του Παναγιώτη Παπαϊωάννου 25 χρόνια Νύχτες Πρεμιέρας (18-29 Σεπτεμβρίου 2019) Οι Νύχτες Πρεμιέρας έκλεισαν τα 25 χρόνια ζωής. Το γράφω με ελεγχόμενη συγκίνηση, καθώς δεν πρόκειται για ζήτημα της συνήθους επετειακής αριθμητικής, αλλά μιας πολυδύναμης πολιτισμικής συνθήκης που έχει καταστήσει τον κάθε Σεπτέμβριο της μητρόπολής μας, από τον εκ προορισμού δύστοκο, συνοφρυωμένο και φορτωμένο υποχρεωτικές επανεκκινήσεις μήνα στον καλύτερο του αστικού φθινοπώρου. Οι αρκετοί ευτυχείς που μεγάλωσαν με τις Νύχτες Πρεμιέρας δεδομένες δεν χρειάζεται να είχαν γνωρίσει τις εποχές κινηματογραφικής ξηρασίας για να αντιληφθούν τη σημασία τους. Πλέον, το Φεστιβάλ είναι – μετά, λόγω παλαιότητας και ειδικού βάρους, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - η μεγαλύτερη διεθνής κινηματογραφική εκδήλωση της χώρας. Από το 1995 και το “Blue In The Face”, το “Simple Men” του Hartley και τους “Usual Suspects” μέχρι σήμερα, ο Σεπτέμβριος της Αθήνας ισοδυναμεί με σινεμά. Οι αίθουσες του κέντρου γεμίζουν ανήσυχα βλέμματα και μυαλά και δικαίως, αφού, συν τω χρόνω, όχι μόνο οι αβάν πρεμιέρ, αλλά και οι ειδικές προβολές, τα αφιερώματα, οι θεματικές, το διαγωνιστικό τμήμα ως και οι μεταμεσονύκτιες προβολές είναι η χαρά του κινηματογραφόφιλου. Για πρώτη φορά ο υπογράφων βρέθηκε στο αναγνωρισμένο αυτό fair του σινεμά όχι μόνον ως θεατής, αλλά επιφορτισμένος, χάρις στο «ΘΕΑΘΗΝΑΙ» με το να καταγράψει τις εντυπώσεις του σε επιλεγμένες προβολές. 21 Σεπτεμβρίου 2019, στο «ΙΝΤΕΑΛ». “Blinded By The Light” της Gurinder Chadha. Δε διστάζω να ομολογήσω ότι προσέγγισα την πολυδιαφημισμένη ταινία με κάποια επιφύλαξη, την οποία μέσα στα χρόνια μου έχουν προκαλέσει τα έξυπνα μακράς διάρκειας διαφημιστικά του τύπου “Bend It Like Beckham”, “Slumdog Millionaire” και “Yesterday”, καθώς βρίσκω δύσκολα διαχειρίσιμη την αίσθηση ότι προσπαθούν να διαπραγματευτούν θεματικές δυτικής ποπ κουλτούρας με σαφή τη διάθεση να ωθήσουν προς την πολιτισμική ενσωμάτωση των ασιατικής καταγωγής πολιτών που ζουν στην Ευρώπη, ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία. Σαν σαπουνόπερες απευθυνόμενες σε νεαρό ethnic κοινό, σκοπώντας να πείσουν ύπουλα για την «αξία» της ομογενοποίησης σε ένα δυτικό τρόπο σκέψης, την ώρα που, λ.χ. οι ινδοί, έχουν τεράστια παράδοση στον κινηματογράφο, την οποία οι δυτικοί αγνοούμε και μας έρχεται δύσκολο να αφομοιώσουμε. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι υπάρχει και το Bollywood, μια αυτάρκης βιομηχανία απευθυνόμενη σε ένα δισεκατομμύριο κόσμου (δηλαδή 3 φορές όσο η αγορά ολόκληρων Η.Π.