλέον παρουσιάζεται ως ο κυρίαρχος κανόνας κάθε πλοκής και ο θεατής οδηγείται να αναγνωρίσει, πιέζεται να αναγνωρίσει ως τη μόνη αλήθεια και όχι η εξαίρεση, που μέσα από το μύθο, έστω, μπορεί να νικηθεί. Μια όλο και πιο ευδιάκριτη τάση τα τελευταία χρόνια είναι η πολύ καλά οργανωμένη φιλελεδοδηθενέ αβάντα σε ταινίες που επικεντρώνουν σε ζητήματα των πάλαι ποτέ νοουμένων ως μειονοτήτων. Αφού το Χόλλυγουντ τις έκρυψε, τις περιθωριοποίησε και πολλαπλώς τις αφαίμαξε τις προηγούμενες 6-7 δεκαετίες, τώρα, σε μια ύστατη, ολομέτωπη επέλαση ενάντια στην παγκόσμια κινηματογραφική μνήμη, προσπαθεί, με ταινίες που ασχολούνται με «τα προβλήματά τους», να υποκαταστήσει την ίδια την ουσία της κινηματογραφικής γλώσσας (σενάριο, συναίσθημα, ηθοποιία, σκηνοθεσία, αισθητική, ματιά του δημιουργού) μέσα από μια επιτηδευμένη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το «θέμα» σερβίρεται με έναν πολύ πιο ύπουλο διδακτισμό απ’ ότι στο παρελθόν. Οι κατατρεγμένοι και παρεξηγημένοι είναι οι νέοι ήρωες - μάρτυρες και ο τρόπος δράσης τους υπαγορεύεται από την ατομική ιδιορρυθμία, από το «πρόβλημα» και όχι από ευρύτερες στοχεύσεις ή κοινωνικές αναφορές. Ο σκοπός τους, δε, είναι να κατορθώσουν να ομογενοποιηθούν ή να αναγκάσουν τον περίγυρο να τους αποδεχθεί και όχι να επέμβουν με το παράδειγμά τους στην καθεστικυία τάξη πραγμάτωνν. "Αντιήρωες", χαρακτήρες δηλαδή με δικές τους ηθικές αξίες, έτοιμοι να κάνουν υπερβάσεις ή και να χαθούν μαζί μ’ αυτές (από τον Kowalski του “Vanishing Point” ως τον Jack Grimaldi του “Romeo Is Bleeding”, στην ουσία έχουν στην ουσία εκλείψει. Αρχές και αξίες είναι οι ίδιες οι ιδιαιτερότητες (“American Beauty”, “A Beautiful Mind”, Milk”, “Slumdog Millionaire”, “Moonlight”, “Capote”, “The King’s Speech”, “Dallas Buyers Club”, “The Wolf Of Wall Street”, “Brokeback Mountain”) και απέναντι σ’ αυτές «πρέπει» - αυτό μας λέει η κυρίαρχη τάση του κινηματογράφου - οι θεατές να συνηθίσουμε να είμαστε όχι ανεκτικοί, ή κριτικοί, αλλά κυρίως δ ε κ τ ι κ ο ί. Αν μάλιστα επιθετική διαφήμιση και πληρωμένη «κριτική» μας γανώσουν το μυαλό στο βαθμό που χρειάζεται, καλό είναι να είμαστε και χεροκροτητικά δεκτικοί. Αυτή η τάση, φέτος προσωποποιείται στην ταινία που προοιωνίζεται ότι θα επικρατήσει στη συλλογή των Όσκαρ, το “Joker”. Β. Τζόκερ : Μια αξιοθαύμαστη, κατηφής απάτη. Είναι μεγάλη παγίδα να αποτιμά κανείς μια ταινία από το πόσο άστοχες, αποκαλυπτικές μισοψημένου ξερολισμού ή αντιληπτικής αφασίας είναι οι γνώμες των θεατών που την παρκολούθησαν, όμως εν προκειμένω η ταινία του Τοντ Φίλιπς κάνει ό,τι μπορεί για να μας ρίξει μέσα της. Ο λόγος είναι ότι ο «Τζόκερ» ποντάρει σε μια δημαγωγική δέσμη απο ευκολίες που μπορεί να εντυπωσιάζουν και να δίνουν αγαλματάκια, όμως εκτοξεύουν προς το θεατή εντελώς συγκεχυμένα μηνύματα : ένας ήρωας χωρις το παραμικρό λογοτεχνικό βάθος, ένας «μη – χαρακτήρας». Ένας αποδεδειγμένα εμπνευσμένος ηθοποιός, από τους καλύτερους της γενιάς του. Μια ανατομία ασθενειών της σύγχρονης κοινωνίας, χωρίς ακριβώς η ταινία να θέλει να παράσχει έρεισμα ούτε στο σύγχρονη, ούτε στο κοινωνία. Η προβολή της στην Ελλάδα ποδηγετήθηκε από τη γνωστή ομοβροντία προκαταβολικών διθυράμβων, η οποία πέρασε προς το ευρύ κοινό και υιοθετήθηκε από μεγάλο μέρος του αμάσητη. Τα 800.000 εισιτήρια που έκοψε η ταινία, όπως συνέβη και παλιώτερα με άλλα πολυδιαφημισμένα βίντεο κλιπ (μ.α. «Τιτανικός», “Avatar”, “Lord Of The Rings”) αποτυπώνουν σίγουρα το αποτέλεσμα μιας απόλυτα επιτυχούς στρατηγικής μάρκετινγκ. Όμως, πόσο σχετίζονται με την επίδραση, του «Τζόκερ» ως κινηματογραφικής πρότασης εν έτει 2020; Η περιέργεια για το τί είναι αυτή η ταινία για την οποία μιλάνε όλοι, δίνει χιλιάδες εισιτήρια, αλλά η επίγευση, το πόσα και ποιά από την ταινία θα κρατήσει στη σινεματική του μνήμη (όσο αυτή η έννοια εξακολουθεί να υπάρχει) η πλειοψηφία των θεατών, είναι πολύ συζητήσιμο, αμφίβολο δε για πόσο καιρό θα τα κρατήσει. Και είναι αμφίβολο, γιατί, όπως και στη βιομηχανία καθαριστικών για τα τζάμια, δεν ενδιαφέρει το γιατί, ενδιαφέρει να γίνει η πώληση και ας έχει μετά παράπονο ο καταναλωτής ότι «τοπροϊόν εξαντλήθηκε γρήγορα» ή «τελικά δεν είναι και τόσο καλύτερο από άλλα που έχουν βγει». Αν κόπηκε το εισιτήριο, και δη το πρώτο σαββατοκύριακο της προβολής, ο στόχος της βιομηχανίας του θεάματος επιτεύχθηκε. Εν προκειμένω, ο «κακός» του Batman γίνεται το εφαλτήριο, για μια faux κοινωνική κριτική, μια ακόμη πιο faux κοινωνιολογική τοποθέτηση – καταγγελία και ένα μάλλον φτωχό σε βάθος σεναριακό υλικό. Απλώς, όπως σε κάθε μέτριο ψητό, όταν ο σεφ ρίξει μια πολύ πικάντικη σάλτσα, δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τί ακριβώς του σερβίρεται, στο “Joker” ανακατεύεται ψυχική ασθένεια, παιδική κακοποίηση, ελλειματική κοινωνικοποίηση, κοινωνικοσυστημική αναλγησία (με ολίγη από οικονομική κρίση) και όλα περιλούζονται από ξεσπάσματα βίας που συνταραζουν, ακόμη κι όταν είναι αναίμακτη κι ένα μέγιστου μαγνητισμού σόλο ερμηνείας από τον Γιόακιν Φοίνιξ, το οποίο πάντως δεν αρκεί να σκεπάσει με τη δραματική του βαρύτητα την απουσία νοήματος στην ίδια τη διήγηση. Στο τέλος, ο κατατρεγμένος και δεδικαιολογημένος vigilante “Joker” σκοτώνει ως και το θεραπευτή του, υποσχόμενος συνέχιση και εξάπλωση της, «δεδικαιωμένης» από μια ολόκληρη ζωή θυματοποίησης, βίας. Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσεις την ερμηνεία του Φίνιξ, έχουμε πρόκληση, επίθεση στα αισθητήρια, τρόμο και ημιεγγράματες απλουστεύσεις. Ό,τι χρειάζεται ο μέσος λοβοτομημένος θεατής του 2020 για να πιάσει και να να μεταφράσει ως «δεδομένα τέχνης» μηδενιστικά συμπεράσματα, να νιώσει σαν το σπίτι του, ένα σπίτι στο οποίο καμία αξία δεν έχει μείνει όρθια. https://youtu.be/zAGVQLHvwOY Γ. Οι υπόλοιπες υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Το «Κάποτε στο Χόλλυγουντ» του Κουέντιν Ταραντίνο, από την πρώτη θέαση με κέρδισε. Είναι μια ταινία από το σινεμά για το σινεμά, μια ταινία που απαιτεί την προσοχή του θεατή και την προπαρασκευή του πριν δει, νιώσει και καταλάβει. Το χαρακτηριστικό ύφος του σκηνοθέτη πιο ώριμο, ζεστό και χωρίς υπερβολές, το σενάριό του νοήμον και διεγερτικό, το αμίμητο twist στις πραγματικές ιστορίες παρόν κι ένας Brad Pitt να γίνεται ο σύγχρονος Μπαρτ Ρέϋνολντς που δε διστάζει να βάλει στη θέση του ακόμη και τον Μπρους Λη (βλ. αναλυτικά http://www.theathinai.com - once-upon-a-time-in-hollywood.). Λόγω του δείκτη νοημοσύνης του, της απενοχοποιημένης εγκόλπωσης των επιρροών, της εμμονικά καλλιτεχνικής αναπαραγωγής ανθρωπογεωγραφικών λεπτομερειών και του ότι, που να πάρει, καταλήγει με τους «καλούς» να δίνουν ένα μάθημα στον πηχτό φανατισμό, ταπεινά θεωρώ ότι η ταινία πληροί τα κριτήρια για τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Πρωτότυπου Σεναρίου. https://youtu.be/ELeMaP8EPAA Αν εξαιρέσουμε το “Joker”, ο αντίπαλος του Ταραντίνο είναι ο τεράστιος, αλλά εν προκειμένω υπεύθυνος για μια φλύαρη και δημιουργικά στείρα ταινία, Μάρτιν Σκορσέζε. Ομολογώ ότι τον «Ιρλανδό» δεν τον είδα αμέσως, όμως ήμουν θετικά προδιακείμενος να τον αντιμετωπίσω στην ολότητα των τριών ωρών του, απέναντι σε όσους έγραφαν ότι ήταν «κουραστικός» και «άνευρος». Δυστυχώς, είχαν δίκιο. Όσο κι αν αγωνίστηκα να ψηθώ στο στόρυ, όσο κι αν θαυμάζω τα βλέμματα, την κίνηση της κάμερας και το ηθικό βαρος του σινεμά του Σκορσέζε, όσο κι αν κανείς θεατής ή «φαν» δεν μπορεί να αξιώσει από τους μεγάλους σκηνοθέτες να βγάζουν πάντα αριστουργήματα, κατ’ εμέ ήταν η απογοήτευση της χρονιάς. Καταρχήν, βρήκα σχεδόν εξοργιστική την «ψηφιακή επεξεργασία» των προσώπων ΝτεΝίρο και Πατσίνο. Το να νομίζεις ότι μπορείς να δείξεις 70αρηδες να παίζουν τους 35άρηδες, έχει ως αποτέλεσμα το να γεμίζουν τα πλάνα από πρόωρα γερασμένους 50ντάρηδες. Δυσκίνητο και προβλέψιμο το σενάριο, δεν αιτιολογεί το μηδενιστικό του κατάλοιπο με κάποιο νέο φως. Αν ο μεγάλος σκηνοθέτης ήθελε να αφήσει μια ταινία – υπογραφή για τη θεματική της μαφίας, εδώ δεν εισφέρει τίποτε παραπάνω απ’ όσα έχει πει νεώτερος, όταν το κινηματογραφικό του μάτι ήταν αεικίνητο, διεισδυτικό και ερωτευμένο με το φακό. Μακάρι μετά από χρόνια η αξία της ταινίας να ανέβει με τις επαναθεάσεις, όμως προσωρινά φοβάμαι ότι έπαιξε το ρόλο του διαφημιστικού του Netflix. https://youtu.be/RS3aHkkfuEI Απόλαυσα το «Κόντρα σε όλα» (“Ford v Ferrari, Le Mans 66”) του James Mangold (ο οποίος μας έχει δώσει στέρεα δείγματα κινηματογραφικής γραφής - “Walk The Line”, “Copland”, “3:10 To Yuma”). Είναι αξιοσημείωτο πόσες καλές ταινίες έχουν τοποθετήσει στο επίκεντρο τους αγώνες ταχύτητας, για να μιλήσουν στην ουσία για άλλα θέματα (“Les