Α.), που έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να προβάλλει στο κοινό του ό,τι πρότυπα θέλει, χωρίς να εξαρτάται από το αμερικάνικο box office. Η μουσική του Bruce Springsteen μοιάζει εξαρχής δύσβατο πεδίο, καθώς η δυναμική της απαιτεί μαεστρικό χειρισμό για να μην ευτελιστεί, τοποθετούμενη σε φιλμικό τόπο και χρόνο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι τέτοιο εγχείρημα, το να αφιερωθεί μια ταινία μυθοπλασίας στη μουσική του Springsteen, δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα από το Hollywood. Και δεν είναι μόνον λόγοι αντίστασης εκ μέρους του εταιρικού σχηματισμού περί το «Αφεντικό». Είναι ότι αν οι δημιουργοί δεν αποτυπώσουν στο πανί κάτι πραγματικά εμπνευσμένο, θα «κάψουν» τη μουσική που έχει μιλήσει σε εκατομμύρια μουσικόφιλων ανά τον πλανήτη, με αποτέλεσμα κάθε τέτοια ταινία να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί φιάσκο. Εν προκειμένω έχουμε ένα συμπαθητικό musical για όλη την οικογένεια, με τις συμβάσεις και τις αφέλειές της, με uplifting διάθεση, που δεν ξεφεύγει, βέβαια, από το διδακτικό σιγόντο για το πόσο «σωστό» είναι να μεγαλώνεις με τις αξίες της πακιστανικής οικογένειας του πρωταγωνιστή (είπαμε, ένα δις θεατές είναι αυτοί). Η ταινία πάντως καταφέρνει να γίνει διασκεδαστική χάρις σε δύο στοιχεία. Πρώτον, τον ιδιαίτερα συμπαθή νεαρό πρωταγωνιστή της. Πριν ενάμισυ περίπου χρόνο, ο 21χρονος βρετανός πακιστανικής καταγωγής Viveik Kalra, ήταν ακόμη φοιτητής στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής και Δράματος της Ουαλλίας όταν δέχτηκε την πρόταση να συμμετάσχει στο καστ της πετυχημένης σειράς των ITV Studios και του BBC First, “Next Of Kin”. Όταν έφτασε στα χέρια του η πρόταση για να πρωταγωνιστήσει στην πρώτη του ταινία, δέχτηκε και μόνο επειδή είδε ότι σκηνοθέτης θα ήταν η Gurinder Chadha. Η 59χρονη σκηνοθέτιδα, βρετανίδα με ινδική καταγωγή, αποτελεί σημείο αναφοράς για την ασιατική κοινότητα της Μεγάλης Βρετανίας, έχοντας με συνέπεια και ευαισθησία αναδείξει μια σειρά από κοινωνικά ως και ιστορικά ζητήματα των μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, με ταινίες όπως το “Bend It Like Beckham” (2002), το οποίο την έκανε και ευρύτερα γνωστή και τα “Bride And Prejudice” (2004), “It’s A Wonderful Afterlife” (2010) και “Viceroy’s House” (2017). O Kalra, μεγαλωμένος με τις ταινίες αυτές και μέσα στην κοινότητα αυτή, άρπαξε το σενάριο από τα μαλλιά. Ακόμη κι αν στην πιο απρόβλεπτη οντισιόν της ως τώρα καριέρας του, χρειάστηκε να κάνει a capella καντάδα στη συμπρωταγωνίστριά του Neil Williams με το θρυλικό κομμάτι του Springsteen, “Thunder Road”. Εκφραστικός, γεμάτος ενέργεια και συναίσθημα ο Kalra δείχνει ιδανικός στην προσέγγιση του πακιστανικής καταγωγής εφήβου που καταπιεζόμενος από τις συμβάσεις των αναχρονιστικών ηθών της οικογένειάς του, τις ρατσιστικές εις βάρος του συμπεριφορές και την οικονομική δυστοκία του επαρχιακού Luton της Αγγλίας του 1987, βρίσκει στη μουσική και τους στίχους του Springsteen απαντήσεις και διεξόδους. Για τη φιλία, τον έρωτα και το σθένος να υψώσει ανάστημα απέναντι στη δομή της οικογένειάς