Mans” [1971] με τον Steve McQueen, “Bobby Deerfield” [1977] με τον Al Pacino, “Rush” του Ron Howard [2013], μέχρι και το “Days Of Thunder” με τον Tom Cruise [1990]). Κι αυτό συμβαίνει, γιατί πέρα από μόδες, εποχικές ευαισθησίες του σινεμά για τους μη προνομιούχους και τους έκκεντρους ήρωες, ο αρσενικός ήρως έχει πάντα ζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η νευρώδης, ακριβής στη λεπτομέρεια, με άριστη φωτογραφία, μοντάζ που σε παίρνει αμπαριζα και δύο χαρισματικούς πρωταγωνιστές ταινία, αξίζει κάθε μία από τις 4 υποψηφιότητές της (ήχος, μίξη και μοντάζ οι υπόλοιπες) και καθένα από τα 19 βραβεία που έχει ήδη πάρει από διάφορα φιλμικά φόρα. Κρίστιαν Μπέϊλ και Ματ Ντέϊμον έχουν αβίαστη χημεία και αποδίδουν ένα hard as nails buddie movie, βασισμένο σε πραγματική ιστορία και χαρακτήρες, την ιστορική αναμέτρηση Ford και Ferrari στους αγώνες Les Mans του 1963. Θα πάρει κάποιο Όσκαρ σε «δευτερεύουσα» κατηγορία, άτυχος ο Κρίστιαν Μπέϊλ που για μια ακόμη φορά είναι συγκλονιστικός. https://youtu.be/I3h9Z89U9ZA Η γενιά μου μεγάλωσε διαβάζοντας «Δράσις», «ΠΟΛΕΜΟΣ» και «ΚΡΑΝΟΣ», έβλεπε «ΜΑΧΗ» με τον Λοχία Σώντερς μαυρόασπρο κάθε Τετάρτη στην ΥΕΝΕΔ και έβλεπε «πολεμικές ταινίες», χωρίς μέσα απ’ αυτές να πρέπει να αναρωτηθεί αν οι Γερμανοί «είναι καλοί» (όχι, δεν είναι, προκάλεσαν εκατομμύρια θυμάτων με δύο πολέμους, είναι λυμένο αυτό). Το «1917» του Σαμ Μέντες (πήρε το αγαλματάκι καλύτερης ταινίας το 2000 με το “American Beauty” και στην συνέχεια κινήθηκε από το δράμα εποχής [“Road To Perdition”], στο σύγχρονο πολεμικό [“Jarhead”] για να καταλήξει με δόκιμα σκηνοθετικά αποτελέσματα στον James Bond [“Skyfall”, “Spectre”]) αναμετράται με μια δύσκολη πολεμική περίοδο: τον λασπωμένο, σώμα με σώμα, αγωνιώδη πόλεμο χαρακωμάτων του Α’ Παγκοσμίου. Δύσκολη, γιατί η αναπαράσταση της μάχης σώμα με σώμα και της αγωνίας του στρατιώτη που περιμένει λογχοφόρος να συγκρουστεί στο χαράκωμα με τον εχθρό, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, είναι έργο βαρύ. Εξ ου και, για διάφορους λόγους, οι πιο σημαντικές ταινίες που αφορούν την εποχή (μ.α. «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» [1957], “Johnny Got His Gun” [1971], “Aces High” [1975], ακόμη και η πασίγνωστη τηλεταινία «Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο», με τον γνωστό τότε από την οικογένεια Γουώλτον», Ρίτσαρντ Τόμας), χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως κάδρο περισσότερο, παρά καταπιάνονται με την ιδιαιτερότητά του αυτή. Ο Μέντες όμως, βάζει το θεατή μέσα ακριβώς στο χαράκωμα και με την χρήση του μονοπλάνου παίρνει τη ματιά του και τρέχει μαζί του, ώμο με ώμο με τους δύο άγουρους ήρωες βρετανούς στρατιώτες (καταπληκτικοί στην τσαλακωμένη αθωότητά τους οι George MacKay και Dean-Charles Chapman). Το σενάριο – φέρνει προς στιγμήν με τη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράϊαν» - είναι στοιχειώδες, οι διάλογοι επίσης, αλλά το θέμα για τον Μέντες παραμένει η πρωτογενής ατμόσφαιρα. Κάτι που του δίνει πιθανότητες κυρίως για το Όσκαρ σκηνοθεσίας. https://youtu.be/A8ajLN9RAsA Η δραμεντί – ανέκδοτο με τίτλο «Jojo Rabbit» δε με αφορά. Μπορεί για την φρουί ζελέ πανδεκτικότητα του σύγχρονου κινηματογραφόφιλου, σύμβολα και σημαινόμενα όπως ο χίτλερ και ο ναζισμός να είναι δεκτικά του οποιουδήποτε κωμωδιογραφικού χειρισμού, μπορεί να φτάνουν και να περισσεύουν ως μέσα να αποδομηθεί η συνθλιπτική βαρύτητα των συνεπειών που έχουν προκαλέσει στην ανθρωπότητα, μέσα μάλιστα από μια παιδική, ανήλικη ματιά. Το βρίσκω από αδιάφορο ως κακόγουστο και επειδή δεν είμαι επαγγελματίας κριτικός, ασκώ το διακίωμά μου στην προτίμηση. Η «Ιστορία Γάμου» του Νόα Μπάουμπαχ είναι μια ακόμη ταινία του Netflix (το οποίο ξεκάθαρα πάει να διεμβολίσει ό,τι έχει απομείνει από τα μεγάλα στούντιο). Με ένα τρίπτυχο ερμηνειών κομμένων και ραμμένων για Όσκαρ (Άνταμ Ντράϊβερ, Σκάρλετ Γιόχανσον και Λώρα Ντέρν), η ταινία φιλοδοξεί να γίνει το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» της δεκαετίας των ’20, απενοχοποιώντας την εγωπάθεια των σύγχρονων γονιών που «βρίσκονται στα χωρίσματα». Τους οποίους δείχνει όπως περίπου είναι, επειδή θεωρεί ότι έτσι είναι αυτονότητο να είναι : πρόθυμοι να καταφύγουν σε κάθε είδους διαμεσολαβητή – γκουρού (λ.χ. σύμβουλο γάμου), αλλά ποτέ να κάνουν επώδυνη αυτοκριτική. Πλήρεις απωθημένων έναντι του συζύγου - συντρόφου τους και ταυτόχρονα σε πλήρη αδυναμία να ανοίξουν ουσιαστικό διάλογο μαζί του. Αντιλαμβανόμενοι τα παιδιά τους ως χαριτωμένα έμψυχα αξεσουάρ, τα οποία διεκδικούν κι οι δύο για να εξορκίσουν τις ευθύνες τους από όσα δεν αντιλήφθηκαν για το γάμο τους. Η ταινία έχει ήδη πέραση σ’ αυτή τη σύγχρονη γενιά και κάνει πολλά ζευγάρια μάτια νέων χωρισμένων να δακρύσουν, καθώς στο – επιεικώς γλυκερό – τέλος και οι δύο χωρισμενοι επιτυγχάνουν τα προσωπικά τους σχέδια και μοιράζονται το δύσμοιρο ανήλικο τρόπαιο με δακρύβρεχτη γαλαντομία. Πιθανότατα, η ταινία να δώσει και στη Λώρα Ντερν (η οποία μετέχει και σε αρκετά συλλογικά φόρα των ηθοποιών, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) το Όσκαρ. Σημείωση Ι: ο ρόλος της Λώρα Ντερν ως δικηγόρου της Γιόχανσον θα αποθεωθεί για τις μαγκιώρικες ψευδοφεμινιστικές σοφιστείες του, ενώ στην πραγματικότητα είναι αυθεντικά αντιπαθητικός, γιατί απηχεί έναμια υπαρκτή νοοτροπία : ο δικηγόρος που βιάζεται να «γίνει φίλος» με τον ανερμάτιστο εντολέα του, που το παίζει «ψυχολόγος» για να τον «σιγουρέψει» και να τον καθοδηγήσει προς εδάφη που ούτε έχει φανταστεί, ούτε και είναι έτοιμςο να υποστηρίξει. Σημείωση ΙΙ: καθώς διατηρώ λόγω επαγγέλματος το δυσάρεστο προνόμιο να υποδέχομαι την παθολογία των ανθρώπινων σχέσεων στην πρώτη γραμμή, ταινίες οι οποίες κεκαλυμμένα, χοντροκομμένα, εντέχνως