του Δεύτερον, η πραγματικά εύστοχη εφαρμογή της μουσικής και κυρίως των στίχων του Springsteen στο μύθο της ταινίας. Το timing της ακρόασης από walkman του “Dancing In The Dark”, μια βραδιά που όλα πάνε κατά διαόλου, με τους στίχους να στροβιλίζονται σα lyric video στην πυκνή από άγχος ατμόσφαιρα του εφηβικού δωματίου, τα απελευθερωτικά τρεχαλητά στους γκρίζους δρόμους του Luton με το “Born To Run”, το πρώτο φιλί με το “Prove It All Night”, η σύγκρουση με τον πατέρα και το “Promised Land” δημιουργούν έδαφος για τον σχετικό με τη μουσική του Springsteen να ευχαριστηθεί την ταινία και να είναι πιο επιεικής με τις επί μέρους αφέλειες έως και μελό στιγμές της. Στα «γράμματα τέλους» υπενθυμίζεται κάτι σημαντικό: το κάπως προβλέψιμο, οικογενειακό, στόρυ είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία, που έχει γίνει πρώτα βιβλίο. Πρόκειται για το “Greetings from Bury Park: Race, Religion and Rock N’ Roll” του δημοσιογράφου Sarfraz Manzoor, ο οποίος, όπως και ο Τζαβέντ της ταινίας ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας. Ο Manzoor, όπως και στην ταινία, έχασε τον Bruce Springsteen όταν έπαιξε στο Wembley στην περιοδεία του “Tunnel Of Love” το ’88, όμως, με τις κασέτες, τα walkman και την μελέτη των στίχων παρέμεινε αφοσιωμένος και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα «να έχει παραστεί σε περισσότερες από 150 συναυλίες του Springsteen μέχρι σήμερα». Οι παλιές πολαρόϊντ των γραμμάτων τέλους, με την οικογένεια του πραγματικού «Τζαβέντ», τον ίδιο, τον κολλητό του φίλο, τον νεανικό του έρωτα και μετά τον ίδιο σε ώριμη ηλικία, αγκαλιά με τον ίδιο τον Bruce Springsteen, πραγματικά ρεφάρει για την όποια γλυκερή αίσθηση, που οι πιο δεκτικοί τη λένε και «ρομαντισμό». Γιατί, όπως στον έφηβο πακιστανό στη συντηρητική Αγγλία του ’87, η μουσική του Springsteen (τον οποίο μόνον οι πιστοί αποκαλούν σκέτο “Bruce”) έχει πράγματι καταφέρει να αλλάξει τις ζωές εκατομμυρίων, στις πιο παράδοξες γωνιές του πλανήτη. Και αυτό είναι όντως μια αλήθεια. https://youtu.be/DmmHvnS0IKM Comments are closed.
|
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ This section will not be visible in live published website. Below are your current settings: Current Number Of Columns are = 2 Expand Posts Area = Gap/Space Between Posts = 10px Blog Post Style = card Use of custom card colors instead of default colors = Blog Post Card Background Color = current color Blog Post Card Shadow Color = current color Blog Post Card Border Color = current color Publish the website and visit your blog page to see the results Archives
July 2024
|
Αλκίφρονος 3 - Κάτω Πετράλωνα
Αθήνα Τ.Κ. : 11835
[email protected]
[email protected]
www.theathinaiart.com
Όροι χρήσης: Με βάση το Ν. 2121/93 περί μη αναδημοσιεύσιμου μέρους ή όλου του κειμένου
χωρίς άδεια του υπογράφοντος