ή και τεχνηέντως, κάνουν τους δικηγόρους διαζυγίων να φαίνονται «οι κακοί» της υπόθεσης, in my book βαρύνουν σε αξιοπιστία ευθέως ανάλογα με την άποψη όσων διατείνονται για τις ανίατες, εκφυλιστικές ασθένειες φταίνε «οι κακοί γιατροί», μην χάνοντας την ευκαιρία να υποδείξουν ότι η θεραπεία γι’ αυτές βρίσκεται στην ομοιοπαθητική και τις εναλλακτικές φιλοσοφίες. Σημείωση ΙΙΙ: Ναι, είναι απλώς μια ταινία, αλλά ποτέ μια ταινία δεν είναι άμοιρη μηνυμάτων. https://youtu.be/RNGeqUobTx8 Τα «Παράσιτα» του Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο τιμήθηκαν με το Χρυσό Φοίνικα και είναι υποψήφιο για έξι αγαλματίδια. Θέτουν στο επίκεντρο ένα σκληρό και ευαίσθητο θέμα, αυτό του πώς οι πραγματικά πολύ πλούσιοι βλέπουν τους πραγματικά πολύ φτωχούς. Όμως, σ’ αυτή την «μαύρη κωμωδία», η ματιά του ενός προς τον άλλο φτάνει να συγχέεται, καθώς οι μεν πλούσιοι απεικονίζονται κενοί και ματαιόδοξοι, οι δε φτωχοί, απλώς πεινασμένοι να αποκτήσουν τα προς το ζην. Ηθικός κώδικας δεν υπάρχει, γι’ αυτό και το πράγμα καταλήγει σ’ ένα μεγαλοπρεπώς αλληλοκατασπαρακτικό πάρτυ μαχαιρωμάτων (και μετά, στους «πχιοτικούς», φταίει ο Ταραντίνο). Έχει τις στιγμές του, αλλά όπως αρκετά έργα ασιατών δημουργών τελευαία, δείχνουν στην πορεία να ξεμένουν από ηθικές ασίστ και καταλήγουν στο αίμα και τον σκοτεινόψυχο, μοιρολατρικό επίλογο (ο πλούσιος πάει στα θυμαράκια, ο φτωχός θύτης μένει στο υπόγειο «φυλακισμένος» και ο γιος του ονειρεύεται να γίνει πλούσιος για να αγοράσει όλο το σπίτι και να τον ελευθερώσει), ο οποίος, όπως επιτάσει και η art-αφασία διαχρονικά, καλό είναι να είναι και «ανοιχτός» σε ερμηνείες. Υπήρχε κάποτε, επί εποχής ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ, μια ορολογική ετικέττα, που λόγω ηλικίας, επιμένει να τριβελίζει το μυαλό με τέτοιες ταινίες, ασφαλώς, όχι πάντα δικαίως: θολοκουλτούρα. Αν άρεσε τόσο πολύ στην «Ακαδημία» αυτό το κρυπτοαιματηρό παιχνίδι πλούσιων και φτωχών, ας δώσει στα «Παράσιτα» το Όσκαρ «Ξένης Ταινίας». https://youtu.be/5xH0HfJHsaY Τις «Μικρές Κυρίες» της Γκρέτα Γκέργουιγκ δεν τις είδα, καθώς προβάλλονται αυτές τις μέρες. Πιθανόν, γιατί έχει ξαναγίνει, να είναι ανακλαστική συνέπεια της περσινής «Favourite», που δημιούργησαν την αίσθηση ότι μια ταινία εποχής, έστω με σενάριο βασισμένο σε μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, μπορεί να ξαναπάρει θέση ανάμεσα στις υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Η ταινία συγκεντρώνει αρκετές υποψηφιότητες (Α΄και Β΄ Γυναικείου Ρόλου, διασκευασμένου σεναρίου). Διερωτώμαι, πόσα παραπάνω έχει να μας πει για εκπληκτικά all women cast, δίπλα στις «Ώρες» (2003) και το “The Help” (2012). Και μάλλον, θα μείνω με την απορία. Η ταινία που θα ήθελα να δω με πιο ενεργή παρουσία στα Όσκαρ (είναι μόνον υποψήφια η Κάθυ Μπέϊτς για Β΄ Γυναικείο Ρόλο) είναι το “Richard Jewell” («Η Μπαλλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ») του μεγάλου Κλιντ Ήστγουντ. Μια συγκλονιστική, αφτιασίδωτη ματιά σε μια πραγματική και σχετικά πρόσφατη υπόθεση, την οποία ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα, mediaκό, «ειδικών» και δικαιοσύνης, επιμελείται να κρύψει, συσκοτίσει και ξεχάσει: το πώς, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα του 1996, αδίκως θυματοποιήθηκε, εξευτελίστηκε και εξοντώθηκε κοινωνικά ένας χοντρούλης, λίγο αργόστροφος, αλλά πάντως εντελώς αθώος άνθρωπος, ο Richard Jewell, κατηγορούμενος για μια «τρομοκρατική» ενέργεια (έκρηξη βόμβας). Το πώς οι γελοίοι profilers, οι ανθρωποφαγικές αρχές και τα ημιμαθή media, εφευρέτες και καταναλωτές άπαντες της «είδησης» και της «κατηγορίας» που οι ίδιοι μέσα στο νοσηρό τους σκεπτικό κατασκευάζουν, βρήκαν τον εύκολο στόχο στον Τζούελ (εκπληκτική ερμηνεία από τον Πωλ Γουώλτερ Χάουζερ και βέβαια από τον Σαμ Ρόκγουελλ που παίζει τον δεύτερο ρόλο) για να φτιάξουν μια ολόκληρη ιστορία . Ο Κλιντ Ήστγουντ αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι, όταν η πείρα έχει ενσταλλάξει σοφία στον κινηματογραφικό δημιουργό, γεννιέται από κει ο πραγματκός πολιτικός λόγος στο σινεμά. Ανθρώπινος, καλλιτεχνικά συναρπαστικός και κυρίως με πραγματική ευαισθησία για τη στάση του απλού πολίτη – θεατή απέναντι στα κακώς κείμενα του δυτικού πολιτισμού μας. https://youtu.be/8tol-REbnKQ Δ. Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, σεναρίου.
Οι ίδιες ταινίες, «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς, «1917» του Σαμ Μέντες, «Ο Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε, «Τα Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-Χο και το «Κάποτε στο... Χόλιγουντ» του Κουέντιν Ταραντίνο είναι και υποψήφιες για Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Μπορεί αυτό να εγκυμονεί έναν «συμβιβασμό», να μοιραστούν δηλαδή τα κορυφαία βραβεία ανάμεσα σε δύο, απεύχομαι βεβαίως να καταλήξουν και τα δύο στα χέρια του Τοντ Φίλιπς. Δεν θα ήταν πάντως άδικο κάτι τέτοιο. για «πρωτότυπο σενάριο» φαβορί δικαίως ο Ταραντίνο («Once Upon A Time In Hollywood»), ειδικά δίπλα στα “Marriage Story”, “1917” και “Parasite”. Το διασκευασμένο, αν δεν το πάρει το “Irishman” με το βάρος του ονόματος του Scorcese, εύχομαι – εις μάτην - να πάει στους «Δύο Πάπες». Ε. Βραβείο Α΄ ανδρικού και Α΄ γυναικείου ρόλου Ο Γιόακιν Φοίνιξ, ένας ηθοποιός με δυνατή παρουσία, μεγάλες υποκριτικές ικανότητες και μέχρι σήμερα ατυποποίητος. πρωτοξεχώρισε στα 20 του όταν έπαιξε το nerd που σέρνει από τη μύτη με τραγικά αποτελέσματα η Νικόλ Κίντμαν στο “To Die For” (1995) και έγινε γνωστός από το ρόλο του Κόμμοδου στο «Μονομάχο» του Ρίντντεϋ Σκοττ (2000), όπου ήταν και υποψήφιος για Β΄Ανδρικό. Το 2006 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου στη βιογραφία του Johnny Cash (“Walk The Line”), ενώ το 2013 επίσης υποψήφιος για Α΄Ανδρικό στο “The Master”. Είναι φανερό ότι στα 45 του είναι ένα αναξιοποίητο κεφάλαιο για το Χόλλυγουντ, που ψάχνει για old fashioned αρσενικά πρότυπα. Το Όσκαρ Α΄ ανδρικού το έχει στο τσεπάκι, ιδίως απέναντι στον πολύ καλό, αλλά βατό, σε σχέση με τον «Τζόκερ» ΝτιΚάπριο του Ταραντίνο και τον μεστό νοημάτων, αλλά κάπως αντιεμπορικό Τζόναθαν Πράϊς του «Οι δύο Πάπες» (επίσης πολύ ωραία ταινία. Ως προς το βραβείο Α΄ Γυναικείου, θα προτιμούσα την Γιόχανσον του «Ιστορία Γάμου» (όσο αντιπαθής κι αν μου είναι ο ρόλος), ή την Ρενέ Ζελβέγκερ του «Judy» (οπτικά πολύ ταιριαστή στη βιογραφία της Judy Garland) και όχι, προς Θεού όχι, την Σαρλίζ Θερόν του “Bombshell”, η οποία πάντως κάτι μου λέει ότι θα το πάρει. Για την ηθοποιία της η Θερόν είχε πάρει ένα πανάξιο Όσκαρ για το “Monster” το 2003. 17 χρόνια αργότερα, στον άκαμπτο, αβαθή ρόλο ενός πραγματικού προσώπου (της παρουσιάστριας – δημοσιογράφου Megyn Kelly, που βοηθά να ανοίξουν το στόμα τους και άλλες σεξουαλικά παρενοχλούμενες από τον Roger Ailes, τον βδελυρό «Τσέο» -στο χωριό μας έτσι λένε τώρα τελευταία τον CEO- του Fox News, δικαιούται σίγουρα μόνο το βραβείο του πιο άκαμπτου και απονεκρωτικού κάθε έκφρασης προσώπου μπότοξ. Στο νήμα, μάλιστα, από την Νικόλ Κίντμαν, η οποία, δυστυχώς ή ευτυχώς, κοπιάζει να δείξει ότι είναι ηθοποιός, όσο έχει αρχίσει να μη βλέπεται. ΣΤ. Βραβείο Β΄ ανδρικού και Β΄ γυναικείου ρόλου Ο Μπραντ Πιτ θα πρέπει να το πάρει σπίτι του, καθώς κλέβει την παράσταση ως στάντμαν στο «Κάποτε στο Χόλλυγουντ». Λυπάμαι τρισμέγιστε Αλ Πατσίνο και ζοχαδιακέ νάνε Τζο Πέσι, η δική σας τροχιά είναι σαφώς μεγαλύτερη και δυσανάλογα μεγαλοπρεπής με του Πιτ, αλλά το «Β΄ Ανδρικού» θα είναι μόνον χαριστικό, αν σας δοθεί. Για τη Λώρα Νερν, βλέπε ως άνω, ενώ η Σκάρλετ Γιόχανσον είναι υποφήφια και για το “Jojo”, οπότε μπορεί καμιά τους να μη μείνει παραπονεμένη. Η Μάργκοτ Ρόμπι στο "Bombshell" έχει μια πραγματικά απαιτητική σκηνή την οποία πετυχαίνει αξιοθαύμαστα (την αθώα παρουσιάστρια που το κάθαρμα εργοδότης της την καθυποβάλει σε σεξουαλική παρενόχληση καταχρώμενος την σξουσία του), αλλά στην επετηρίδα του Χόλλυγουντ μάλλον δεν είναι ακόμη «η σειρά της». Από έναν μη επαγγελματία θεατή ταινιών που αποστρέφεται όσο ακόμη προλαβαίνει το να βλέπει πρώτες προβολές στο lap-top και να το λέει αυτό «κινηματογράφο», μια υπόμνηση, αντί επιλόγου: όπως και με κάθε ετήσιο πανηγύρι της showbiz, έτσι και με τα Όσκαρ, σκοπός είναι να αξιοποιήσουμε τις αφορμές που μας δίνει η ενιαύσια παραγωγή της βιομηχανίας των ονείρων για να σφυρηλατήσουμε ή να εμπλουτίσουμε ο καθένας τη δική του σινεματική μνήμη. Ασφαλώς και απολυτότητες στην τέχνη δεν υπάρχουν, γι’ αυτό ας είμαστε επιφυλακτικοί στη σύγχρονη και ευρέως διαδεδομένη θρησκεία του σχετικιστικού ισαποστακισμού. Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος